Όταν πηγαίνεις να δεις την παράσταση ενός δημιουργού με πιστό τηλεοπτικό κοινό, σε απογευματινή Κυριακάτικη παράσταση, σε ένα μεγάλο θέατρο, όπως το Ήβη, κατάμεστο, αντιλαμβάνεσαι πως το κοινό θα είναι τόσο ετερόκλητο, που η ποιότητά του αυτή θα μαρτυρά και τον βαθμό αποδοχής που στοχεύει να λάβει το ίδιο το έργο. Έχοντας αφομοιώσει αυτές τις συνειδητοποιήσεις ήδη από τη στιγμή που πάρκαρα, βρήκα τη θέση μου στο κοινό της παράστασης «42497» του Γιώργου Καπουτζίδη γνωρίζοντας ήδη που οι θεατές στις διπλανές θέσεις με εμένα είναι έτοιμοι να παραδοθούν σε μια εμπειρία που τους είναι οικεία. Γνώριζα πως όσο καλή, μέτρια ή κακή κι αν είναι η παράσταση που θα έβλεπαν, οι άνθρωποι γύρω μου είχαν πλήρη συνειδητότητα. Ήξεραν τι θα έβλεπαν, πώς θα σερβιριζόταν, τι θα ένιωθαν. Ήξεραν τον λόγο που κάθονταν στις ίδιες ακριβώς θέσεις. Σε τι αποσκοπούσαν. Όλοι εκτός από έναν, που κατέληξε να σώζει στα μάτια των λιγότερο φανατικών του Γιώργου Καπουτζίδη, μια παράσταση από εκείνες για τις οποίες δεν θα πιέσεις κιόλας τους φίλους σου να μη χάσουν.

Σε ένα δυστοπικό πλαίσιο, όπου οι άνθρωποι για να επιβιώσουν ζουν κάτω από την επιφάνεια της Γης, σε αυστηρές κοινότητες, σε πλήρη ομοιομορφία με τις κόκκινες φόρμες τους, με πλήρη υπακοή σε ένα σύστημα που προσπαθεί να τους «σώσει», τερματίζοντας τη ζωή όποιων έχουν ξεπεράσει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, μια ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να διαχειριστεί την πλήρη ανομοιομορφία από την οποία χαρακτηρίζεται πυρηνικά, ούτως ή άλλως, η ανθρωπότητα ούτως ή άλλως. Δεν έχουν ονόματα. Είναι αριθμοί. Μένουν σε κυψέλες, σε μικρότερη κλίμακα διοικούνται από μια αρχηγό που ορίζει «τα προβλεπόμενα» και η οποία έχει φτιάξει τη μικρή της κλίκα επιβολής εξουσίας, με μέσο τον τραμπουκισμό και τη βία. Ανάμεσά τους και μια ηλικιωμένη γυναίκα (Κατιάνα Μπαλανίκα), που είχε ακόμα μνήμες για το πώς είναι να ζεις στη Γη που εμείς ξέρουμε σήμερα, και που γνώριζε καλά πως θα ήταν η επόμενη που θα πάει για «τερματισμό», αλλά και ένας ρομαντικός, που δεν αντιλαμβανόταν τα «προβλεπόμενα», γιατί το ένστικτό του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε δει τίποτα άλλο πέραν αυτών των κυψελών, του έλεγε πως τίποτα εκεί κάτω δεν βγάζει νόημα.

Πρόκειται για ένα έργο με εμφανείς αναφορές στην πανδημία και την πρωτοφανή απομόνωση και ρομποτική καθημερινότητα που μας επέβαλε. Μια υπόθεση που από τη μια σε κάνει να τρομάζεις για το μέλλον, για τα λάθη σου, να νιώθεις τύψεις που ήσουν κομμάτι της γενιάς που έφτασε τους χαρακτήρες της παράστασης εκεί, αλλά και να εκτιμάς, σαν μωρό παιδί, κάθε τι ψηλαφητό υπάρχει γύρω σου, στην τετριμμένη καθημερινότητά σου. Οι άνθρωποι των κυψελών του Καπουτζίδη, δεν αγγίζονταν, γιατί αυτό όριζαν τα «προβλεπόμενα» και εσύ ένιωθες την ανάγκη να σφίξεις το χέρι του διπλανού σου, διερωτώμενος γιατί δεν εκμεταλλευόμαστε περισσότερο το δικαίωμά μας στην αφή, στην αγκαλιά, στο χάδι. Σαν παιδιά που μαγεύονται από θερμότητα του ανθρώπινου σώματος.

Στο έργο βλέπεις ενήλικες να ανακαλύπτουν τη μαγεία του να είσαι ζωντανός για πρώτη φορά, μέσα στο πιο μινιμαλιστικό, απόκοσμο πλαίσιο. Μέσα σε απαγορεύσεις και τιμωρίες, απειλές τερματισμού της ζωής τους και τον βαθύ φόβο, που ουσιαστικά είναι γνώση, πως δεν υπάρχει νόημα πίσω από την ύπαρξής τους, πως δεν υπάρχει περίπτωση να βγουν ποτέ στην επιφάνεια της γης, να δουν τη θάλασσα, να φάνε παγωτό ή κεράσια. Τα δεδομένα, τα καθημερινά, τα πεζά και τα αυτονόητα ξανασυστήνονται σε ένα κοινό του 2022, που μετά από δυο χρόνια απόλυτης τριβής με τη χλωρίνη, τη χειρουργική μάσκα και την απαγόρευση σαν τρόπο να ζεις πια, παίρνουν υπερδυνάμεις, λίγη μαγεία, αρκετή ευγνωμοσύνη. Τόση που νιώθεις πως ο αέρας στα πνευμόνια σου είναι πολύς. Πιο πολύς από όσο αντέχεις. Ευτυχία δεν το λένε αυτό;

Αυτά είναι τα μοναδικά θετικά -μπορεί να μην είναι και λίγα- που μπορεί να βρει κανείς σε μια παράσταση με διαλόγους εξαιρετικά απλούς, νοήματα προφανή, μερικές ερμηνείες που μπορεί να θύμισαν παιδική παράσταση (αν εξαιρέσεις τους Γκοτσόπουλο, Συριόπουλο και Σαββάκη που ήταν εξαιρετικοί, αλλά και την Κατιάνα Μπαλανίκα, στην οποία δόθηκαν οι πιο σαρκαστικές ατάκες, τόσο ευφυϊείς που έμοιαζαν ακόμα και σαν δικές της αυθόρμητες αντιδράσεις), αλλά και μια αμήχανη απόσταση από το θέατρο σαν concept λόγω των χειλοφώνων που αναγκάζονταν να φορούν οι ηθοποιοί, προφανώς για πρακτικούς λόγους.

Ή μάλλον αυτό θα ήταν, αν σε μια σκηνή, στην οποία δυο χαρακτήρες φιλιούνται στο στόμα, ανακαλύπτοντας κάτι ανώτερο και του παγωτού και των κερασιών και της θάλασσας (ενδεχομένως), δεν ακουγόταν μπροστά μου ένας κύριος, εμφανώς σοκαρισμένος από το θέαμα, να αναφωνεί «απαράδεκτο» τέσσερις συνεχόμενες φορές. Η αμηχανία της συνοδού του εξέφρασε με τον πιο ακριβή τρόπο την αντίδραση του κοινού σε αυτή την κυριολεκτική και συνάμα μεταφορική παραφωνία. Τελικά το κοινό ήταν τόσο ετερόκλητο που μερικοί από τους θεατές δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πώς ο σκηνοθέτης της παράστασης την οποία πλήρωσαν να δουν προσπαθεί να προσδέσει στην άμαξα του inclusivity ένα κοινό μαζικό, αλλά πρόθυμο να σεβαστεί την πρόθεσή του. Το πόσο αποφασισμένος είναι να ενσωματώσει σε όσα δημιουργεί αυτά τα οποία πρεσβεύει με τον δημόσιο λόγο του. Τελικά, βρέθηκε ένας ομοφοβικός ανάμεσα σε θεατές που έκλαιγαν συγκινημένοι να αντιδράσει στο αυτονόητο: σε δυο ερωτευμένα πλάσματα που δίνουν το πρώτο τους φιλί, μη μπορώντας να αντιληφθεί πως το φύλο τους είναι δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση μπροστά στο μικρό θαύμα του μη αμφισβητίσιμου πρώτου έρωτα. Οι δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις σε μια παράσταση, συζητιώνται στο ποτό μετά. Όχι τη στιγμή που εξελίσσεται η σκηνή. 

Ευτυχώς ήταν ένας. Σε ένα θέατρο γεμάτο. Ανάμεσα σε ανθρώπους που έκλαιγαν συγκινημένοι και διάτρητοι. Αναπολογητικά.