Γράφει ο Σταύρος Παναγιωτίδης
Η συζήτηση στα social media για τον νόμο για την Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια έφερε στην επιφάνεια ένα πολύ γνωστό αντανακλαστικό. Την απόδοση μιας άποψης σε ένα συναίσθημα. Όποιος κάνει κριτική στην Εκκλησία «μισεί τον χριστιανισμό», όποιος διαφωνεί με την επίσημη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας «μισεί οτιδήποτε ελληνικό», όποια κάνει κριτική στην πατριαρχεία «μισεί τους άντρες». Έτσι και τώρα, όποια γυναίκα
στρεφόταν κατά του νόμου και έλεγε πως η υποχρεωτική συνεπιμέλεια επιβάλει στο παιδί να μείνει με έναν κακοποιητικό γονιό διέπραττε το αμάρτημα του «αντίστροφου σεξισμού».
Είναι κωμικό το ότι την κατηγορία αυτή την χρησιμοποιούν άνθρωποι που μπορεί να μην αποδέχονται καν ότι υπάρχει σεξισμός και πατριαρχία. Είναι, όμως, βαθιά προβληματικό το να υποστηρίζουν αυτή τη θέση άνθρωποι που -υποτίθεται πως- γνωρίζουν για αυτά τα πράγματα. Να το πούμε, λοιπόν, μια και για πάντα. Ο σεξισμός, όπως για παράδειγμα και ο ρατσισμός, δεν είναι ατομική συμπεριφορά. Είναι κοινωνικό φαινόμενο και για αυτό το συζητάμε και τον κρίνουμε. Είναι η επιβολή της ανδρικής εξουσίας επί των γυναικών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο, αλλά και στην ίδια τους την συνείδηση. Όταν οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ σκοτώνουν τους μαύρους πολίτες σαν μύγες επειδή τους θεωρούν υπανθρώπους μιλάμε για ρατσισμό. Δεν θα μιλήσουμε για αντίστροφο ρατσισμό αν ένας μαύρος σκοτώσει έναν λευκό, όσο κι αν το καταδικάσουμε. Θα είναι γελοίο.
Καταλαβαίνουμε καλά τη διαφορά των δύο περιπτώσεων. Αντιστοίχως, για να έχει νόημα ο περίφημος «αντίστροφος σεξισμός» θα έπρεπε να έχει παρόμοιες διαστάσεις. Να έχει γίνει μαζικό και εδραιωμένο φαινόμενο. Μια και για πάντα, λοιπόν. Μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι χωρίς να φοβούνται, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να κυκλοφορούν στο δρόμο χωρίς να τους φωνάζει όποιος θέλει διάφορες βλακείες για την εμφάνισή τους, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να πιουν ένα ποτό μόνοι τους ένα βράδυ στο μπαρ ή να βάλουν ένα όμορφο ρούχο χωρίς να θεωρούν όλοι πως «ψάχνονται» και να μην τους αφήνουν σε ησυχία και μετά να θυμώνουν και να τους βρίζουν κι από πάνω αν δεν τους μιλάνε, μέχρι να μην μπορούν οι άνδρες να έχουν πολλές ερωτικές συντρόφους χωρίς να θεωρείται πως αυτό υποβιβάζει την ηθική τους, μέχρι αρχίσουν να χωρίζονται οι άνδρες στον δημόσιο λόγο σε αυτούς που είναι καλοί «για ένα πήδημα» και σε αυτούς που είναι καλοί «για
οικογένεια», μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να παρενοχλούνται σεξουαλικά στον εργασιακό τους χώρο ή στο δρόμο και όταν το καταγγέλλουν όλοι να σκέφτονται «τι φορούσε όμως;» και «ναι, αλλά μήπως έκανε κάτι;» και «τώρα το θυμήθηκε;».
Μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να πληρώνονται λιγότερο για ίσης αξίας δουλειά, μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο με τα ρούχα που θέλουν, μέχρι να αρχίσουμε να μαλώνουμε τα αγοράκια όταν κάθονται με ανοιχτά τα πόδια, μέχρι να αρχίσουν οι άνδρες να μην μπορούν να γράψουν ένα αντιρατσιστικό ποστ χωρίς να μπαίνουν στρατιές από ορκ του διαδικτύου στο προφίλ τους και να τους γράφουν ότι αυτά τα λένε γιατί «γουστάρουν να πηδιούνται με τους ξένους», μέχρι να αρχίσουμε να θεωρούμε πως όποιος ωραίο άντρας ποζάρει στο instagram είναι «βίζιτα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως αν ο άντρας περάσει τα σαρανταπέντε τελείωσε ως σεξουαλικό υποκείμενο, μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά και κοιλίτσα αποκλείεται να θεωρείται γοητευτικός, μέχρι να αρχίσουμε να λοιδορούμε δημοσίως έναν άνδρα σταρ επειδή έχει πάρει κιλά, μέχρι να αρχίσουμε να λυπόμαστε έναν άντρα που δεν έκανε παιδιά γιατί «δεν έχει ολοκληρωθεί» και γιατί «τον έφαγε η καριέρα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως οι άνδρες δεν είναι καλοί για ηγετικές θέσεις γιατί είναι «υστερικοί» ή γιατί αν έχει χάσει η ομάδα τους την επόμενη μέρα δεν θα είναι αποδοτικοί στη δουλειά τους, μέχρι να ναρχίσουν οι άντρες να δολοφονούνται από τις ερωτικές τους συντρόφους και τα ΜΜΕ να μιλάνε για «έγκλημα πάθους», μέχρι να αρχίσουν οι ίδιοι οι άνδρες να ενοχοποιούν τη σκέψη, το σώμα και την επιθυμία τους και να εγκαλούν τους άλλους άντρες που δεν εφαρμόζουν τους κοινωνικούς κανόνες και, τέλος, μέχρι όλα αυτά -και πάρα πολλά ακόμα που κι εγώ δεν τα συνειδητοποιώ γιατί είμαι άντρας και μπορεί να τα ασκώ χωρίς να το αντιλαμβάνομαι- να αρχίσουν να γίνονται πραγματικά μαζικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίστροφο σεξισμό.
Όλο αυτό το μείγμα γίνεται ακόμη πιο εκρηκτικό αν βάλουμε στην εξίσωση και τον σεξισμό σε βάρος των γκέι που κι αυτός βασίζεται στην πατριαρχία, αλλά παίρνει άλλες διαστάσεις. Αν όλα αυτά τα συνειδητοποιήσουμε, τότε ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε τις γυναίκες, τις αντιδράσεις τους και το δίκιο τους. Και να σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε και να αντιδρούμε σαν αποικιοκράτες που ξινίζουμε τα μούτρα μαςς επειδή οι άποικοι άρχισαν να μας κοιτάν στα μάτια.
* Ο Σταύρος Παναγιωτίδης ζει μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην τελευταία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας. Έχει γράψει το μυθιστόρημα Το Κουρασμένο Μέλι από τις εκδόσεις Κέδρος.