Μία πρόκα, ένα σφυρί και ένα φέρετρο, αυτό θα δουν μπροστά τους οι ψηφοφόροι στις δεύτερες εκλογές, όταν θα κρυφτούν ξανά πίσω από το παραβάν. Η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ -αν όχι ο πρόωρος πολιτικός θάνατος- μετά τα αποτελέσματα των εκλογών και την εμφατική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, μοιάζει πιο κοντά από ποτέ. 

H μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων δεν δίνει τον απαραίτητο (και πιο αναγκαίο από ποτέ) χρόνο στον Αλέξη Τσίπρα να μετρήσει τα λίγα συν και τα πολλά πλην της Κυριακής. Μια διαφορά στο 6-7% θα μπορούσε να δώσει λίγο χώρο για ανασυγκρότηση, το 20,7% όμως όχι μόνο δεν δίνει χώρο, αλλά τον οδηγεί (μάλλον) και στην έξοδο μπας και αναπνεύσουν στην Κουμουνδούρου.

Αν μία μέρα πριν τις εκλογές διαβάζαμε για την χαοτική αυτή απόσταση μεταξύ των δύο, θα γελούσαμε, θα λέγαμε δεν μπορεί, δεν γίνεται, μάλλον κάποιο λάθος έγινε, αφού όλα έδειχναν πως αν βγει πρώτος ο Μητσοτάκης, θα είναι στο “τσακ”, ένα τσακ που θα έδινε στον Τσίπρα τη δυνατότητα να μπει σε συζητήσεις για αυτή την “προοδευτική κυβέρνηση”. Λίγες ώρες μετά και την ξεχάσαμε την “μούφα” (σύμφωνα με τον Δημήτρη Κουτσούμπα) προοδευτική κυβέρνηση και ήδη έχουν ξεκινήσει οι καφενειακές συζητήσεις για την επιστροφή στον παλιό, τον γνήσιο, τον ορθόδοξο δικομματισμό της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και άνθρωποι γύρω από αυτό βασίστηκαν κυρίως εκεί: Στις εντυπώσεις, στα likes και στα retweets και μάλιστα στο εσωτερικό μιας φούσκας που δημιούργησαν οι ίδιοι. Και όταν δημιουργείς και κατοικείς μέσα σε φούσκες, χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα.

Και βλέπεις τα αποτελέσματα, αυτό το 40άρι και σκέφτεσαι τι πήγε λάθος. Όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ, για όλους. Γιατί κανείς, ούτε οι συγκρατημένα αισιόδοξοι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας δεν πίστευαν ότι η μπορεί να φτάσει εκεί η διαφορά. 

Πώς μας ξέφυγε; Γιατί δεν το είδαμε να έρχεται; Αυτό αναρωτιούνται, δικαίως, οι περισσότεροι την ώρα που η χώρα οδηγείται στις δεύτερες εκλογές που βάζουν τέλος, στην ουσία, και στον αντίλογο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος. Αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει, η μελλοντική απουσία ενός ουσιαστικού αντίλογου που έχει να προτείνει, να πάει κόντρα και να κρατήσει -όσο μπορεί- τις ισορροπίες. 

Μα για ποιον αντίλογο μιλάμε όταν ο πρώτος απέχει χιλιόμετρα από τον δεύτερο και η μοναδική πίεση που άσκησε ως αντιπολίτευση ήταν μέσα από τα social media; Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άνθρωποι γύρω από αυτό βασίστηκαν κυρίως εκεί: Στις εντυπώσεις, στα likes και στα retweets και μάλιστα στο εσωτερικό μιας φούσκας που δημιούργησαν οι ίδιοι. Και όταν δημιουργείς και κατοικείς μέσα σε φούσκες, χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα, έρχεται και κρατάει βελόνα. 

Η πολιτική δεν γίνεται στα social media, γίνεται ΚΑΙ στα social media και όπως έδειξαν οι αριθμοί, ο κόσμος δεν συγκινείται από τα ποστ των 5,605 angry reactions. Θέλει ξεκάθαρο πρόγραμμα, οργάνωση η οποία ξεκινάει πάντα από τα χαμηλά, σύνδεση με την εργατική τάξη, λιγότερη τοξικότητα και μεγαλύτερη ευθύτητα, ειδικά όταν πας να φέρεις τούμπα μία κυβέρνηση η οποία, αποδεδειγμένα, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αυτός είναι ο ένας δρόμος.

Ο άλλος, ο πιο εύκολος δρόμος, είναι να τα ρίξουμε στον λαό, στον μαζοχισμό του και στις λάθος αποφάσεις του, μπας και γλιτώσουμε από το να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Βέβαια, όταν ζεις στον μικρόκοσμο του Facebook και του Twitter και διαβάζεις αποκλειστικά τους δικούς σου, ο καθρέφτης είναι περιττός. “Ας πεινάσουν” λοιπόν αφού θέλουν Δεξιά.

Ωραίο και βολικό το να χτίζεις τη δική σου πραγματικότητα, άσχημο και επώδυνο όταν συνειδητοποιείς ότι αυτή απέχει πολύ από τις προσδοκίες που είχε ή θα ήθελες να έχει ο λαός από εσένα.