Η Χάρπερ Λι, με πολύ απλά και to the point λόγια, εξηγεί τι σημαίνει κουράγιο αλλά και πραγματική πίστη σε έναν αγώνα. Γράφει λοιπόν: «Κουράγιο είναι να ξέρεις να ξεκινάς έναν αγώνα καταδικασμένο απ’ την αρχή, κι ωστόσο να τον ξεκινάς και να τον φτάνεις ως το τέλος, ό,τι κι αν συμβεί». Με αυτό το σκεπτικό και γνωρίζοντας τι θα ακολουθήσει και με τι μορφασμό θα κλείσω την οθόνη του λάπτοπ, αποφάσισα να παρακολουθήσω την επιστροφή των Ράδιο Αρβύλα στην τηλεόραση.
Το αποτέλεσμα που δίνει ο Αντώνης Κανάκης και η παρέα του στο κοινό τους, επιβάλλεται, αν θέλετε, να είναι πάνω του μετρίου και αυτό γιατί, την ώρα που μεταδίδεται η εκπομπή τους, τα υπόλοιπα κανάλια μαυρίζουν τις ψυχές των τηλεθεατών με σκηνές που θα έκαναν τον Άλφρεντ Χίτσοκ να κλαίει σε εμβρυακή στάση. Το να χαρακτηρίζεσαι σατιρική εκπομπή και να «πέφτεις» πάνω σε δελτία ειδήσεων, αναγκαστικά, περιβάλλει την απόφαση αυτή με συμβολισμούς. Στην προκειμένη περίπτωση, ο συμβολισμοί είναι άκυροι και μένουν στα λόγια.
Ο τίτλος του κειμένου είναι λάθος και σωστός ταυτόχρονα. Να εξηγήσω: Η σάτιρα δεν έχει να κάνει με τη χρονιά ή τη διάρκεια, έχει να κάνει με την προσέγγιση στα θέματα επικαιρότητας και το λάθος, αν υπάρχει αυτό -άλλωστε όλα είναι θέμα οπτικής και γούστου- δεν είναι των Ράδιο Αρβύλα αλλά της ελληνικής τηλεόρασης. Έχουμε ανάγκη τους Ράδιο Αρβύλα αλλά όχι αυτό που μάς προσφέρουν. Τι ήταν αυτό που είδαμε χθες το βράδυ; Ένα πιάτο που από το επανειλημμένο ζέσταμα στον φούρνο μικροκυμάτων, έχει αλλοιωθεί η γεύση του. Ένα προϊόν για γρήγορη κατανάλωση. Δεν θέλεις ούτε να το μυρίσεις, θέλεις απλά να το κάνεις στην άκρη. Το βαρέθηκες.
Το λεπτό σε ορισμένες περιπτώσεις χιούμορ του παρελθόντος, μοιάζει πια χοντροκομμένο
Από το ξεκίνημα και το I Will Survive που έγινε I Will Survάω, ένιωσα άβολα. Δεν ήθελα να γελάσω, ήθελα απλά να πατήσω esc. Με την διασκευή του τραγουδιού προσπάθησαν να χωρέσουν όλα όσα μας απασχολούν τον τελευταίο καιρό σε λίγα λεπτά. Το μικρό και ταπεινό μου σαλόνι ξεχείλησε από προχειρότητα. Αν θέλουμε Σεφερλή, υπάρχουν αρκετές παραστάσεις του στο YouTube. Ακούγεται βαρύ, αλλά στο μυαλό μου η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη.
Στο Τουίτερ ήταν αναμενόμενο να βρεθεί για λίγο στην πρώτη θέση των trends. Το καταλαβαίνω, υπάρχουν άτομα που από ακολουθούν την εκπομπή από το 2008. Guess what, βρισκόμαστε πια στο 2021 και δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα. Το λεπτό σε ορισμένες περιπτώσεις χιούμορ των προηγούμενων χρόνων, μοιάζει πια χοντροκομμένο. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να είναι εύπεπτο για πολλούς. Κάθε τι επιφανειακό είναι εύπεπτο. Μήπως αυτό είναι αρκετό για να μας κάνει να προβληματιστούμε; Είδαμε ξανά μπροστά μας τον Τάκη Τσουκαλά που, εντάξει, ας προχωρήσουμε επιτέλους.
Η ίδια ακριβώς συνταγή και στην επιλογή των βίντεο. Η ίδια φωνή, τα ίδια αστεία, τα γέλια τους παρουσιαστών να βγαίνουν με κόπο στο background. «Γαμα Γαπα, Πι Πι», «ο Κυριάκος ο σούπερ γκαντεμόσαυρος», «ο αριστερός Τσίπρας από τα Lidl», λίγο εκκλησία και λίγο Άδωνι στο Καπιτώλιο. Τα ίδια. Μιλάμε για μια σατιρική εκπομπή που προσπαθεί να κρατήσει την ταυτότητά της απεγνωσμένα και φτάνει σε σημείο να γίνεται προβλέψιμη. Τι χειρότερο από το να είσαι προβλέψιμος ενώ σου έχουν κολλήσει την ταμπέλα του σάτυρου;
Το χθεσινό δεν μειώνει μόνο τους Ράδιο Αρβύλα αλλά και το τηλεοπτικό κοινό διότι, αυτό που δεν έχουν καταλάβει οι περισσότεροι, είναι πως η σάτιρα είναι ρευστή, μεταβάλλεται, δημιουργεί νέες συνθήκες και σε καμία περίπτωση δεν μένει στάσιμη. Το βράδυ της Δευτέρας δεν είδαμε τίποτα νέο, αντίθετα, είδαμε μια περιορισμένη κριτική διάθεση και τρανταχτή έλλειψη φαντασίας. Παρακολουθήσαμε μια τυπική εκπομπή που αγγίζει την επικαιρότητα με ανάλαφρο τρόπο και αυτό με παρωχημένο χιούμορ. Τίποτα παραπάνω. Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη τους Ράδιο Αρβύλα εν έτει 2021; Μάλλον όχι. Ή ενδέχεται και ένα κομμάτι του τηλοπτικού κοινού να τους έχει, ποιος ξέρει; Μάλλον αν σου άρεσαν το 2008 θα σου αρέσουν και σήμερα. Αν δεν σου άρεσαν τότε, μάλλον δεν θα σου αρέσουν και τώρα.