Δώδεκα γυναικοκτονίες μετρά από την αρχή της χρονιάς η χώρα που αρνείται τη βαριά σκιά της πατριαρχίας και γυρνά το βλέμμα αλλού όταν πρόκειται για ζητήματα έμφυλης βίας. Μια 17χρονη βρέθηκε νεκρή στο Περιστέρι με τις αρχές να αναζητούν τον σύντροφό της ως βασικό ύποπτο, με τους συγκατοίκους του να λένε πως πήρε μια βαλίτσα και έφυγε. Η κοπέλα, σύμφωνα με πληροφορίες, βρέθηκε ημίγυμνη στο κρεβάτι της, με μώλωπες σε όλο της το σώμα. Η γειτόνισσά της δήλωσε πως το βράδυ άκουσε φωνές από το διαμέρισμα, αλλά υπέθεσε πως “θα είναι παρέα”. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς κοιμάται κανείς ήσυχος ακούγοντας μια γυναίκα να φωνάζει σε κοντινό διαμέρισμα και δεν είμαστε εδώ για να κατηγορήσουμε ούτε τη γειτόνισσα, ούτε κάθε γείτονα κάθε κακοποιημένου πλάσματος εκεί έξω. Η γυναίκα είπε πως είδε κόσμο και κατάλαβε πως η κοπέλα μάλλον έχει καλεσμένους τι πιο ανθρώπινο. Αλλά δεν μπορούμε να βγάλουμε από το μυαλό μας αυτή τη βολική άγνοια που είναι επίκτητη και που υιοθετούμε όλοι στα δύσκολα.

Το αφήγημα είναι τόσο γνωστό και επαναλαμβανόμενο που πλέον προκαλεί οργή. Μετά από κάθε γυναικοκτονία βρίσκεται κάποιος να μιλήσει για ένα “πολύ ήσυχο ζευγάρι”. Για έναν γυναικοκτόνο που “ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα”. Έπειτα μαθαίνουμε για τη μικρή και μεγάλη κόλαση που ζούσαν πολλά από τα θύματα αυτών των εγκλημάτων. Την ενδοοικογενειακή βία, τη σωματική κακοποίηση, την ψυχολογική κακοποίηση. Τον φόβο με τον οποίο επέστρεφαν στο σπίτι τους, ξέροντας ότι τους περιμένουν ώρες ολόκληρες με τον κακοποιητή τους, που κατά τα άλλα, τις αγαπά. Με τον πιο τοξικό τρόπο.

“Ήταν η κακιά η ώρα. Έλειπα, δεν πρόλαβα. Συνέβαινε για αρκετά χρόνια. Το φταίξιμο είναι και δικό μας, γιατί δεν είχαμε πάρει τα απαραίτητα μέτρα και ήταν πολύ μεγάλο λάθος μας αυτό. Το συζητούσαμε με τη μάνα μου. Γύριζε στο σπίτι με τον φόβο μετά τη δουλειά και τώρα αυτή την περίοδο έκανε δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Κι εγώ δεν ήμουν εδώ. Είχαμε επικοινωνία με τον πατέρα μου, απλά ήταν άνθρωπος που με την πάροδο του χρόνου η συμπεριφορά του χειροτέρευε”. Αυτό δήλωσε ο γιος της 40χρονης στη Ζάκυνθο, που ξυλοκοπήθηκε και μαχαιρώθηκε από τον σύζυγό της. Ένα παιδί που μέσα στο πένθος του, καλείται να ζει με την ενοχή ότι δεν πρόλαβε, δεν έκανε κάτι και πιθανότατα αυτό θα είναι ένα τραύμα που θα κουβαλά μαζί με την απώλεια. Αλλά πού ακριβώς τελειώνει η ευθύνη του “να κάνω κάτι”; Στα όρια του ενός σπιτιού από το άλλο; Στην περίπτωση της Ζακύνθου, η γυναίκα είχε καταγγείλει τουλάχιστον μια φορά τον σύζυγο -και δολοφόνο της τελικά- για ενδοοικογενειακή βία. Οι γείτονες πού ήταν; Τι έκαναν; Πώς ζούσαν με τη βία δίπλα τους, με μια φοβισμένη και κακοποιημένη γυναίκα λίγα βήματα μακριά; Πόσες αντοχές έχει αυτό το “κοίτα τη δουλειά σου” τελικά;

Δεν πρόκειται για δηλία. Ούτε για εγωισμό ή αδιαφορία. Η σιωπή των γειτόνων μπορεί να είναι η αμηχανία του φόβου της αποτυχίας. Του αδιεξόδου του πώς ακριβώς μπορείς να βοηθήσεις έναν ενήλικο που δεν αποζητά ο ίδιος διαφυγή από την ίδια του την κόλαση. Ενδέχεται να είναι και άρνηση της πραγματικότητας. Άρνηση πως κάποιος δίπλα μας, κάποιος που μας χαμογελά στον δρόμο και μας λέει “καλημέρα” είναι θύμα λίγες ανάσες μακριά μας. Πως ο γείτονας που “ποτέ δεν έχει δώσει κανένα δικαίωμα” δεν είναι ούτε ήσυχος ούτε καλός άνθρωπος, αλλά ένας κακοποιητής που επιβάλλει την “ησυχία” με τη βία του. Στη ρεαλιστική πλευρά του νομίσματος, όμως, ο σιωπηλός γείτονας είναι συνένοχος. Παρά τις προθέσεις και τους λόγους που τον αφήνουν στο βολικό προνόμιο της σιωπής και την ησυχίας να κοιτάξει “τη δουλίτσα του” και να μη “μπλέξει”. Έρμαιο των πολλές φορές εξίσου φοβισμένων αγαπημένων του που του λένε “μην ανακατεύεσαι”.

Όχι πολύ μακριά, τον περασμένο Νοέμβριο, μια γυναίκα και η κόρη της κατάφεραν να ξεφύγουν από τον βίαιο σύντροφο/πατέρα με τη βοήθεια των γειτόνων. Η συγκινητική αλληλεγγύη τους, που τις προστάτεψαν μέχρι να έρθει η αστυνομία και να φροντίσει πως ο άντρας θα μάζευε τα πράγματά του και θα έφευγε για πάντα, δεν θα έπρεπε να είναι η καλή είδηση της ημέρας. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Η πιο δεδομένη συμπεριφορά όταν κάποιος ακούει και βλέπει αλλά δεν αντιδρά. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ό,τι κρύβουμε κάτω από το χαλάκι, ό,τι παριστάνουμε πως αγνοούμε, και το σπρώχνουμε βίαια προς το υποσυνείδητο, επιστρέφει. Σκοντάφτουμε πάνω του. Μια μέρα καλούμαστε να απαντήσουμε σε μια ρεπόρτερ αν ακούσαμε φωνές. Αν υπήρχε βία. Και τότε τα βάζουμε με τον χρόνο και με εμάς. Τότε γινόμαστε τα παιδιά που μέσα στον πόνο, λένε “δεν πρόλαβα”. Λες και είναι δουλειά των παιδιών να βάλουν σε σειρά τις ζωές των ενηλίκων.

Τι κάνω αν αντιληφθώ πως σε γειτονικό σπίτι υπάρχει θύμα ενδοοικογενειακής βίας, είτε ενήλικο είτε ανήλικο;

  • Καλείς την Άμεση Δράση (100) και καταγγέλεις το περιστατικό. Μπορείς και ανώνυμα. 
  • Μπορείς να επικοινωνήσεις στην τηλεφωνική γραμμή SOS για γυναίκες-θύματα βίας, 15900 και στην τηλεφωνική γραμμή SOS για παιδιά, 1056.