«Αύριο καλύτερα. Σήμερα έχω ψ». Αυτό το σχεδόν κανόνισμα έκανα σήμερα με φίλο που κάνει ψυχοθεραπεία τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Ίσως είμαι κακή φίλη, κακός άνθρωπος ή απλώς φτωχή σε συναισθηματική ευφυία. Αλλά στ’αλήθεια δεν ρώτησα πώς πάει η ψυχοθεραπεία του. Αν τα βρίσκει με τον ψυχοθερεπευτή του. Ίσως είναι ψυχοθεραπεύτρια. Ούτε αυτό το ρώτησα. Αν νιώθει πως αυτή η πενηντάευρη ταρίφα πιάνει τα λεφτά της. Αν έχει μπει στα βαθιά, έτοιμος για τα δύσκολα ή αν συζητάει πιο «εύκολα» θέματα. Λογικά θα μου έλεγε πως δεν υπάρχουν εύκολα θέματα για ένα τόσο εγωκεντρικό ον όπως ο άνθρωπος. Δεν ρώτησα τίποτα από όλα αυτά. Μόνο τι ακριβώς νιώθει όταν αντί για «ψυχολόγο» λέει απλώς «ψ».
Πλέον η επίσκεψη στον ψυχολόγο -με εξαίρεση μερικές δικαιωματικά boomer με τα δίκια τους υποστάσεις που ξεμπερδεύουν με ένα προβληματικό μα και ειλικρινές «έχω τον πνευματικό μου»- όχι απλώς δεν είναι «ταμπού». Είναι κάτι σαν υποχρέωση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη στις μέρες μας πως ενδιαφέρεσαι για το χιλιοταλαιπωρημένο concept «αυτογνωσία», από το να έχεις βρει έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας με τον οποίο να καταφέρνεις να βάλεις τα πράγματα σε μια σειρά. Η ψυχοθεραπεία δεν είναι πανάκεια. Αυτό το θεωρούμε αυτονόητο. Μάλλον δεν είναι. Η σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου είναι εύθραυστη, ειδικά όταν ο θεραπευόμενος δεν μένει συνεπής στην επίσκεψή του για να καταφέρει να συντάξει τις δυνάμεις του, την εργαλειοθήκη του, σε αυτό το χάος. Ναι, τη ζωή λέω. Παρά μόνο να έχει μια απάντηση σε κάθε “μάχη” στις διαπροσωπικές σχέσεις, θεωρώντας πως το “εγώ κάνω ψυχοθεραπεία” είναι το ρουά ματ των διαφωνιών.
Τοξικότητα, όρια, παραβιαστική συμπεριφορά, είναι μερικές από τις λέξεις που ακούμε πια καθημερινά. Μερικοί με αμηχανία, αν και τις έχουμε δεχτεί και εμείς από την απέναντι πολυθρόνα στο γραφείο ενός ψυχολόγου. Και ενώ αυτές οι λέξεις που μπορούν να σου μαρτυρήσουν σε λίγα μόλις γράμματα πως ο συνομιλητής σου κάνει ψυχοθεραπεία (ή έχει ξεφυλλίσει κανένα βιβλίο εκλαϊκευμένης ψυχολογίας ή έστω έχει σκρολάρει στο προφίλ κανενός ψυχολόγου στο Instagram), η ίδια η λέξη, όχι μόνο δεν ακούγεται, παρά μόνο κουτσουρεύεται και μένει λειψή, με όλα της τα γράμματα να κρέμονται από ένα τσιγκέλι: «ναι, πηγαίνω σε ψ». Πηγαίνουμε σε ψυχολόγους, αλλά φοβόμαστε να πούμε όλη τη λέξη; Τι σόι καμουφλαρισμένο τέως ταμπού είναι αυτό;
«Έλα ντε», μου απάντησε ο φίλος όταν το ρώτησα πώς νιώθει όταν λέει «ψ» τον γ*μένο ψυχολόγο. «Νομίζω είναι ένα συνθηματικό. Σαν να είμαστε μέλη ενός μυστικού cult. Μια χαζή, έμμεση ντροπή, αντί να πεις ψυχολόγος», μου απάντησε όσο ευχαριστούσα το σύμπαν που δεν μπήκε σε θέση άμυνας. Δεν είχα όρεξη για passive aggressive αντιδράσεις. Ευτυχώς δεν κινδυνεύεις από τέτοια με συνομιλητές που μπορούν να θέσουν ακόμα και τους εαυτούς τους στη μεγάλη εικόνα. Έστω για χάρη μιας συζήτησης. Του απάντησα πως ψιλιαζόμουν πως για κάτι τέτοιο πρόκειται. Καλύτερα να «χτυπήσεις» τον αδιάκριτο με ένα φασέικο «ψ», να χαθεί στην αποτροπή της φασείλας και να ξεχάσει κάθε σοβαρή και χαζή ερώτηση που θα σου έκανε για την πορεία της ψυχοθεραπείας σου (μεταξύ μας, πρόκειται για ερωτήσεις αντίστοιχης ματαιότητας με εκείνες για τη σημασία των τατουάζ σου) και να ξεχαστεί το ότι πηγαίνεις σε ψυχολόγο καν. Συγχαρητήρια, μόλις βάλατε το ταμπού σας σε ένα τολμηρό, woke περιτύλιγμα. Έχετε ταλέντο στο sugarcoating.
«Είναι χαζό να ντρέπεσαι για κάτι που καταναλώνεται πια σαν τις σοκολάτες», μου είπε ο φίλος, μάλλον μιλώντας στον εαυτό του. Είναι πράγματι λυπηρό να βρίσκεις τη λέξη ψυχολόγος τόσο αβάσταχτα βαριά. Παράλληλα εγώ, σκεφτόμουν πως η εξήγηση «ταμπού» φοριέται στα πάντα και ας μη γελιόμαστε, επεξηγηματικό εργαλείο που κολλάει παντού, δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Ίσως το «ψ» σημαίνει πως η ψυχοθεραπεία έχει γίνει τόσο mainstream, έχει μπει με τόση φόρα στη λίστα με τις «διεξόδους» μας, που το να την αναφέρεις με όλα της τα γράμματα στη σειρά δημιουργεί μια απόσταση από το φαινόμενο. Σαν την κόκα κόλα, που για τους φαν έγινε «κόλα». Το «ψ» ίσως να υπονοεί πως είμαστε πλέον τόσο εξοικειωμένοι, πως το άκουσμα του συμφώνου είναι τόσο γρήγορα μεταβολίσιμο από το υποσυνείδητο, που καλησπέρα, «ποιος λέει ολόκληρη τη λέξη ψυχολόγος πια;». Όλοι έχουμε από έναν.
Σε γρήγορη προσγείωση στην ελληνική αμήχανα διχασμένη ανάμεσα στο τώρα και το χθες πραγματικότητα, διάβασα τη δήλωση κάποιου που έλεγε πως το μποξ είναι η ψυχοθεραπεία του. Τελικά, οι άνθρωποι ακόμα δεν σκέφτονται πως ξέρεις τι άλλο θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ψυχοθεραπεία για εκείνους; Η ψυχοθεραπεία. Ξαναγυρνάμε στην εξήγηση του ταμπού. Ή και όχι. Έναν «ψ» να έχουμε, αδερφέ.