Καλεσμένος στη βραδινή εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου βρέθηκε ο Τάσος Ξιάρχο. Ο Τάσος έχει αποδείξει το θάρρος με το οποίο φέρει τα τραύματά του προ πολλού. Σε προηγούμενη συνέντευξή του στην Ελεονώρα Μελέτη είχε μιλήσει ανοιχτά για τον βιασμό που υπέστη στα 6 του χρόνια, από ένα παιδί-γείτονά του, αλλά και τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, με έναν αλκοολικό πατέρα και μια γυναίκα που δεχόταν τη βία του.
Στη χθεσινή του συνέντευξη ο Τάσος χρειάστηκε να μιλήσει εκ νέου για αυτά τα ζητήματα. Αντικειμενικά, σε μια χρονική στιγμή που η κακοποίηση βρίσκεται στο στόχαστρο και τα θύματά της κρατούν επιτέλους τα βέλη τους, ο Ξιαρχό είναι ένα εκ των καταλληλότερων για να μιλήσει.
Στην πορεία της συνέντευξης, λοιπόν, αναφέρθηκε στην κακοποίηση που δέχτηκε και ο Γρηγόρης Αρναούτογλου τον ρώτησε αν μίλησε στους γονείς του για το συμβάν, μόνο για να δεχτεί την αφοπλιστική απάντηση του Τάσου: «Ποτέ δεν με βοήθησαν οι γονείς μου ή να με σώσουν από κάτι άλλο. Η μητέρα μου είχε την ανάγκη της επιβίωσης να μην φάει ξύλο κι ο μπαμπάς μου ήταν εθισμένος στο ποτό. Στην ηλικία των 6 δεν καταλαβαίνεις αυτό το συναίσθημα επαφής που σου συνέβη. Οι γονείς μου το έμαθαν όταν το είπα δημόσια, ποτέ δεν με ρωτούσαν αν είμαι καλά». Τότε ο παρουσιαστής, με μεγάλη σιγουριά, απάντησε πως το μεγαλύτερο ποσοστό των γονιών εκεί έξω ρωτούν τα παιδιά τους αν είναι καλά. Φαίνεται ο Τάσος τον έβαλε με φόρα στον πραγματικό κόσμο. Όχι, δε ρωτούν οι περισσότεροι γονείς τα παιδιά τους αν είναι καλά.
Αυτό δεν είναι ένα κείμενο που έχει στόχο να κουνήσει το δάχτυλο σε γονείς και κηδεμόνες. Αν κάτι είναι σίγουρο σε αυτόν τον κόσμο, είναι πως η «ανθρωπίλα» κυριαρχεί. Καλώς η κακώς, η ανθρωπίλα δεν περικλείει μόνο ανοιχτές αγκαλιές, αλλά και όλα τα κακώς κείμενα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν ρωτούσαν όλοι οι γονείς τα παιδιά τους αν είναι καλά, πιθανότατα δε θα είχαμε γεμίσει από φιλόδοξους γιατρούς και δικηγόρους, δε θα ήταν η ενασχόληση με την τέχνη σφραγίδα στο μέτωπο κάθε μαύρου πρόβατου σε μια οικογένεια. Αν το ειλικρινές και συνοδευόμενο με πραγματικά ανοιχτά αυτιά «είσαι καλά;» των γονιών, δε θα μαθαίναμε για come outs που έγιναν σε μεγάλη ηλικία ή και ποτέ και ο Αρναούτογλου δε θα ρωτούσε τους καλεσμένους του «πώς διαχειρίστηκαν οι γονείς τους την απόφασή τους να γίνουν ηθοποιοί». Αν όλοι οι γονείς ασχολούνταν με το ψυχοσωματικό well being των παιδιών τους, δε θα στριμώχναμε ράντζα στα δωμάτια και τα σαλόνια μας για να φιλοξενήσουμε πλάσματα που όταν θέλησαν να γίνουν «καλά» οι γονείς τους τα έδιωξαν από το σπίτι.
Ο Τάσος χρειάστηκε να βάλει τον Γρηγόρη στον πραγματικό κόσμο, σε αυτόν που η αποδοχή από την οικογένεια, δεν είναι απλώς μη δεδομένη, αλλά μετατρέπεται σε όνειρο. Το πιο αυτονόητο όνειρο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Γρηγόρης φαίνεται να πίστευε πως τα παιδιά έχουν την άνεση και το απαραίτητο επικοινωνιακό κενό αποδοχής, ώστε να πουν στους γονείς τους πως δεν είναι ευτυχισμένα, πως δε θέλουν να συνεχίσουν το Λύκειο, πως σκέφτονται τη ζωή τους αλλιώς. Σε μια κοινωνία που όπως και να το κάνουμε σχεδόν δε δίνει χρόνο στα παιδιά-μαθητές να πάρουν μια ανάσα και να δουν πού βρίσκονται. Σε μια εποχή που τα βάζει σε έναν αυτόματο, ο οποίος θα ακολουθηθεί από τον άλλο αυτόματο-παγίδα: αυτόν την ενηλικίωσης.
«Είχα μαθητές που φοβόντουσαν να πουν στους γονείς τους πως έρχονται για μαθήματα χορού. Έχω μαθητές που έκλεβαν από το πορτοφόλι των γονιών τους γιατί δεν είχαν χρήματα. Δε μπορείς σε μια εποχή σαν αυτή, που βομβαρδίζεσαι από ψεύτικες ζωές στο Instagram να πεις στον γονιό σου πώς νιώθεις, γιατί και αυτός βομβαρδίζεται με ψεύτικα πράγματα. Τι να πρωτοπείς στον γονιό σου; Είμαι γκέι; Είμαι λεσβία; Θέλω να κάνω αυτό;».
Προφανώς υπάρχουν και γονείς που κατέχουν την τέχνη του να ακούν με προσοχή, χωρίς να βιάζονται να ετοιμάσουν απαντήσεις και να περιορίσουν σκέψεις. Ας γίνουν οι πολλοί. Ας γίνει το ποσοστό τους το κυρίαρχο και το ταλέντο αυτό μεταδοτικό. Ως τότε, ας αφήνουμε τον Τάσο να ταρακουνάει λίγο τον κόσμο όσων πιστεύουν πως τα κάνουν όλα σωστά.