Ένα παιδί εγκλωβίζεται ανάμεσα σε μια σιδερένια πόρτα εργοστασίου και έναν τοίχο. Η λογική λέει πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο κόσμος σταματάει να κινείται για λίγο, άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι να δουν τι συμβαίνει, πλησιάζουν, συνειδητοποιούν πως πρέπει να ξανανοίξει η πόρτα και να κληθεί το ΕΚΑΒ, γιατί το οχτάχρονο πλάσμα σίγουρα έχει εσωτερικά τραύματα και κακώσεις. Τότε κάποιος ουρλιάζει να καλέσουν το ασθενοφόρο, δίνοντας μια καθόλου ψύχραιμη εντολή στον υπεύθυνο της εισόδου του εργοστασίου να ανοίξει την πόρτα. Και αν δεν μπορεί να μπορέσει. Προσπαθούν να το πάρουν στην αγκαλιά τους, χωρίς να κάνουν απότομες κινήσεις, με έναν πνιγμένο λυγμό, που δίνει τη θέση του στην απαραίτητη ψυχραιμία γιατί μια ζωή είναι πάνω από όλα. Και πανικούς και κλάματα.
Αυτή θα ήταν στα αλήθεια η υπόθεσή μας για το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν η Όλγα δεν ήταν παιδί Ρομά, αν είχαμε να κάνουμε με ανθρώπους, που αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους στον κόσμο με μια κάποια επαφή με τη συνείδησή τους, αν δεν είχαμε να κάνουμε με δίποδα που αργά ή γρήγορα θα τα ξεράσει αυτός ο κόσμος, όπως αποβάλλει ο οργανισμός τις τοξίνες, ένα εργοστάσιο το σκάρτο εμπόρευμα, ένα δέντρο τα μαραμένα, προβληματικά φυλλώματα.
Για αρκετή ώρα ένα οχτάχρονο παιδί, αργοπέθαινε εγκλωβισμένο στην πόρτα ενός εργοστασίου, στο οποίο υπήρχαν άνθρωποι που το παρατηρούσαν από μακριά, με μια πρωτοφανή κενότητα, στο βλέμμα και στις υποστάσεις τους και συνέχιζαν τη «ζωή» τους. Αυτή την εμμονή με τη «δουλίτσα τους» και τον σάπιο από τα θεμέλια μικρόκοσμό τους. Την εύθραυστη ισορροπία τους τέλος πάντων. Κάποιος από αυτούς αποφάσισε να πλησιάσει και αυτό που θεώρησε πως πρέπει να κάνει είναι να το κλωτσήσει για να δει αν είναι ζωντανό. Όπως κάνει κανείς με τα σακιά με άμμο. Ένα παιδί αιμόφυρτο, με σπασμένη σπονδυλική στήλη. Ένα παιδί νεκρό, και ο εγκέφαλος αυτού του ανθρώπου έδωσε εντολή στο πόδι να κλωτσήσει να δει αν είναι πράγματι νεκρό νεκρό. Χωρις καμία πηγαία πρόθεση να το κρατήσει ζωντανό. Καμία πρώτη σκέψη «μακάρι να είναι ζωντανό. ΠΡΕΠΕΙ να είναι ζωντανό».
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η είδηση, η ντροπή ήταν εκεί. Έδινε το παρών ακούραστη. Πριν καν δημοσιευθεί το βίντεο που αργά ή γρήγορα θα βρει τη θέση του ανάμεσα στις πιο κατάπτυστες στιγμές ανθρώπινης απάθειας. Απάθειας τέτοιας που φτάνει στο όριο μιας αδιαφορίας σαδιστικής, άξιας ψυχιατρικής μελέτης. Το εργοστάσιο στο Κερατσίνι έγινε τάφος ανθρωπιάς και στοιχειώδους συνείδησης, εκτός από σημείο που άφησε την τελευταία του πνοή ένα μικρό παιδί. «Τι δουλειά είχε ένα μικρό παιδί στο εργοστάσιο;». «Πού ήταν οι γονείς του;». «Δεν θα λείψει σε κανέναν». «Φταίει το ίδιο και θα την πληρώσουν άλλοι». Άνθρωποι έτοιμοι να υπερασπιστούν μια ανθρωποκτονία εξ αμέλειας, τη στιγμή που από την άλλη πλευρά υπάρχουν φωνές που δεν τη βρίσκουν και τόσο «εξ αμέλειας» αυτή την υπόθεση.
Το να αδιαφορείς δίπλα στο πτώμα ενός παιδιού είναι η απόδειξη της χειρότερης ένδειας: της ψυχικής, της εσωτερικής, του καυσίμου που δίνει αξία στην ύπαρξή σου. Αλλά και μιας παταγώδους κοινωνικής αποτυχίας, κομμένης και ραμμένης από ανθρώπους που ενσωμάτωσαν στις υπάρξεις τους το «πού να μπλέκω», που πλέον είναι άδειοι. Αποτελούν πια κενά δοχεία αποθήκευσης μίσους, ρατσισμού, κυρπαντελισμού. Όσοι, δε, βρίσκουν τη διάθεση και το νόημα στο να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, να επιρρίψουν ευθύνες σε ένα ανήλικο παιδί και στους γονείς γιατί είναι Ρομά, χρειάζονται επειγόντως ένα reset, στη βάση της γνώσης πως η διάκριση, η αδιαφορία και ο ρατσισμός γυρνούν πίσω, μαχόμενα ενάντια σε όσους πολύ τα αγάπησαν και τα εκπροσώπησαν. Ποτέ δεν είσαι ασφαλής με δαύτες, όσο καλά και αν τους έχεις φερθεί. Είναι τα μπούμερανγκ των χειρότερων εκφάνσεων της ανθρώπινης φύσης και επιστρέφουν ακόμα και στους μεγαλύτερους θαυμαστές τους. Είναι σοφό, αν όχι απαραίτητο, να έχει κανείς τη στοιχειώδη νοημοσύνη, να παίρνει το μάθημα, γλιτώνοντας από το πάθημα.