Ανοίγεις το κινητό σου, διαβάζεις τις τελευταίες εξελίξεις που αφορούν τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη και δίπλα από το δικό του όνομα, βλέπεις και το «23χρονος Αλβανός». Τονίζεται εσκεμμένα η εθνικότητα για να δημιουργηθούν έξτρα εντυπώσεις και για να διαχωρίσουμε τη θέση μας, σε μία ιστορία που από μόνη της είναι μη εύπεπτη. Δεν είναι η πρώτη φορά. Στην αναζήτηση της δικαιοσύνης έχουμε την τάση να γενικεύουμε, να υπερβάλλουμε και να ζητάμε κρεμάλες. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα και όπως πάντα, χάνουμε την ουσία.

Γίνεται παρέκκλιση από τον κύριο, ουτοπικό για κάποιους στόχο, που δεν είναι άλλος από την τήρηση του savoir vivre μεταξύ των οπαδών και μέσα από εκεί δημιουργείται ασυνείδητα ή συνειδητά ένας ακόμα φανατισμός με κύριο συστατικό του το στοιχείο του ρατσισμού. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Στη θέση του φερόμενου ως δράστη, θα μπορούσε να είναι ένας Έλληνας. Στη θέση του 23χρονου Αλβανού, έχουν βρεθεί Έλληνες αν και δικαίωμα στη λήθη έχουν όλοι, αρκεί να βολεύουν οι συγκυρίες.

Παρ’ όλα αυτά, η αποπροσανατολισμένη μας κοινωνία, στην προσπάθειά της να βρει το δρόμο της σκοντάφτει ξανά και ξανά πάνω στα λάθη του παρελθόντος. Αντί να ασχολείται με τη ρίζα του προβλήματος, δίνει σε μία ληστεία ή σε μία δολοφονία πρώτα ένα ρατσιστικό πρόσημο, υποβαθμίζοντας την ίδια την πράξη και το αποτέλεσμά της. «Αλβανός είναι, τι περιμένεις», ακούγαμε τότε, «Αλβανός είναι, τι περιμένεις» ακούμε και τώρα, ακόμα και σε εκπομπές πανελλαδικής εμβέλειας.

Με την ίδια λογική, ο 23χρονος «ανδρώθηκε» στην Ελλάδα, τα ερεθίσματά του είναι στο σύνολό τους γαλανόλευκα, βουτηγμένα σε παρθένο ελαιόλαδο. Και; Όταν φτάνουμε σε μια στυγερή δολοφονία, ακόμα και αν τα κίνητρα είναι οπαδικά, αυτόματα η πράξη παύει να έχει οπαδικό χαρακτήρα. Το αν είσαι ΠΑΟΚ και δολοφονείς έναν Αρειανό, δεν έχει καμία σημασία. Είσαι ένας άνθρωπος που αφαιρεί τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου και προφανώς το ζήτημα είναι πιο βαθύ από το ποια ομάδα υποστηρίζεις τη στιγμή που δέχεσαι τη μαχαιριά ή μπήγεις το μαχαίρι. Το ίδιο συμβαίνει και με την εθνικότητα. Η δίψα για επιβολή με κάθε κόστος δεν πηγάζει από τον τόπο καταγωγής σου και το χρώμα των ματιών σου.

Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι το πώς γίνεται η συντήρηση αυτών των συμπεριφορών, πώς ένας 23χρονος θεωρεί λογικό να μαχαιρώνει έναν 19χρονο, πώς τα κατώτερα στρώματα γίνονται πρωταγωνιστές αρνητικών καταστάσεων με τις ευλογίες των ατόμων που τα χειραγωγούν. Το πώς η αστυνομία, ενώ γνώριζε για το παρελθόν του φερόμενου ως δράστη, ο οποίος μάλιστα φέρεται να συμμετείχε σε παρόμοιο επεισόδιο πριν από τρία χρόνια και ενώ είχε βρεθεί και στη γνωστή πια «αερογέφυρα» του Βόλου, εξακολουθούσε να δρα ανενόχλητος. Υπάρχει φωτογραφία από αυτόν τον ανεπανάληπτο τελικό μεταξύ του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ με τον ίδιο να κρατά μαχαίρι, δε γίνεται να πέφτουμε από τα σύννεφα, απλά δε γίνεται.

Δεν δίνουμε βάση στις παθογένειες του συστήματός μας, αλλά ψάχνουμε και επικεντρωνόμαστε σε μεμονωμένα περιστατικά, κάπως επιλεκτικά και μόνο όταν υπάρχει θάνατος. Υπάρχουν αμέτρητες φορές που από τύχη ή λόγω της εξαιρετικής ακρίβειας του δράστη που ήθελε να προκαλέσει κακό και όχι να σκοτώσει δεν θρηνήσαμε θύματα. Αυτές οι περιπτώσεις, λοιπόν, που στην ουσία έστρωσαν το δρόμο για τη δολοφονία του Άλκη, πώς διαχειρίστηκαν; 

Δεν είναι ο «Αλβανός», παιδιά, είναι η κοινωνία μας που επιτρέπει στον κάθε 23χρονο να αφαιρεί ζωές με την «ιδιότητα» του οπαδού και αυτό γιατί, εμείς οι ίδιοι, δεν θέλουμε να κοιτάξουμε κάτω από αυτόν τον μανδύα. Μας βολεύει να εξετάζουμε το κάθε πρόβλημα επιφανειακά διότι είναι εύκολο να τα ρίχνεις στις φανέλες και στις εθνικότητες, είναι όμως δύσκολο να τα ρίχνεις στο άτομο που βλέπεις στον καθρέφτη.