Η περίπτωση της καταγγελίας εις βάρος του Αλέξη Γεωργούλη δεν μάς θύμισε μόνο πως δεν υπάρχει κακοποιητής υπεράνω πάσης υποψίας. Ούτε αποκλειστικά πως δεν έχουμε ξεμπερδέψει με περιστατικά στα οποία η πατριαρχία παίρνει τα ηνία και μετατρέπει άνδρες σε θύτες και γυναίκες σε θύματα. Σαν να μην έχουμε μάθει τίποτα και σαν να έχουμε αποφασίσει πως δεν θα μάθουμε και ποτέ. Η περίπτωση του Αλέξη Γεωργούλη μας έτριψε στο πρόσωπο πως η τσίχλα του «τεκμηρίου της αθωότητας» αγαπάει ιδιαιτέρως τους άνδρες, τους άνδρες θύτες. Το victim blaming καταφθάνει βαρβαρότατα όταν ο κακοποιητής είναι δημοφιλής και εμφανίσιμος. Πως το «πάντα με τα θύματα» χρησιμοποιείται (και εργαλειοποιείται) μόνο όταν δεν χρειάζεται να έρθουμε αντιμέτωποι με λανθασμένες αποφάσεις μας και τις κούφιες συμπάθειές μας. Το «συμπαθώ» δίπλα σε ένα διάσημο πρόσωπο, που σου είναι και θα παραμείνει άγνωστος είναι τουλάχιστον βλακώδες. Όταν τέλος πάντων δεν χρειάζεται να ζοριστούμε και πολύ για να κάνουμε το new age χρέος μας, βουτηγμένοι σε μια όχι και τόσο συνειδητή υποκρισία. 

Το 2020 μια γυναίκα, της οποίας τα στοιχεία επιλέγουμε να μην αναφέρουμε μέχρι να ξεκαθαριστεί αν δόθηκαν στη δημοσιότητα παρά τη θέλησή της, κατήγγειλε τον Αλέξη Γεωργούλη για βαριά κακοποίηση, που περιλαμβάνει σύμφωνα με τις πληροφορίες βιασμό και ξυλοδαρμό. Η καταγγελία οδήγησε τον ηθοποιό και πρώην Ευρωβουλευτή εκτός ΣΥΡΙΖΑ (και σε άρση της βουλευτικής του ασυλίας). Αυτό δεν είναι πλέον νέο, είναι γνωστό από χθες. Το «νέο» που δεν είναι νέο είναι το πώς για ακόμα μια φορά βρίσκονται άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, πρόθυμοι να υπερασπιστούν κάποιον ο οποίος κατηγορείται για κάτι τέτοιο. Επειδή είναι όμορφος. Επειδή είναι διάσημος. Επειδή πήρε τη Βίκυ Σταυροπούλου στη μηχανή του και τους χάρισε λίγα λεπτά πλασματικής χαράς σε ένα για πάντα νοσταλγικό happy ending. Επειδή η καταγγέλλουσα δεν είναι τόσο γνωστή. Όχι πως και να ήταν θα ήμασταν πιο πρόθυμοι να πάρουμε το μέρος της.

Αφού είναι γυναίκα

Υποθέτω πως το αβάσταχτο της πεζότητας της ανθρώπινης ύπαρξης είναι το καύσιμο όποιου εγκεφάλου ματαιοπονεί γιατί δεν μπορεί να διανοηθεί αυτή την πεζότητα. Η προεκλογική περίοδος, η αστάθεια των δημοσκοπήσεων, τα δείγματα που έχει δώσει η συγκεκριμένη κυβέρνηση, που μερικές φορές λειτουργεί ως συμμορία, είναι εξαιρετικά θεμέλια για θεωρίες και συνωμοσιολογικές εξηγήσεις, άρνησης του αυταπόδεικτου, που για ακόμα μια φορά συνιστούν victim blaming, τοποθετούν την καταγγέλλουσα στο κενό, είτε αποπροσωποποιώντας τη, είτε φορτώνοντάς με δόλια πλάνα και προσωπικά οφέλη από μια δημόσια καταγγελία πως η αυτοδιάθεσή της δεν έγινε σεβαστή. Η θέση του δρώντα και του άμεσου ενδιαφερόμενου της παίρνεται βία και δίνεται σε πολιτικά πρόσωπα στα οποία, ας μη γελιόμαστε, προσδίδονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, ΜΟΝΟ σεναριακά, ιδιότητες, μόνο και μόνο επειδή είμαστε πολύ πολύ καλά σμιλεμένοι από την ίδια την πατριαρχία που μετέτρεψε τον καταγγελλόμενο κακοποιητή. Παιδιά του ίδιου συστήματος που γέννησε την έμφυλη βία. Με λίγα λόγια, δεν την πιστεύουν γιατί η πατριαρχία δεν επιτρέπει να την πιστέψουν. Γιατί είναι γυναίκα. Γιατί καταγγέλλει για να καταστρέψει τον θύτη της. Γιατί το κάνει για να μαθευτεί το όνομά της (ή για να πάρει κανένα ρολάκι, όπως ακούγαμε την περίοδο που έβραζε το MeToo). Γιατί είναι προεκλογική περίοδος. Και τι ανάγκη έχει ο Γεωργούλης να βιάσει.

Και εκείνη τώρα το θυμήθηκε; 

Το «τώρα το θυμήθηκε» και το «γιατί δεν έκανε την καταγγελία όταν συνέβη το περιστατικό», αφενός κρύβουν μια τάση που έχει φέρει μαζί του το ίντερνετ: το κοινό διαβάζει τίτλους, όχι ειδήσεις, καταλήγοντας να χτίζει απόψεις βασισμένες σε τρεις τέσσερις λέξεις, χωρίς ολόκληρη την εικόνα. Η καταγγελία έγινε το 2020, αμέσως μετά το περιστατικό κακοποίησης. Οι βελγικές αρχές έχουν στα χέρια τους και ιατρικά στοιχεία. Αφετέρου κάνει σαφές πως δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό πως και να είχε καθυστερήσει η καταγγελία τρία χρόνια, θα ήταν απολύτως κατανοητό. Μια γυναίκα καταγγέλλει την κακοποίησή της όταν νιώσει έτοιμη. Μην ξεχνάμε πως οι γυναίκες τα τελευταία μόλις χρόνια άρχισαν να βρίσκουν το θάρρος να καταγγέλλουν τις παραβιάσεις της αυτοδιάθεσής τους, να μεταφέρουν το βίωμα του να είσαι γυναίκα και να πορεύεσαι ως γυναίκα σε αυτόν τον κόσμο δημόσια. 

Η περίπτωση της καταγγελίας εις βάρος του Αλέξη Γεωργούλη, ας κάνει όσους το χρειάζεται, να αμφισβητήσουν τα αντανακλαστικά τους κάθε φορά που επιλέγουν να σταθούν με το μέρος του θύτη, αλλά και τους ψηφοφόρους να σκεφτούν λίγο καλύτερα την ψήφο τους. Γιατί γενικώς, όταν δεν μπορείς να βρεις έναν καλό λόγο για τον οποίο ένα όνομα βρήκε τη θέση του σε μια εκλογική λίστα, το μόνο που θα πάρεις είναι ο πολύ σοβαρός λόγος για τον οποίο το είδες να βγαίνει άγαρμπα και σε μια νύχτα.