Στα δυο γεμάτα χρόνια πανδημίας, το περασμένο Σάββατο ήταν η πρώτη φορά που είπα όχι σε έξοδο για ποτό. Ποτό απογευματινό, ούτε βραδινό, ούτε πολλά υποσχόμενο. Όχι επειδή βαριόμουν, όχι επειδή έχω εθιστεί στο binging μιας σειράς, όχι γιατί είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Είπα όχι λόγω πανδημίας. Ξαφνικά, με κάποια χρονοκαθυστέρηση, το να κάτσω στο μπαρ, να πάρω το ποτό μου από το χέρι της κοπέλας μέσα από το μπαρ, να αγγίξω το ποτό ώστε να το φέρω πιο κοντά στην παρέα μου, μου φάνηκαν δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Ακατόρθωτα σχεδόν. Μιλάμε για τις επιπτώσεις της πανδημίας στη ζωή μας στο διάκενο ανάμεσα σε αρρωστοφοβία και δίψα για ζωή, αλλά έχουμε φτάσει σε ένα σημείο πολύ μακριά από την απλή καταγραφή αλλαγών και εμμονών.

Τις προάλλες παρακολουθούσα τον «Απόστρατο» στην EΡΤ3. Σε μια σκηνή, ο πρωταγωνιστής και οι φίλοι του παρτάρουν σε ένα club, για την αλλαγή της χρονιάς ή κάτι τέτοιο. Πρόσεξες τις λέξεις «πάρταραν» και «αλλαγή χρονιάς»; Μήπως τη λέξη “club”; Αλήθεια, πώς βγαίναμε πριν δυο χρόνια; Δεν είναι ότι ανακαλώ, αλλά τρομάζω. Δεν είναι ότι περνούν σκηνές από το μυαλό μου και τρομάζω, είναι το χειρότερο: δεν θυμάμαι καν. Στα 30.000 κρούσματα ημερησίως ό,τι είχα να λέω στα εγγόνια σας για τις εξόδους μας προ πανδημίας, έχουν πια γίνει θολές μνήμες, που τις μισές φορές μπερδεύω με αποκυήματα της φαντασίας μου.

Όσο πιο πολλοί, τόσο το καλύτερο, σπρωξίματα από το γέλιο, περιπαιχτικά φιλιά στο μάγουλο, το ποτήρι από χέρι σε χέρι, «δικό σου είναι αυτό το νερό;», «όχι, δικό μου», «έχει σημασία;», εκτός προγράμματος αγκαλιές σε αγνώστους, γιατί κάποιος ατσούμπαλος περνά ανάμεσα στο πλήθος, ψάχνοντας την τουαλέτα, το small talk στην ουρά της, στρίψιμο τσιγάρων με χέρια που έχουν να πλυθούν ώρα, χέρια που έχουν αγγίξει άλλα χέρια, άλλα σκαμπό, άλλα ποτήρια, το αδέσποτο γατί που ταΐζουν οι σερβιτόροι και που το μπαρ είναι πιο σπίτι του από ό,τι δικό σου.

Δεν ξέρω αν και πότε θα καταφέρουμε να ξανακάνουμε μια αυθόρμητη μεθυσμένη αγκαλιά, πότε θα έρθει να μας μιλήσει ένας άγνωστος και δεν θα υπολογίζουμε πού τελειώνει ο χώρος του και πού αρχίζει ο δικός μας. 

Πριν δυο χρόνια, αυτά τα μικρά κομμάτια του παζλ «ένα χαλαρό ποτό που μπορεί να μετατραπεί σε σύμπαν αμέτρητων δυνατοτήτων», ήταν δεδομένα, σχεδόν αόρατα. Σήμερα ισορροπούν ανάμεσα στον μικροβιόφοβο και τη νοσταλγία. Τον πρώτο καιρό της πανδημίας και όσο ζούσαμε αυτόν τον επαναλαμβανόμενο, αμήχανο αποχαιρετισμό στην εστίαση, αυτές οι μικρές στιγμές έγιναν μεγάλες. Ο μεγεθυντικός φακός ενός εξαναγκασμένου χωρισμού έδωσε την απαραίτητη νότα βαθιάς εκτίμησης. Αυτό το αφόρητο κλισέ της συνειδητοποίησης λόγω στέρησης. Φτάσαμε να πούμε πως τίποτα τελικά δεν είναι δεδομένο. Ούτε καν το ποτό της Παρασκευής σε ένα μπαρ που θα σνόμπαρε κάθε κοινωνικά ξεπεσμένος νεοχίψτερ που ακόμα διαχωρίζει τις μπάρες, τις κάβες και τα στέκια σε “in” και “out”.

Σήμερα δεν μπορώ να ανακαλέσω το πριν. Η διασκέδαση και όσα την απαρτίζουν έχουν μετατοπιστεί άτσαλα και βίαια. Δεν ξέρω αν και πότε θα καταφέρουμε να ξανακάνουμε μια αυθόρμητη μεθυσμένη αγκαλιά, πότε θα έρθει να μας μιλήσει ένας άγνωστος και δεν θα υπολογίζουμε πού τελειώνει ο χώρος του και πού αρχίζει ο δικός μας. Πότε θα πιάσουμε ασυναίσθητα τα τσιγάρα χωρίς να ψεκάσουμε πρώτα ευλαβικά τα χέρια μας με αντισηπτικό. Ευλαβικά παλιά φαντάζομαι πως ακούγαμε τον bartender να μας μιλά για τα συστατικά του cocktail μας. «Γιατί το τσίπουρο είναι η τέλεια βάση για cocktail». Μας ένοιαζε; Δεν θυμάμαι.

Δεν ξέρω πότε θα ξαναβγούμε όπως βγαίναμε, γιατί δεν θυμάμαι πώς βγαίναμε ή αν η λήθη έχει δώσει τη θέση της σε επινοημένα μεμουάρ από μπαρ και σκοτεινά κλαμπ που χανόσουν πίσω από τη βαριά τους πόρτα. Και όποιος έλεγε τη λέξη «εξαερισμός» ήταν απλώς κάποιος που ήξερες πως θα αποφεύγεις όλο το βράδυ.