Σε αντίθεση με το πολυφορεμένο κλισέ, ο θάνατος του Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ δεν σηματοδότησε κανένα «τέλος εποχής» ούτε έκλεισε κάποιον ιστορικό κύκλο. Πολύ απλά διότι η όλη συζήτηση περί μοναρχίας είναι μια συζήτηση που σε αυτή τη γωνία του κόσμου έχει λήξει -τελεία, παύλα, παράγραφος και αλλάζουμε και σελίδα. Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου και η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και της βασιλικής οικογένειας στην ελληνική ιστορία έχουν ήδη κριθεί από τον ελληνικό λαό με το δημοψήφισμα του ‘74, όταν το 69,2% ψήφισε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατία. Πιο σημαντικό όμως και από αυτό, είναι η θέση που έχει καταλάβει το παλάτι στην συλλογική ιστορική μνήμη.

Η συζήτηση, λοιπόν, έχει λήξει για ένα θεσμό που έχει σαπίσει. Επομένως ήταν φαιδρό και μόνο το γεγονός ότι προέκυψε ζήτημα για την ταφή του Γκλύξμπουργκ δημοσία δαπάνη και με τιμές αρχηγού κράτους, ζήτημα το οποίο λύθηκε γρήγορα από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Ναι, κατανοώ ότι αυτά είναι λεπτομέρειες για μια οικογένεια που παρασιτούσε σε βάρος της χώρας και δεν θέλει να πληρώσει ούτε για την κηδεία Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ, όπως είναι λεπτομέρειες και για κάποιους νοσταλγούς της μοναρχίας, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται στην επικράτεια καλτ. Ας αδιαφορήσουμε και για τους μεν και για τους δε. Άλλωστε, ακόμα και από καθαρά νομική σκοπιά να του δούμε, η ελληνική πολιτεία δεν είχε καμία υποχρέωση να υποχωρήσει στις παράλογα αιτήματα για τη ταφή ενός κατόχου διαβατηρίου από τη Δανία – ο Γκλύξμπουργκ δεν είχε ελληνική ιθαγένεια.

Πέρα όμως από τους τύπους υπάρχει και η ουσία: στη Γ’ Ελληνική δημοκρατία δεν υπάρχει χώρος για επίσημες τιμές σε έκπτωτους μονάρχες.

Αυτονόητο είναι επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 5 δεκαετίες από το δημοψήφισμα,  δεν έχει γίνει -και καλώς- προσπάθεια αναθεώρησης του ρόλου και της λειτουργίας της μοναρχίας στην πολιτική ζωή της χώρας ούτε καν μια απόπειρα αισθητικοποίησης και ρομαντικοποίησης της. Στα περίπτερα του Συντάγματος, πλάι στις καρτ ποστάλ από τις Κυκλάδες, τις προτομές του Περικλή και τα τσολιαδάκια, δεν πρόκειται ποτέ να δούμε κούπες με την φάτσα του «Κοκού» ούτε κάποια φωτογραφία του θα γίνει meme, εκτός ίσως από αυτή με τους χουντικούς.

Στο κάτω-κάτω, τι ακριβώς να ρομαντικοποιήσεις; Το σκοτάδι του μετεμφυλιακού κράτους; Τις διώξεις; Τις εξορίες; Το τρίγωνο Παλάτι-Κοινοβούλιο-Στρατός που γέννησε πολιτικά τέρατα; Τη Χούντα; Αυτή ήταν η πιο πρόσφατη συνεισφορά της οικογένειας Γκλύξμπουργκ στην ελληνική ιστορία και το ελληνικό κράτος.

Και όσο συντηρητικό και αν ακούγεται, αυτά τα σχεδόν 50 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, η περίοδος της μεταπολίτευσης, με όλες τις στρεβλώσεις, τις δομικές ανισότητες, τις αυταπάτες και τις ματαιώσεις, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε πετύχει.

Φυσικά θα υπάρχουν και όσοι έχουν άλλη άποψη, όσοι νοσταλγούν βασιλικά πρωτόκολλα και τίτλους, καθώς και εκείνοι που θα αναπολούν χοροεσπερίδες σε χειμερινά και θερινά ανάκτορα καθώς και τα ασπρόμαυρα «επίκαιρα» σε απλή καθαρεύουσα. Ας παραστούν στη νεκρώσιμο ακολουθία. Άλλωστε, αν είναι να πιάσουμε τις σχέσεις της εκκλησίας με το παλάτι, τότε δεν θα μας φτάνουν ούτε τα 130 χρόνια που είχαμε βασιλεία στο νεότερο ελληνικό κράτος.