Ενηλικιωθήκαμε, μάθαμε να πληρώνουμε τους λογαριασμούς μας στην ώρα τους, εξασκηθήκαμε και στη συνταγή για φακές, ξέρουμε πια να ξεχωρίζουμε τα λινκ-ιούς στα μηνύματά μας, είπαμε και στη μάνα μας «έχεις δίκιο» σαν συνειδητοποιημένα μεγάλα παιδιά, ξέρουμε ποιο free press βάζουμε στο σπίτι μας και πιο ούτε με σφαίρες, αλλά το πού δίνουμε το κλικ μας και πού όχι δεν το μάθαμε. Νέα τράπουλα το internet, σε αυτό δεν έχουμε ενηλικιωθεί ακόμα. Τουλάχιστον εγώ. Κάπως έτσι βρέθηκα να διαβάζω ένα κείμενο της Σώτης Τριανταφύλλου, για τους κακόμοιρους αριστερούς, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, που έχουν βίτσιο να υπηρετούν το αρχέτυπο του αγανακτισμένου ανθρώπου, που χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο, κυνηγώντας παλιακές χίμαιρες. Βέβαια, δεν τα σπάσαμε στην ανάλυση της σημερινής, «σκαλωμένης» αριστεράς υπό το πρίσμα της κ.Τριανταφύλλου. Τα σπάσαμε σε φράσεις όπως «τρανς και τα τοιαύτα» και «κλάψα των γυναικών στη Δύση» και «φεμινίστριες που τα βάζουν με άντρες γουρούνια». Το «σπάσιμο» θα έπρεπε να είναι το μόνο δεδομένο, βέβαια, αλλά όσο ζω δεν μαθαίνω, ελπίζω.

«Αν εξετάσει κανείς τη σύγχρονη αριστερή βιβλιογραφία, την παραγωγή αριστερής σκέψης, διαπιστώνει πως η αριστερά έχει υιοθετήσει οπτική και πρόγραμμα κοινωνικού κατατεμαχισμού: γυναίκες εναντίον αρσενικών γουρουνιών –μια ιδέα που είχε επικρατήσει για λίγο στη δεκαετία του 1970, πλην όμως τότε οι φεμινίστριες δεν υποδύονταν τα ευπαθή άνθη–, «μαύροι» εναντίον «λευκών», ομοφυλόφιλοι, τρανς και τα τοιαύτα εναντίον ετεροφυλοφίλων, οικοφασίστες εναντίον φιλελευθέρων. Οι εσωτερικές διαμάχες διασταυρώνονται και αλληλοκαλύπτονται: καθώς η αριστερά τις υποδαυλίζει, το σύμβολό της γίνεται σήμερα ο αγανακτισμένος άνθρωπος, ο εξεγερμένος εναντίον φαντασιωτικών τυράννων – ο άνθρωπος που χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. Η αριστερά έχει γίνει πιο ηθικολογική από ποτέ, πιο μεσσιανική από ποτέ: η σκέψη και η γλώσσα της είναι η σκέψη και η γλώσσα του Ευαγγελίου.

Ο Μαρξ, ο Ζωρές, ο Προυντόν γυρίζουν στον τάφο τους. Μιας και στην εποχή μας οι άνθρωποι δεν διαβάζουν αλλά σερφάρουν σε κείμενα και διαδικτυακά σχόλια επί άλλων σχολίων, κανείς, σχεδόν κανείς, δεν ερευνά πια τις ρίζες της αριστεράς. Κανείς δεν αναρωτιέται: τι θα έκανε ο Ζαν Ζωρές σ’ αυτή ή στην άλλη περίσταση; Ποια θα ήταν η συμβουλή του Ένγκελς; Θα αποδεχόταν ποτέ η Ρόζα Λούξεμπουργκ την κλάψα των γυναικών στη Δύση και τον πειρασμό της μπούρκας; Τι θα σκεφτόταν ο Γ. Μπ. Ντυμπόις για τη σημερινή κατάσταση της αφροαμερικανικής κοινότητας; Θα συμφωνούσε με το σύνθημα “Black Lives Matter’’; Θα μπορούσαν όλοι αυτοί να συζητήσουν με έξαλλους αντιρατσιστές, με ισλαμοφεμινίστριες, με οικοτρομοκράτες, με φιλοπαλαιστίνιους αντισημίτες, με όλη εκείνη την αλλόκοτη αριστερή πανίδα που έχει αποκτήσει έμμονες ιδέες εθνοτικής καταγωγής, φύλου και σεξουαλικότητας;», αναφέρει στο κείμενό της.

Τρανς και τα τοιαύτα, λοιπόν. Σαν να είμαστε σε εποχές που λέμε τους ομοφυλόφιλους «τοιούτους», αποφεύγοντας πιο βαριές λέξεις μην προκαλέσουμε και τόσο στα ίσα όλους τους μπανάλ, απελπισμένους, που μάχονται τόσο έντονα για την ορατότητα των ομοφυλόφιλων, των τρανς και των «τοιαύτων» που έχουν αυτές τις -άκου να δεις- έμμονες ιδέες με θέματα σεξουαλικότητας, λες και έχει δα και τόση σημασία το να μπορούν αν είναι ελεύθεροι να ζουν τις ζωές τους. Και όλοι αυτοί οι «τοιαύτοι» στο σύμπαν της κ.Τριανταφύλλου τα βάζουν με τους ετεροφυλόφιλους, λογικά γιατί νιώθουν πως τους τρώνε τους εραστές. Μάλλον στο στάδιο αντίληψής της για τα πώς και τα γιατί των αγώνων των ΛΟΑΤΚΙ+, το σημείο τριβής είναι το ίδιο ερωτικό τάργκετ γκρουπ. Βέβαια, ίσως να πιστεύει πως δεν έχουν και κανένα σημαντικό λόγο να μάχονται. Στην τελική δεν αποκεφαλίζονται από συγγενείς τους λόγω της σεξουαλικότητάς τους, δεν ξυλοκοπούνται οι τρανς στους δρόμους από άντρακλες, δεν ζουν με το στίγμα μιας κοινωνίας που ή δεν τους θέλει καθόλου ή τους θέλει αποκλειστικά στο sex work. Τι; Όχι;

Καλά, για να μη μιλήσουμε για τις γυναίκες εναντίον των αρσενικών γουρουνιών, που υποδύονται τα ευπαθή άνθη, έτσι, επειδή νιώθουν κάπως παραπάνω ιδιαίτερες και θέλησαν με ανεξήγητο θράσος να μπορούν να μπουν σε ένα ταξί χωρίς να κινδυνεύουν να βιαστούν ή που θα προτιμούσαν στο τέλος της μέρας να περνούν το κατώφλι της πολυκατοικίας χωρίς να νιώθουν την καυτή ανάσα ενός τύπου με ξεκούμπωτο παντελόνι από πίσω τους. Να μπορούν να χωρίζουν τους κακοποιητικούς συντρόφους του; χωρίς να είναι δεδομένο πως εκείνοι θα σπάσουν κανά τζάμι και θα τις μαχαιρώσουν. Να έχουν τη δυνατότητα να βγαίνουν ραντεβού στη Ρόδο, χωρίς να τις βρίσκει το λιμενικό βιασμένες και ξυλοκοπημένες. Υπερβολικά “snowflakes“, που προσπαθούν να κλέψουν λίγη από την αίγλη των γυναικών στα 70s, που «για λίγο» απαίτησαν τα απαραίτητα, αλλά μετά λογικά συνειδητοποίησαν τη ματαιότητα του αγώνα τους (ίσως τους φάνηκε πολύ αριστερός) και επέστρεψαν στις κουζίνες τους.

Από τη στιγμή που διάβασα το κείμενο, το έχω στείλει σε τρία τέσσερα διαφορετικά άτομα, μόνο για να πάρω απαντήσεις όπως «σε αγαπάω, σε εκτιμάω, αλλά κλικ εκεί δεν δίνω». Κάπως έτσι έμεινα μόνη να γνωρίζω πως σε κάποιο ελληνικό μίντιουμ υπάρχουν γραμμένες αυτές οι φράσεις. Στο μεταξύ, διαβάζω και πως ο κ.Στάθης Τσαγκαρουσιάνος έγινε έξαλλος με αυτό το «τα τοιαύτα» και πρότεινε βαθιά απογοητευμένος στην αρθρογράφο να τους λέει «πούστηδες» καλύτερα. Καλύτερα ευθέως, παρά συγκαλυμμένα, φωτιά στα φρένα του στοιχειώδους σεβασμού. Τουλάχιστον δεν είμαι η μόνη στην κόλαση αυτής της ανάγνωσης, χωρίς την οποία θα μπορούσα να έχω ζήσει.