Δεν παριστάνω τον βαθυστόχαστο γκουρμέ, αλλά έχω φάει παντού. Έχω δοκιμάσει ένα σωρό εδέσματα, σε ένα σωρό μέρη. Εμένα μ’ έτρωγε η περιέργεια κι αυτή η λύσσα μου να δοκιμάσω το γευστικό σύμπαν. Κάπως έτσι «τα φάγαμε τα λεφτά μας κατά κυριολεξία», όπως λέει κι εκείνη που κοιμάται πλάι μου. Όταν υπήρχαν λεφτά, βεβαίως.
Έχω φάει στη Χαϊδελβέργη το σνίτσελ του αιώνα και στο Kronenhalle, στη Ζυρίχη, ένα βοϊδάκι αριστούργημα. Έχω φάει αυγά με μπέικον (νορμάλ και καναδέζικο) στο Ατλάντικ Σίτυ κι έχω φάει την πάπια στο Four Seasons. Έχω φάει μπαγκελάρα με κρεμούλα και σολομό πλάι στους μπόμπηδες στο Brick Lane κι έχω φάει τα ωραιότερα μπάγκελ με κανέλα και σταφίδα στο H&H, πριν το φαλίρουν οι ιδιοκτήτες του και το κλείσουν.
Έχω φάει μπακαλιάρο σαλάτα στη Βαρκελώνη, έχω φάει μηλόπιτα με παγωτό (“αλαμόντ”, που λένε και οι Αμερικάνοι) σε ξενυχτάδικο δυο βήματα απ’ την Όπερα του Σαν Φρανσίσκο κι έχω φάει surf and turf με θέα το Αλκατράζ. Έχω φάει ριζότο με μελάνι σουπιάς στο βενετσάνικο γκέτο, έχω φάει σπαγγέτι λεμονάτο στη Ρώμη (και ήταν καταπληκτικό!), έχω φάει οξύρυγχο στη Μόσχα και μπορστ σε δέκα παραλλαγές στο Λένινγκραντ, έχω φάει γύρο αφράτο στην Κωνσταντινούπολη και το πιο χάι βρώμικο στο Gray’s Papaya, έχω φάει στρείδια στην Coupole, έχω φάει βουρστ στο Μόναχο, στο Βερολίνο, στο Μάιντς, στο Ροστόκ και φλαμκούχεν να κλαις στο Μπάντεν Μπάντεν, έχω φάει φουά γκρα στο Gundel στη Βουδαπέστη, έχω φάει σαλιγκάρια σκορδάτα στην Αβινιόν, έχω φάει πίτες στα Τίρανα, έχω κατεβάσει σούπα αχνιστή στον Plachutta στη Βιέννη, έχω φάει τον αφάγωτο εν ολίγοις.
Διαβάστε ακομα: Έτσι σώθηκε η μαγευτική παραλία στο Ελαφονήσι από την «ανάπτυξη»
Το καλύτερό μου; Είμαστε πριν από δυο χρόνια με το κορίτσι στη Νάξο. Και βαριόμαστε να πάμε πάλι στην Αγία Άννα και πάμε σε μια παραλία από την άλλη μεριά της Χώρας, ανάθεμα κι αν θυμάμαι τώρα το όνομά της. Κι όπως καθόμαστε και πλατσουρίζουμε σε έναν κολπίσκο μικρό σα χωνάκι παγωτό, τσουπ σκάει μύτη ένας παππούς. Παππούς ορίτζιναλ, ογδόντα χρονών και βάλε, με ρυτίδα φουλ και χέρια ροζιασμένα. Και κρατάει δυο καλάθια ψάθινα. Κάνει ένα έτσι ο παππούς και βγάζει απ’ το ένα καλάθι “ξινό” (η τοπική ξινομυζήθρα) και απ’ το άλλο φρέσκα σύκα. «Θα πάρετε παιδιά;», μου λέει. «Θα πάρουμε θείο», του λέω.
Και πήραμε και στρωθήκαμε και τα ξεπαστρέψαμε και δεν ξέραμε πως να το πούμε ο ένας στην άλλη και η άλλη στον έναν αυτό το πράγμα. Εκεί στη Νάξο, κάτω απ’ τον ήλιο, κολλητά στη θάλασσα, σε μια παραλία τόση δα, σαν παλάμη μικρού παιδιού. Με τη γεύση του ελληνικού καλοκαιριού στο στόμα.