Ένας άνδρας τηλεφωνεί απροειδοποίητα σε μια γυναίκα που γνωρίζει και της λέει ότι εκείνη τη στιγμή αυνανίζεται και ότι θα επιθυμούσε πολύ να έκανε και εκείνη το ίδιο. Η γυναίκα σαστίζει, δεν κλείνει αμέσως το τηλέφωνο και προσπαθεί να εξηγήσει στο συγκεκριμένο άνδρα ότι αυτό που κάνει τη φέρνει σε πολύ δύσκολη και δεν της αρέσει καθόλου.

Αυτό περιέγραψε μόλις χθες η ηθοποιός Ηλιάνα Αραβή, αναφερόμενη σε ένα περιστατικό που είχε συμβεί στην ίδια κατά τη διάρκεια φοίτησής σε δραματική σχολή. Ο καλών ήταν καθηγητής της,  πολύ μεγαλύτερος της και ήδη καταξιωμένος στο χώρο του θεάτρου. Ήταν ο Παύλος Χαϊκάλης, όπως παραδέχθηκε σήμερα ο ίδιος, και ζήτησε συγγνώμη από την και τους γονείς αν τη έφερε σε δύσκολη θέση και αν η συμπεριφορά του ήταν προσβλητική.

Προσβλητικό να κάνεις ένα απρεπές σχόλιο για την εμφάνιση ή τις ικανότητες κάποιου ή κάποιας. Προσβλητικό είναι μιλήσεις απότομα ή να σου πουν «καλημέρα» και να μην ανταποδώσεις. Προσβλητικό είναι να υποτιμάς ή να υποβιβάζεις κάποιον ή κάποια κατ’ ίδιαν ή ενώπιον τρίτων. Πολλά πράγματα είναι προσβλητικά, αλλά ξέρω κάτι που σίγουρα δεν είναι: η σεξουαλική παρενόχληση.

Διότι αυτό που περιέγραψε η Αραβή και παραδέχθηκε ο Παύλος Χαϊκάλης είναι σεξουαλική παρενόχληση, διότι πολύ απλά δεν ήθελε να δεχτεί αυτό το τηλεφώνημα αφού ποτέ δεν είχε αφήσει το παραμικρό περιθώριο παρερμηνείας ότι μια τέτοια κίνηση θα είχε τη συναίνεση ή την αποδοχή της.

Ο Χαϊκάλης αναμασά μια αδέξια αφήγηση που κατασκευάζει τον ίδιο σαν ένα ατακτούλη τζαναμπέτη που κάπως «ξέφυγε»

Ο Χαϊκάλης έκανε το εύκολο, να προφέρει τη λέξη «συγγνώμη» και να παραδεχτεί την πράξη του, αλλά φυσικά δεν έκανε ούτε ένα βήμα προς το δύσκολο: να την κατονομάσει ως αυτό που πραγματικά ήταν. Παρακολουθείς την εμφάνισή του και δεν μπορείς παρά να μην διακρίνεις τη εικόνα ενός ανθρώπου που ακόμα και τη στιγμή που έχει αποδεδειγμένα κάνει κάτι εντελώς ανάρμοστο αισχρό και χυδαίο εκείνος μοιάζει προστατευμένος από τα προνόμιά του. Είναι αυτά τα προνόμια που του εξασφάλισαν μια θέση στο τηλεοπτικό πλατό μόλις εκείνος τη ζήτησε.  Είναι αυτά τα προνόμια που τον κάνουν να μιλάει θαρρείς και δεν είναι εκείνος που έχει το στίγμα του θύτη. Είναι αυτά τα προνόμια που του επιτρέπουν να «εκλογικεύσει» τη συμπεριφορά του αναμασώντας μια αδέξια μια αφήγηση στην οποία όχι μόνο δεν βρίσκεις κάποιου ίχνους μεταμέλειας, αλλά αντίθετα κατασκευάζει τον ίδιο σαν ένα ατακτούλη τζαναμπέτη που κάπως «ξέφυγε» και, τέλος πάντων, δεν μπορεί να εκφρασει τον πόθο του «με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, σοβαροί να είμαστε»

«Ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Την φλέρταρα διακριτικά στην αρχή, όπως είπε και η ίδια. Της το εξήγησα ευγενικά. Δεν της είπα θα αποδεχθείς τις ορέξεις μου για να σε στείλω στην οντισιόν. Εκείνη ήταν κυρία. Απέφευγε ευγενικά. Είμαι όμως και αρσενικό παλιάς κοπής οπότε, όταν μια γυναίκα μου λέει το όχι, εγώ επιμένω. Δεν τα παρατάω εύκολα».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το ακούς και κοιτάς λίγο καλύτερα γύρω σου προκειμένου να βεβαιωθείς ότι στον τοίχο δεν έχει ξεφυτρώσει κάποιο κάδρο της Φρειδερίκης, ρίχνεις και μια ματιά στο ημερολόγιο για να βεβαιωθείς για τη χρονολογία. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι δεν απαιτείται και τόση φαντασία: δείξε μου έναν τύπο που αποκαλεί τον εαυτό του «αρσενικό παλιάς κοπής» να σου δείξω έναν που θα προσπαθήσει να προβάλλει την τοξική ματσίλα και τον σεξισμό ως κάτι «φυσιολογικό».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για τον Παύλο Χαϊκάλη, ένα αρσενικό παλιάς κοπής δεν καταλαβαίνει από «όχι», δίνοντας έτσι μια πρώτης τάξεως απάντηση στο ερώτημα «μα καλά και αυτές γιατί δεν είπαν ‘όχι’;».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για τον Παύλο Χαϊκάλη, ένα αρσενικό παλιάς κοπής θα αναπαράγει την προβληματική αντίληψη ότι μια γυναίκα είναι αποδεκτή αν είναι μόνο «κυρία», αν δηλαδή αντιστέκεται με ευγένεια και αντιμετωπίζει τη σεξουαλικότητά της ως μια υπόθεση ιδιωτική, αλλά στην τελική δεν έχει και τόσο σημασία αυτό, αφού ακόμα και έτσι πάλι εκείνος θα γίνει κακοποιητικός, δίνοντας έτσι  μια πρώτης τάξεως απάντηση στο ερώτημα «μα καλά και αυτές γιατί έδωσαν δικαιώματα;».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Καμία γυναίκα δεν οφείλει να αποδεικνύει ότι είναι «κυρία» για να μην την παρενοχλούν σεξουαλικά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για τον Παύλο Χαϊκάλη, ένα αρσενικό παλιάς κοπής ερωτεύεται και φλερτάρει και έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει τον έρωτά του ακόμα και αν αυτό δεν αφορά το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται τα αισθήματά του και, ακόμα χειρότερη, αν το φέρνουν σε θέση δύσκολή και ψυχολογικά μη ανεκτή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυτό που αδυνατεί να καταλάβει ο Χαϊκάλης και τα υπόλοιπα αρσενικά παλιάς κοπής είναι ότι κάθε γυναίκα μπορεί να φλερτάρει με όποιον θέλει, μπορεί να παίρνει η ίδια τηλέφωνο τον φίλο της και να του εκμυστηρεύεται τι θέλει να κάνει μαζί του στο κρεβάτι, μπορεί να δέχεται και να στέλνες nudes και την ώρα που γελάει πονηρά καθώς κοιτάζει την οθόνη του κινητού να κάνει sexting. Και όλα αυτά έχει το αυτονόητο δικαίωμα να τα κάνει με όποιον ή όποια επιλέγει εκείνη. Καμία γυναίκα δεν οφείλει να αποδεικνύει ότι είναι «κυρία» για να μην την παρενοχλούν σεξουαλικά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυτό που αδυνατεί να καταλάβει ο Χαϊκάλης και τα υπόλοιπα αρσενικά παλιάς κοπής, είναι ότι σήμερα εμείς οι άνδρες που νιώθουμε θιγμένοι από τις πράξεις τους σωπαίνουμε, ακούμε και προσπαθούμε να καταλάβουμε. Ξανά και ξανά και πάλι από την αρχή μέχρι να ακουστεί και η τελευταία φωνή που θέλει να μιλήσει και να παρουσιάσει στο φως το δικό της τραύμα κακοποίησης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σωπαίνουμε, ακούμε και προσπαθούμε να καταλάβουμε. Αναστοχαζόμαστε πάνω στα προνόμια της ταυτότητάς μας. Αναλογιζόμαστε πόσο βολικά μας τα έφερε η φύση και κυρίως οι πατριαρχικές μας κοινωνίες, ώστε εμείς, οι λευκοί, στρέιτ άνδρες, να μην χρειαστεί όχι να βιώσουμε αλλά ούτε καν να διανοηθούμε πώς είναι πολλά από αυτά που αφηγούνται οι κακοποιημένες γυναίκες.