Στο shop του Μουσείου Μπενάκη βρήκε τη θέση του ένα γούρι, σχεδιασμένο για να τιμήσει τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, συνδυάζοντας τη φιγούρα της Μαντώς Μαυρογένους, με τη γυναίκα της γνωστής αμερικανικής, πολεμικής αφίσας του 1943 που σφίγγει τους μύες του χεριού της, δείχνοντας με το σώμα της το μήνυμα που ήθελε να περάσει έτσι και αλλιώς: we can do it. «Αμερικανιά», χαρακτηρίστηκε το λιγότερο, μια αφίσα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει συνδεθεί με το φεμινιστικό κίνημα και με την κάθε γυναίκα που έχει δει κατά καιρούς, ξανά και ξανά, την έμπρακτη ισότητα να απομακρύνεται. Αυτός ο αγώνας, στο μεταξύ, δεν έχει εθνικότητα, απλώνεται οριζόντια και ενώνει κάθε θηλυκότητα, είτε γιορτάζει την επέτειο της επανάστασης του 1821 είτε όχι και μπορεί να εντάξει μέσα του κάθε γυναίκα που ιστορικά κατέρριψε όσα απαιτούσε η εποχή της από εκείνη. Και ναι η Μαυρογένους είναι μια από αυτές. 

Το γούρι που υπάρχει στο κατάστημα του Μουσείου Μπενάκη από τον Δεκέμβριο του 2020 σήμερα έγινε viral φέρνοντας στην επιφάνεια τη γνωστή, ορφανή επιχειρημάτων συντηρητικότητα που απαιτεί -χωρίς να ξέρει γιατί- τα ιστορικά σύμβολα να μένουν αυστηρά αγκιστρωμένα στο παρελθόν που τα γέννησε. Αυτή την καταδικασμένη να προκαλεί αδιαφορία στους μαθητές αφήγηση της ιστορίας, που καταλήγει να γίνεται γνωστή μέσα από ρεπορτάζ στα οποία οι νέες γενιές φαίνεται να μην γνωρίζουν τι ακριβώς γιορτάζουμε την επέτειο της 25ης Μαρτίου, γιατί ακόμα και σήμερα, δεν έχει βρεθεί ο τρόπος να ενσωματωθεί η ιστορία και η αξία της, στον σήμερα με έναν τρόπο μετάδοσης που να αγγίζει τις συναισθηματικές χορδές τους και να φαίνεται άξια της μνήμης τους. 

“Η Μαντώ είναι το σύμβολο του φεμινισμού. Έπεσε θύμα της πατριαρχίας, δεν ήταν η Τουρκοκρατία που την σκότωσε. Η Μαντώ δεν δίστασε να κάνει μήνυση στον Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου, αλλά έπρεπε να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παρθενοφθορία, πράγμα δύσκολο και υποτιμητικό, οπότε παραιτήθηκε και δεν βρήκε ποτέ το δίκιο της. Πέθανε μόνη και ξεχασμένη στην Πάρο. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της μέσα στην εξαθλίωση, καθώς είχε διαθέσει όλη τη μεγάλη περιουσία της στην Επανάσταση”, δήλωνε η δημιουργός του γουριού και μέλος της ομάδας Β612 στο Marie Claire καιρό πριν, αλλά αυτή η αφήγηση της ζωής και του ρόλου της Μαυρογένους δε θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο της προς τα σχολικά θρανία αφού θα δεχόταν όλο το μίσος της κακής βαϊραλιάς που δέχτηκε σήμερα αυτή η ομάδα για αυτό το γούρι. Το μίσος που ακολουθεί αυτόματα μετά από κάθε εγχείρημα που επιδιώκει να χωρέσει την ιστορία -που τόσο έντονα πιεζόμαστε να γιορτάσουμε φέτος- σε ένα αφήγημα που να μπορεί να σταθεί σήμερα, με φεμινιστικές αναφορές και εικόνες οικείες σε κάθε αισθητική. Εικόνες και παραστάσεις που δε φαντάζουν πληκτικά προσκολλημένες στο ένδοξο μεν, παρελθόν δε. 

Αρνητικοί δεν ήταν μόνοι όσοι θεώρησαν πως η εικόνα της Μαυρογένους να δείχνει το μπράτσο της “ξενική” ή εκείνοι που δεν δέχονται το σύμβολο αυτό της Επανάστασης, να απεικονίζεται δίπλα στις λέξεις «υγεία», «καύλα» και επανάσταση», που μόνο νικήτρια σε κάποιον άτυπο διαγωνισμό ευχών θα την έλεγε κανείς. Δεν θίχτηκαν μόνο όσοι έχουν αλλεργία στις τρεις αυτές λέξεις λόγω της εμμονής τους με τρεις άλλες λέξεις, όπως ας πούμε «πατρίς», «θρησκεία» και «οικογένεια». Αντιθέτως και όσοι φέρονται να έχουν αγαπήσει την υγεία, την καύλα και την επανάσταση παραπάνω από κάθε άλλο, εναντιώθηκαν στο γούρι, γιατί λέει δεν ανέχονται να οικειοποιείται η δεξιά τέτοιες φράσεις που έχουν συνδεθεί με άλλους αγώνες απλά για να φανεί πιο «κουλ», αδιαφορώντας για το δικαίωμα (ή και υποχρέωση) της τέχνης να συνδυάζει κινήματα, ιστορικά πρόσωπα και αισθητικές χωρίς να προδικάζει την ερμηνεία αυτών των συνδυασμών. Δε χρειάζεται όλα να σημαίνουν κάτι, όλα να επιδέχονται ερμηνειών με πολιτικές κατευθύνσεις και μικρά γράμματα. 

Άλλοι πάλι το βρήκαν «κιτς», ένα αντικείμενο κακόγουστο, που προκαλεί «αμηχανία» η θέα του, ξεχνώντας πολιτικούς και παράγοντες να απεικονίζονται σε εξώφυλλα ως άλλοι Κολοκοτρόνιδες και Μπουμπουλίνες. Αν ένα γούρι που έστω και για δευτερόλεπτα εντάσσει τη Μαυρογένους στη λίστα με τα φεμινιστικά σύμβολα προσβάλλει την αισθητική μας αλλά και τον ίδιο τον αγώνα, τότε κάτι σοκολατένια κουνέλια με ονόματα όπως «Κουνελλάδα» και «Κουνελοκολοκοτρώνης» τι ακριβώς κάνουν; Μήπως τα τσόκαρα σαν τάση μόδας σχετική με το 1821 είναι ένας πιο σύγχρονος τρόπος να μπει η ιστορία στις συνειδήσεις μας, χωρίς να προσβάλλει; 

Λογικά η απάντηση του ίδιου του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο από το πρωί φαίνεται να δέχεται τηλεφωνήματα προσβεβλημένων εραστών του έθνους να αποσύρει τα γούρια από το κατάστημά του, να κάλυψε όσους έξαλλοι παρασύρθηκαν: 

«Το Πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη, πρώτο στην Ελλάδα και με συνεχή παρουσία για πάνω από 40 χρόνια, άνοιξε από νωρίς τον δρόμο σε νέους σχεδιαστές και σε σύγχρονους καλλιτέχνες, με πολλούς από τους οποίους διατηρεί σταθερή συνεργασία. Χωρίς να παρεμβαίνει στα έργα τους, πόσω μάλλον να τα λογοκρίνει, το Πωλητήριο παραμένει δεκτικό στις δημιουργικές θεωρήσεις των καλλιτεχνών που φιλοξενεί, πράγμα που συνέβη και στην περίπτωση του αντικειμένου που κυκλοφόρησε ως πρωτοχρονιάτικο γούρι τον Δεκέμβριο του 2020 και που το τελευταίο εικοσιτετράωρο πυροδότησε συζητήσεις σε μερίδα του κοινού. Το αντικείμενο αυτό, που σχεδιάστηκε από τη δημιουργική ομάδα Β612 και κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό (40 κομμάτια), περιλαμβάνει μια φράση που αποτελεί εδώ και χρόνια το γνωμικό των Β612. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω γούρι έχει αυτή την στιγμή εξαντληθεί»

Οι καλλιτέχνες δε λογοκρίνονται, οι δημιουργοί του γουριού δεν πάντρεψαν ειδικά τη Μαυρογένους με την υγεία, την καύλα και την επανάσταση και τα σοκολατένια κουνέλια και τα τσόκαρα θα συνεχίσουν να είναι τα ιδανικά μέσα να διδάσκεται η ιστορία στη σύγχρονη γλώσσα. και όλοι θα κοιμηθούμε ήσυχα και σήμερα.