Μόλις είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα του τι ακριβώς συνέβαινε στη Βαρυμπόμπη και ο ουρανός είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει από τον καπνό που μαρτυρούσε πως κάποια χιλιόμετρα μακριά, συνάνθρωποί μας έτρεχαν να σώσουν εαυτούς και κατοικίδια, βλέποντας τις περιουσίες τους να τυλίγονται στις φλόγες. Στο Instagram, κάπου ανάμεσα στα χρήσιμα τηλέφωνα και τις οδηγίες σε περίπτωση που συναντήσει κανείς κάποιο ζώο με εγκαύματα, εμφανίστηκε μια ανάρτηση: μια φωτογραφία από ένα ρετιρέ, κάπου στα Νότια Προάστια, με τον ήλιο να πέφτει από τον γεμάτο καπνό ουρανό, σε ένα από τα πιο δυστοπικά ηλιοβασιλέματα που ζήσαμε για να δούμε. Η λεζάντα έγραφε ένα κλισέ, κλεμμένο τσιτάτο, με υπεροπτικό κατακάθι στον πάτο. «Ό,τι να ‘ναι» σκέφτηκα, προτού συνειδητοποιήσω πως αυτή δεν θα ήταν η μοναδική ανάρτηση στο σοσιαλμιντιακό σύμπαν, που θα μαρτυρούσε πως κάποιοι άνθρωποι είτε δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε δίπλα τους είτε απλώς αδιαφορούσαν. Το αν θα μεταφραστεί αυτή η αδιαφορία, βέβαια, σε αφορμή για οργή, με παντιέρα την έλλειψη σεβασμού, είναι μια καθαρά προσωπική επιλογή, που καλούμαστε να κάνουμε επί τόπου.

Εδώ ο κόσμος καίγεται και εμείς ασχολούμαστε με το τι προβάλλει ποιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τα μέσα αυτά, εκτός από πλατφόρμα προβολής μιας ντεμέκ ευτυχίας, γίνονται και αρωγοί χρήσιμων πληροφοριών, να πούμε κάπου εδώ. Η Βαρυμπόμπη είναι μια καλή απόδειξη για το πόσο διαβολικά χρήσιμα, άμεσα και γρήγορα μπορούν να γίνουν τα σόσιαλ, όταν έχουν στόχο τη βοήθεια. Βέβαια, μέσα στις αναρτήσεις που καθοδηγούσαν πυρόπληκτους, αλλά και εθελοντές, είδαμε και κενές αναπαραστάσεις μια #islandlife από αυτές που θέλουν να μπουν σε κάποιο μάτι. Αποτυχημένα, ωστόσο, γιατί φίλε μου αν θες να πουλήσεις τη ζωάρα σου, είναι σημαντικό να εντοπίσεις τον σωστό χρόνο και το κατάλληλο κοινό. Και συγγνώμη για όποιον στεναχωρήθηκε, αλλά το κοινό αυτές τις μέρες είχε το νου του στα ζώα που κινδύνεψαν, στους ανθρώπους που πανικοβλήθηκαν, καταστράφηκαν και θρήνησαν, και τους ήρωες με τις πυροσβεστικές στολές που ξεπέρασαν εαυτούς και προσδοκίες. Κρίμα τα στόρις από παραλίες, και τα boomerang από βαρκάκια να κουνιούνται ρυθμικά σε λιμάνια. Κρίμα η προσπάθεια.

Το ποστ αυτό όμως, το εμφανές αποτέλεσμα μιας πυρκαγιάς στον ουρανό της τσιμεντόπολης που ζούμε, με εξόργισε. Όχι, δεν έχω βρει ακόμα τον μαγικό τρόπο να μην ενοχλούμαι από αυτές τις μικρές προσπάθειες, ματαιόδοξης προβολής, που αποκαλούμε αναρτήσεις στα σόσιαλ. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τη λεζάντα, απορώντας πως κατάφερε κάποιος να βρει το θέαμα αυτό, μια καλή αφορμή, για να φλεξάρει το τσιτάτο που θέλει οι άλλοι να γνωρίζουν πως γνωρίζει. Πώς γίνεται να μην έχει καμία ανάγκη να γράψει έστω κάτι συμπαραστατικό ή έστω να περιμένει να προσφέρει το κλικ του στο ντιτζιταλικό σύμπαν της ματαιοδοξίας μια άλλη στιγμή. Όταν δεν θα καίγονται δασικές εκτάσεις, σπίτια, αυτοκίνητα, ζώα και αναμνήσεις, ας πούμε.

Πριν προλάβω να σκεφτώ αν αυτή είναι μια σκέψη και ένας ανούσιος εκνευρισμός στον οποίο θέλω να αφεθώ, άνθρωποι που μάλλον συγχύστηκαν εξίσου με την ανάγκη προβολής διακοπών, boomerang με βαρκάκια να κουνιούνται ρυθμικά σε κάποιο λιμανάκι των Κυκλάδων και γαλαζοπράσινες παραλίες του Ιονίου έσπευσαν να κατασπαράξουν ηθικά τους χρήστες που τα ανέβασαν. Πού; Στα σόσιαλ φυσικά. «Αν δεν τις προβάλλεις, δεν είναι διακοπές», έγραφαν και, ειλικρινά, δεν άργησα να πάρω το μέρος των πρώτων.Στο πιο γρήγορο mood swing της ζωής μου. Γιατί κάπως, όσο και αν διαφωνώ, όσο και αν το βρίσκω από κακόγουστο, μέχρι απαθές, μέχρι δείγμα έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα, δεν παύω να το αντιμετωπίζω ως αναφαίρετο δικαίωμα. Ποιο; Το να ανεβάζει ο καθένας ό,τι θέλει στα σόσιαλ του. Τις διακοπές του ενώ ο κόσμος έχει πάρει φωτιά κυριολεκτικά; Ναι, και αυτές.

Μη σας τα πολυλογώ, κάπως έτσι έγινα μέρος στο πιο βαρετό μπιφάκι, που συνήθως ακολουθεί τέτοια τραγικά περιστατικά και μας θυμίζει πως τα σόσιαλ μίντια είναι κάτι σαν εκείνη την πλατεία του χωριού που άπαξ και πατήσει κανείς το πόδι του, θα κριθεί. Θα κριθεί θέλει δεν θέλει, γιατί φοράει κοντό σορτς και ο παππούς προσβάλλεται, γιατί δεν έκανε τον σταυρό του δίπλα στην εκκλησία, γιατί έκατσε στην καλή θέση, στη σκιά του πλατάνου, γιατί ήπιε παραπάνω, γέλασε δυνατά, δεν συμμετείχε στη συζήτηση ή τη μονοπώλησε. Θα κριθεί και πρέπει να είναι σίγουρος ότι θα τον περιμένουμε στη γωνία για να του πούμε πόσο ανήθικος και αλήτης είναι που ανέβασε φωτογραφία από την Κύθνο τη στιγμή που δίπλα μας καίγονται περιουσίες, όσο εμείς ανεβάζουμε πληροφορίες και «μαζεύουμε νερό και τρόφιμα» και με τα δύο πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Αρκετά ευσυνείδητοι πολίτες ήμασταν και σήμερα. Ας ελπίσουμε πως τα σόσιαλ μας το κατέστησαν σαφές αυτό. Και αν δεν το καταλάβατε, θα το συνεχίσουμε και αύριο.

Ας αφήσουμε τον καθένα να νιώθει και να είναι ελεύθερος να ανεβάζει ό,τι θέλει. Μέχρι τότε, ας ελπίσουμε πως κάποια μέρα θα έρθει κάτι σαν συλλογική αφύπνιση. Μια στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε, κυνικά και απελευθερωτικά, πως είτε κάνουμε είτε δεν κάνουμε ποστ σήμερα, στην πραγματικότητα κανείς δεν νοιάζεται. Στο μεταξύ, η φωτιά στη Βαρυμπόμπη αναζωπυρώθηκε, η Εύβοια καίγεται, και εγώ έχω γράψει τόσες λέξεις για τα σόσιαλ μίντια, καταλήγοντας στην κλασική συνταγή υποκρισίας και ματαιότητας. Ποια είμαι εγώ για κρίνω τον οποιοδήποτε;