Οι φωτογραφίες και τα πλάνα από τις παραλίες και πάρκα της Αθήνας δεν γέμισαν μόνο τον τηλεοπτικό χρόνο σε δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές (σώζοντας αρχισυντάκτες και ομιλούσες κεφαλές στα παράθυρα) ούτε κατέκτησαν με περηφάνια τα feed σε μια άτυπη μετεωρολογική κόντρα με τις εικόνες που έρχονταν από τη χιονοθύελλα της Μαδρίτης.
Τα ηλιόλουστα ποστ από τον Φλοίσβο και το Νιάρχος μέχρι την παραλία της Γλυφάδας και από το σκοπευτήριο της Καισαριανής μέχρι το Πάρκο Τρίτση, αυτό το μαζικό 6 κάτω από το οποίο χώρεσαν βόλτες, πικ νικ και ποδηλατάδες, περισσότερο από μία σκηνή από τα προσεχώς ήταν ένα τεράστιο throwback για όλες αυτές τα Σάββατα και τις Κυριακές που περνούσαν χωρίς μάσκες, χωρίς αντισηπτικά και αποστασιοποίηση.
Ήταν επίσης και μια υπενθύμιση: σε μια καθόλου ευχάριστη κατάσταση, με δεκάδες περιορισμούς και παραχωρήσεις που φτάνουν ως τον πυρήνα των ελευθεριών μας, η οποία διαρκεί κοντά 9 μήνες που η συντριπτική πλειοψηφία τους έχουμε περάσει όχι σε κάποια ευρύχωρη μεζονέτα αλλά σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας και δεν έχουμε τη δυνατότητα όχι να πάμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό να ξεσκάσουμε, αλλά ούτε στο δίπλα νομό ή στην άλλη άκρη της πόλης (αν μιλάμε για την Αθήνα), το ανθρώπινο, σε ένα ηλιόλουστο και ζεστό (με όρους κλιματικής αλλαγής, τρομακτικό) ΣΚ μέσα Γενάρη, είναι να βγεις έξω. Δεν στήθηκε κάποιο πάρτι, δεν γινόταν «πατείς με πατώ σε», δεν στηθήκαμε σε μια ουρά για να μεταλάβουμε από το ίδιο κουτάλι.
Δεν ξέρω, λοιπόν, πόσο «ασφαλής» μπορεί να αισθάνεται κάποιος στα προνόμιά του ώστε να κουνά το δάχτυλο και να επιπλήττει. Οι οργισμένοι σχολιαστές επιστράτευσαν όλα αυτά τα επιχειρήματα που τα βρίσκεις με το κιλό στον πάγκο της ηθικολογίας, διαστρεύλωσαν ακόμα και το ρεπορτάζ του Reuters. Όλοι αυτοί οι “παρά τις συστάσεις” και οι “για ποιο λοκ ντάουν μιλάμε;”. Άνθρωποι οι οποίοι μπορούν, λόγω δουλειάς, να κυκλοφορούν όποτε, όπως και όπου θέλουν έρχονται με ένα σαρωτικό αέρα εξουσίας να στιγματίσουν ηθικά όσους πήγαν -μα αν είναι δυνατόν- μέχρι τη θάλασσα για να νιώσουν το νερό να βρέχει τα πόδια τους ή ξάπλωσαν στα γρασίδια και έκλεισαν τα μάτια καθώς τους χτυπούσε ο ήλιος.
Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην ακούσια ή μη προβολή κοινωνικής απάθειας όπως αυτή αποτυπώνεται στη συμπεριφορά που υιοθετούν διάφορες φρέσκες ή σεσημασμένες «Μαρίες Αντουανέτες» του Covid και στην απόλυτα ανθρώπινη ανάγκη για επαφή και επικοινωνία, για κάτι που δεν βρωμάει εγκλεισμό, που δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες, που δεν μετριάζεται ο ενθουσιασμός που θα σου προκαλέσει από τη φράση «ε, τι να κάνουμε, καραντίνα».
Η αδυναμία διάκρισης αυτής της διαφοράς υποδηλώνει τελικά μια μυωπική, χαιρέκακη και εξουσιομανή ματιά πάνω στην ίδια ζωή. Η υπόμνηση μιας ηθικής ανωτερότητας, η επίκληση ενός άτεγκτου υγειονομικού λόγου με βάση των οποίο οφείλουμε να ρυθμίζουμε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας.
Δεν λέμε να μην προσέχουμε, δεν λέμε να τρέξουμε όλοι στα πάρκα και να αγκαλιαστούμε σαν να ήταν 2019. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν μεμονωμένες φωνές οι οποίες κερδίζουν προβολή και δημοσιότητα αμφισβητώντας τα πάντα από την αρχή της πανδημίας, αποδεδειγμένα έχουμε κατακτήσει τα βασικά της ατομικής ευθύνης, έχουμε εμπεδώσει σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα της αλληλεγγύης και της προστασίας όσων είναι ευάλωτοι και αδύναμοι.
Δεν ξέρω αν έχουμε συνηθίσει στις συνθήκες αυτού του 9μηνου, αν έχουμε τελικά προσαρμοστεί ή αν απλώς τηρούμε μια στάση αναμονής, πριν από ένα μαζικό και παγκόσμιο ξέσπασμα απέναντι στους υγειονονομικούς περιορισμούς, το οποίο προβλέπουν μέσα σε αυτή τη δεκαετία οι ειδικοί. Είμαστε τόσο πολύ βαθιά μέσα σε αυτή την κατάσταση που νομίζω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσουμε να την κρίνουμε από μια απόσταση.
Όπως και να έχει όμως, μια βόλτα στην παραλία είναι το μοναδικό αντίδοτο που πολύ από εμάς έχουμε. Δεν δηλώνει έλλειψη υπευθυνότητας, δεν δείχνει έλλειψη σεβασμού απέναντι σε όσους χάνουν δικούς τους ανθρώπους που πεθαίνουν μόνοι τους στο κρεβάτι μιας εντατικής. Δείχνει απλώς ότι η ζωή μας πάντα θα βρίσκει πάντα τη ρωγμή στους τοίχους, αν όχι για να θριαμβεύει, οπωσδήποτε όμως για να γίνεται βίωμα και να μην εξισώνεται με τη ροή του χρόνου.
Η ζωή μας είναι πολλά περισσότερο από ένα φυσικό μέγεθος. Είναι κατάφαση.