Η γεύση που αφήνει η αποβολή γαστρικού περιεχομένου είναι πιο έντονη το επόμενο πρωί. Αυτό το κάψιμο στον φάρυγγα και η στυφή, μεταλλική αίσθηση στο στόμα δεν λέει να υποχωρήσει. Ίσως αυτό οφείλεται στην επεξεργασία των δεδομένων που προηγήθηκε το προηγούμενο βράδυ, το απαραίτητο φιλτράρισμα σε συνδυασμό με την ανάλυση των πληροφοριών που έχουμε ως τώρα και η εξαντλητική προσπάθεια για σωστή κατανόηση της πραγματικότητας.
Και η πραγματικότητα είναι μία και είναι ξεκάθαρη: Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο καταδικασμένος σε 12 χρόνια κάθειρξης για βιασμούς 2 ανηλίκων Δημήτρης Λιγνάδης, είναι ελεύθερος. Μία ξαφνική, δίχως την συγκατάθεσή μας βουτιά στο Παράλογο μετά από σπρώξιμο της ελληνικής δικαιοσύνης μας κρατά με το ζόρι κάτω από το νερό και μας κάνει ξεκάθαρο πως, εντός των ελληνικών ορίων, υπάρχουν για τους καταδικασθέντες δύο προορισμοί και κανένας προθάλαμος. Αν ανήκεις στην ελίτ, ανηφορίζεις μέχρι να χτυπήσεις την πόρτα της αθώωσης, έστω και με ελαφρυντικά, αν ανήκεις στους αδύναμους, κατηφορίζεις και παλεύεις με το άδικο που σε τρώει.
Η απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή παρά τη βαριά καταδίκη μας έκανε επίσης ξεκάθαρο ότι, στον κόσμο των ισχυρών, το σύστημα που έχουν οι ίδιοι δημιουργήσει, μπορεί να μετατρέψει την ενοχή σε διέξοδο -προσωρινή, μη προσωρινή, θα δείξει. Ο ένοχος Δημήτρης Λιγνάδης, μέχρι να φτάσει η υπόθεσή του στο Εφετείο, θα απολαμβάνει μια παράταση ελευθερίας που το 50% αποτελείται από κυνισμό και το άλλο 50% από αλαζονεία. Μια απόφαση ντροπιαστική, μια απόφαση που ενώ στην αρχή έμοιαζε με βέλος, στην πορεία εκείνο έχασε την αιχμή του.
Τη γλιτώνεις(;) ενώ έχεις καταδικαστεί. Μια σουρεαλιστική παράσταση που ούτε ο ίδιος ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν μπορούσε να φανταστεί βρίσκεται σε εξέλιξη. Η κορτιζόλη του στρες για το αν θα κριθεί ένοχος έδωσε τη θέση της στην αδρεναλίνη της «νίκης». Πόσο δυνατός, πόσο ικανοποιημένος μπορεί να νιώθει κάποιος που κοιμάται στην κρεβατοκάμαρά του ενώ είναι και επίσημα ένοχος; Πόσο τονώνεται το αίσθημα της ανωτερότητας και πόσο εξασθενεί αυτό του δικαίου;
Το επιλεκτικό κλείσιμο του ματιού και ο ανισότητα, βέβαια, χαρακτηρίζουν αυτή τη χώρα. Έχουμε μια τάση στο να προκαλούμε σοκ ενώ έχει προηγηθεί το αυτονόητο, που στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η καταδίκη του βιαστή (ή του κοσμηματοπώλη στην περίπτωση του Ζακ). Η απόφαση και οι αντιθέσεις που προέκυψαν μετά την αναστολή μοιάζει με παραφωνία ενός επαγγελματία αοιδού: δεν γίνεται, δεν πάει έτσι, κάτι λάθος έγινε, κάτι δεν κολλάει. Πώς γίνεται να αφήνεται ελεύθερος κάποιος με ποινή 12 χρόνων; Πώς γίνεται να αφήνεται ελεύθερος ένας βιαστής και ποιος μας διαβεβαιώνει ότι στο επόμενο διάστημα δεν θα διαπράξει επιπλέον εγκλήματα; Πώς αφήνεται ελεύθερος ένας άνθρωπος που μόλις έγιναν γνωστές οι πράξεις του, ο κύκλος του προσπάθησε να μετριάσει την σημαντικότητά τους ή και να απορροφήσει πλήρως τον θόρυβο που προκλήθηκε;
Με κάθε επισημότητα, λοιπόν, μας τρίβουν στη μούρη πως δεν υπάρχει καμία διάθεση να προστατευτούν τα θύματά του αλλά ούτε και τα άτομα που δεν έχουν μιλήσει αλλά επιθυμούν να μιλήσουν για τις κακοποιητικές συμπεριφορές που έχουν υποστεί. Με κάθε επισημότητα, είμαστε αναπόδραστα καταδικασμένοι να βλέπουμε τους ισχυρούς να επιβάλλουν τη δύναμή τους. Με κάθε επισημότητα, το άκρο άωτον την ατιμωρησίας και της μη δίκαιης μεταχείρισης γίνεται συνήθεια. Με κάθε επισημότητα, οι καταδικασμένοι είμαστε εμείς, όχι ο Δημήτρης Λιγνάδης.