Υπάρχει κάτι στην κακοποίηση των ζώων που έρχεται να επιβεβαιώσει έναν οριακά πια εδραιωμένο φόβο: δεν χωράει η αθωότητα σε αυτό τον κόσμο. Στην επικαιρότητα των τελευταίων χρόνων, μέσα στον θάνατο που μετουσιώθηκε σε μια χαλαρή καθημερινή ενημέρωση, μέσα στην αποστασιοποίηση και τη σταδιακή απομάκρυνση, μέσα σε δολοφονίες παιδιών, σε πολέμους που θεωρούσαμε πως δεν έχουν χώρο στη σύγχρονη διεθνή “πίτα”, σε βιασμούς ανηλίκων, σε γυναικοκτονίες πλασμάτων που δεν γνώρισαν υγεία σε σχέσεις και έρωτες, οι κακοποιήσεις ζώων έρχονται σαν προσποιητή παραφωνία. Στην πραγματικότητα, δεν είναι. Είναι απλώς η σφραγίδα της σκληρότητας την οποία καλούμαστε να συνηθίσουμε από τα πρώτα μας χρόνια. Από τις πρώτες φορές που είδαμε έναν θαμώνα ταβέρνας να κλωτσά το γατί της περιοχής που παρακαλούσε για ένα ψαροκόκκαλο. Από εκείνες τις φορές που το εκνευρισμένο δάγκωμα των χειλιών των γονιών μας δεν μετουσιώθηκε σε κάτι άλλο και παρέμεινε σταθερή σιωπή και όχι παρατήρηση στον τραμπούκο του διπλανού τραπεζιού.  

Το βίντεο ενός γαϊδουριού, που δεμένο σε ένα αγροτικό, σύρθηκε για χιλιόμετρα, στο Γραμμένο ήρθε και ξύπνησε όλες εκείνες τις άδικες σιωπές, εξόργησε, αλλά και πόνεσε βαθιά. Ξέρετε, από τα σχόλια χρηστών που εύχονται “θάνατο” στον -τέως- αντιδήμαρχο που με απίστευτες στα όρια του σουρεαλισμού δικαιολογίες προσπαθεί να πείσει πως ό,τι έκανε στο ζώο το έκανε από αγάπη, αυτά που πονούν περισσότερο αυτόν που έχει αποφύγει τις φωτογραφίες από το περιστατικό και τις τρομακτικές του λεπτομέρειες (πως ας πούμε στον δρόμο έμεινε μια λωρίδα αίματος -απόδειξη του για πόση ώρα και με πόση βαναυσότητα αυτό το πλάσμα υπέφερε δεμένο και ανύμπορο) είναι τα πιο απλά. Κάτι και καλά απλοϊκά “ψυχούλα μου τι έφταιξες” που μαζί με τον κυνισμό μας ξυπνούν και την πιο βαθιά και θλιβερή μας συγκίνηση. Αυτά είναι τα σχόλια που κάνουν ακόμα πιο απλό ένα περιστατικό που για μερικούς εκεί έξω σημαίνει απλώς “μια ακόμα μέρα σε ένα χωριό της Ελλάδας”. Ένα ζώο κακοποιήθηκε με τον κακοποιό να μην αντιλαμβάνεται καν τη βιαιότητα και το ασυγχώρητο της πράξης του. Πως θα έρθει μια μέρα που δεν θα τον χωρά αυτός ο κόσμος. Όπως δεν θα χωρά όποιον θεωρεί πως τα ζώα οφείλουν να είναι φυσικοί αποδέκτες τέτοιας βαναυσότητας. 

Το γαϊδουράκι, που αρνούμαι να αποκαλέσω “άτυχο”, μιας και δεν είναι θέμα τύχης ή ατυχίας το αν θα πέσει ένα ζώο στα χέρια ενός κακοποιητή, αλλά ζήτημα παιδείας και ψυχικής υγείας (ας το πούμε πια. Άνθρωποι που είναι ικανοί για τόσο πόνο σε ένα ζώο, είναι ικανοί για πολύ χειρότερα πράγματα), προχώρησε σε ευθανασία, σύμφωνα με τις οδηγίες των κτηνιάτρων που το εξέτασαν. Το ζώο έφερε βαθιά, εκτεταμμένα τραύματα, παρουσίαζε υποθερμία και είχε προβλήματα με την αναπνοή του. “Υπέφερε” όπως λένε οι κτηνίατροι στον δικό τους κώδικα, όταν προσπαθούν να κάνουν τα σύνθετα απλά για να μην ταλαιπωρείται ένα ζώο. Το γαϊδουράκι θανατώθηκε, σε κάθε περίπτωση, αφού είχε διαπιστωθεί και ένα κάταγμα στο πόδι του, αλλά και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης του ίδιου, όπως και τον άλλων ζώων του κακοποιητή του. 

Αυτό που μένει, σαν απόσταγμα όλων αυτών μαζεμένων παθολογιών, πέραν του πως όσα φοβόμαστε για το πώς πια πορευόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, στριμωγμένοι σε πανοπλίες που κρατούν το συναίσθημα, το δέσιμο και αυτό το “πόνεμα” μακριά μας, γιατί δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε, είναι αυτή η τραγική, με χρονοκαθυστέρηση αντίδραση. Αυτή η επιβεβαιωμένα καταστροφική μας πίστη στη σιωπή, που περιμένει το τραγικό συμβάν για να μετατραπεί σε κραυγή. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, ίσως και ψηφοφόροι, ίσως και καθημερινοί “καλημεράκιδες” που με το αίμα του ζώου νωπό στην άσφαλτο (πόσο τραγική κυριολεξία) αποφάσισαν να μιλήσουν για τη βαναυσότητά του απέναντι στα ζώα του που επαναλμβάνει και επαναλαμβάνει σαν να έχει κολλήσει η βελόνα στην υποτίμηση της συλλογικής νοημοσύνης πως “αν δεν αγαπούσε δεν θα είχε”. Πόσο θα σκέφτονται πως πλέον είναι αργά; Πόσο θα έχουν σιχαθεί αυτή την επιβολή της σιωπής στους δρόμους του χωριού; Μια σιωπή βέβαια τόσο κοινή και στα μπαλκόνια της πόλης, που σκυλιά μένουν δεμένα και βρώμικα για μέρες. Πότε θα γίνει πια αδύνατον το να συνεχίζουμε να δαγκώνουμε τα χείλη μας μπροστά στο έγκλημα που “δεν σοκάρει”;