Η ωμή αλήθεια είναι μια: η εστίαση όπως τη θυμόμαστε θα ξαναβρεί τον εαυτό της αφού το θέμα του εμβολιασμού μπει σε μια σειρά. Αυτό σημαίνει πως το break μας με τα αγαπημένα μας στέκια, τα μπαρ που μας ανέχτηκαν με απίστευτη υπομονή και αγκαλιές, παίρνει παράταση επ αόριστον. Εδώ στο Provocateur τα στέκια τα σεβόμαστε σαν σπίτια και επειδή ο αποχωρισμός είναι έντονος, νοσταλγήσαμε τις στιγμές που τα θεωρήσαμε πιο δεδομένα και από τον πρωινό μας καφέ. Με λίγα λόγια, οι συντάκτες μας γράφουν ερωτικά ραβασάκια στα αγαπημένα τους μπαρς, έτσι, για την τιμή του εις το επανιδείν

Το επικό Παραμιλητό Μουσικό Καφενείο της Βάνας Κράβαρη

Μαύρα ράφια γεμάτα μπουκάλια μερικά από τα οποία κρύβονται από έναν ψεύτικο πόθο, που κρέμεται από το πάνω ράφι. Ακριβώς δίπλα είναι καρφωμένος στον τοίχο, ένας πίνακας με μια κλασική 1978 Corvette. Κόκκινη. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο μπαρ δεν ήταν το ψεύτικο φυτό. Ήταν ο πίνακας. Ήταν τόσο στραβά τοποθετημένος, που αποσπούσε την προσοχή μου σε σημείο παράνοιας. Την πρώτη φορά που πήγα σε αυτό, με θυμάμαι να σκέφτομαι πως δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί μέσα. Πληγωνόταν ο ψυχαναγκασμός μου, διάολε. Πέρασαν γύρω στα πέντε χρόνια, κατά τα οποία έχω καταλήξει να περνάω εκεί μέσα τουλάχιστον κάθε Παρασκευή τους. Το ψεύτικο αυτό φυτό και ο στραβός πίνακας αποτελούν το backround όλων των ποτών μου τις καθημερινές. Χρειάστηκε να έρθει η παραμονή Πρωτοχρονιάς, το 2019, για να επιδράσει σωστά η τεκίλα, να σηκωθώ από το σκαμπό, να παρακάμψω όρθιους θαμώνες (ναι, πίναμε ποτά όρθιοι κάποτε) με μεθυσμένες τζεντάι κινήσεις, να σκαρφαλώσω σχεδόν σε ένα άλλο σκαμπό και να ισιώσω τον πίνακα. Είχα μόλις ισιώσει την Corvette. Η Μαρία στο μπαρ προσπαθούσε γελώντας να καταλάβει τι μου συνέβη. Δεν έδειξε και ιδιαίτερη κατανόηση, αλλά δε με ενδιέφερε, γιατί απλούστατα είχα μόλις ισιώσει την Corvette. Φεύγοντας εκείνο το βράδυ, πηγαίνοντας να πληρώσω, συνειδητοποίησα πως για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο πίνακας είχε επανέλθει στην προηγούμενη, στραβή, θέση του. «Μόλις χάσατε έναν πελάτη», είπα στον Νίκο, τον ιδιοκτήτη. Την άλλη μέρα το πρωί, ήμουν και πάλι εκεί, για τον πρώτο καφέ του 2020, αποδεικνύοντας πως ο καφές του αγαπημένου σου μαγαζιού υπάρχει απλώς για να επανορθώσει για το hangover που το ίδιο σου δημιούργησε. Ο πίνακας ήταν ακόμα στραβά τοποθετημένος. Δυο καραντίνες μετά, έχω σκεφτεί πως ίσως αυτό το ίσιωμα του πίνακα να ευθύνεται για τη δυστοπία της χρονιάς. Φαντάζεσαι η αλλαγή της θέσης μιας Corvette, στον τοίχο του Παραμιλητού της Άνω Γλυφάδας, κατά λίγες μοίρες, να έβαλε φωτιά στις δουλειές του ΠΟΥ; Ανακάλυψα το Φαινόμενο της Πεταλούδας; Όταν ξανανοίξει η εστίαση, βγούμε από αυτή τη φυλακή και πάμε για το πρώτο ποτό, έτσι και τον βρω ίσιο, σε τέλεια συμμετρία με το μπαρ, θα τον στραβώσω μόνη μου. Για καλό και για κακό. Άσε που αυτή η μικρή μαχαιριά στο OCD μου κατέληξε να κουβαλά μέσα σε όλη την απουσία αισθητικής της όσα σημαίνει το concept «στέκι»: εδώ μπορείς να είσαι όσο μη σωστός, συμμετρικός, ατημέλητος και στραβός γουστάρεις. Κανείς δε δίνει δεκάρα. Εις υγείαν.

Το (αχ!) Mundo και η Χαβάη του Γιώργου Πολυμενέα

Επειδή για κάποιους το γουατδεφάκ του 2020 δεν είναι απλώς μια χρονολογία, αλλά ένα διαρκές state of mind, να πω ότι το δικό μου λόκαλ μπαρ έχει πάψει να είναι λόκαλ. Όχι, δεν έγινε τόσο δημοφιλές ώστε να μαζεύεται εκεί κόσμος από κάθε γωνιά της Αθήνας ούτε ξαφνικά η συνοικία έγινε hip. Το δικό μου αγαπημένο λόκαλ μπαρ έχει πάψει να είναι λόκαλ γιατί πολύ απλά έχει κλείσει εδώ και 1,5 χρόνο παίρνοντας μαζί του όλα όσα η μπάρα του μάς προσέφερε απλόχερα. Αν υπάρχει κάποιος κανόνας ότι στο λόκαλ μπαρ σου αυτός είναι ότι επιβάλλεται να γράψεις κάποια casual αλλά και εμβληματικά μεθύσια. Ένας δεύτερος ότι αφήνεις να στεγνώσουν σε αυτό τον χώρο 3-4 αισθήματα από αυτά που μας δίνουν υπόσταση ανθρώπινη (έρωτας, καψούρα, χαρά, ζήλια τέτοια πράγματα).

Αυτά τα ζήσαμε στο Mundo στον Πειραιά.

Σε αναζήτηση ενός νέου τοπικού μπαρ, αφού πλέον είμαι κάτοικος μιας νέας γειτονίας, θα ήθελα το νέο μου λόκαλ να είναι η Χαβάη  (για τους φίλους, Χαβαΐτσα) στον Κορυδαλλό. Μια παραφωνία λίγο πιο κάτω από τη μαζική διασκέδαση της πλατείας Ελευθερίας. Η Χαβάη διαθέτει όλα τα στοιχεία για να επιτελέσει αυτό τον ρόλο. Είναι μικρή, έχει χαρακτήρα, βρίσκει πάντα τρόπους να σε εκπλήσσει ακόμα και μια τυχαία καθημερινή που θα πας για μια μπύρα για να σβήσεις. Ακόμα όμως δεν είναι το λόκαλ μου. Ακόμα δεν έχουμε γνωριστεί καλά και κυρίως δεν έχουμε γνωριστεί όπως πρέπει. Και όσο τα μπαρ μένουν κλειστά, τόσο η βαθύτερη αυτή συνάντηση διαρκώς αναβάλλεται λες και ζούμε στους στίχους του «πολλαπλού ειδώλου».

Θα το γράψω από εδώ: Χαβαΐτσα, θες να γίνεις το αγαπημένο μπαρ μου; 

 

Το 42 του Άγγελου Κωνσταντούλια

Θα κυκλοφορούμε στους δρόμους με τα βιβλιάρια στο χέρι. Παλιά δείχναμε ταυτότητα για να πιούμε ποτό, τώρα βιβλιάριο. Το εμβόλιο κατά του Covid-19 αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να ανοίξουν τα μπαρ και είναι μία καλή ευκαιρία να θυμηθούμε όλα εκείνα τα ποτά που τα θεωρούσαμε δεδομένα. Ωστόσο πάντα θα υπάρχει ένα ποτό, ένα bar και μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία που θα θυμόμαστε και θα ζωγραφίζει αβίαστα ένα χαμόγελο στα χείλη μας. Δεκέμβριος 2012. Τότε που η λέξη «πανδημία» υπήρχε μόνο ως γνώση και όχι ως εμπειρία και από μάσκα γνωρίζαμε μόνο αποκριάτικες και ομορφιάς. Οκτώ χρόνια πίσω, λοιπόν. Χριστούγεννα 2012 στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί όπου συμβαίνουν όλα. Αγαπημένος και τελικός προορισμός το Bar 42. Χωμένο στη στοά στο τέλος της Κολοκοτρώνη, αποτελούσε (και συνεχίζει να αποτελεί) τον προσωπικό μου παράδεισο κι ας μην είναι ο ορισμός του μπαρ της γειτονιάς. Η ξύλινη μπάρα, το Chivas που με φλερτάρει, το καταφύγιο στις δύσκολες στιγμές μου. Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πάντα με μελαγχολούν. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα soundtrack για τη συγκεκριμένη μέρα, θα ήταν το «The Sound of Silence» των Simon & Garfunkel. Εξάλλου αυτό έπαιζε στα ηχεία. Ήταν ένα βράδυ μοναχικό. Όπως ακριβώς το επέλεξα. Μόνη παρέα ο bartender, με τον οποίο μέχρι σήμερα μας συνδέει μια δυνατή φιλία. Εκείνη η νύχτα στο bar 42 δεν ήταν ένα υπεραστικό μεθύσι τύπου Charles Bukowski. Ήμουν αρκετά ώριμος ήδη για να μην ταυτιστώ μαζί του. Όλα όσα μου έδωσε εκείνο το βράδυ το συγκεκριμένο bar στην οδό Κολοκοτρώνη 3 και εκείνα που τα συνόδευσε μετέπειτα, το έχουν κάνει να φαίνεται στην ψυχή και το μυαλό μου το πιο όμορφο bar στην πόλη. Μνήμη, ανάμνηση. Η αλληλουχία γεγονότων αποχωρισμού που συνδέουν τη ζωή μας. Ας πιούμε σε αυτό και με κλειστά bar.

Όλη η Βαλτετσίου της Ζωή Δημητρίου

Θαλπωρή. Αυτή είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό όταν βλέπω το αγαπημένο μου μπαρ της γειτονιάς. Κάθε μέρα στέλνω το 6 και κάνουμε βόλτα με το σκύλο και περνάμε από τον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, μόλις στρίβουμε από την Ιπποκράτους και βλέπω τα άδεια μαγαζιά χωρίς ζωή και με πιάνει ένα μικρό σφίξιμο. Κι αναρωτιέμαι πόση ανθρωπίλα λείπει από τις ζωές μας. Και την ίδια στιγμή καταλαβαίνω πόσο ύπουλα ανοίγει το χρονοντούλαπο με τις αναμνήσεις από μια ζωή που μοιάζει μακρινή. Στο Lulu το πρώτο μπαρ στον πεζόδρομο θυμάσαι τη βραδιά που ήταν γεμάτο και δεν έβρισκες να κάτσεις και σε χτυπούσαν τα τακούνια. Κι έχεις καιρό να φορέσεις ωραία ρούχα για να βγεις. Στη Σουσουράδα περνάς και θυμάσαι εκείνη την Κυριακή που μετά τις διακοπές συναντήθηκες με τους φίλους σου και ανταλλάζατε καλοκαιρινές ιστορίες κι ακόμη ήσασταν μαυρισμένοι και χορτάτοι από αγκαλιές. Και έχεις καιρό να τους αγκαλιάσεις. Στο Warehouse καθόσουν μια δυο φορές την εβδομάδα για ένα κρασάκι μετά τη δουλειά. Και έχεις σιχαθεί την τηλεργασία και θέλεις να πας για ένα ποτό μετά το γραφείο, λες και θα κοινωνήσεις ελιξίριο ζωής. Στο Luxus πήγαινες τη μέρα με τα φθηνά κοκτέιλ και ερχόντουσαν οι φίλοι σου να τους γνωρίσεις τη σερβιτόρα να κάνουν μια γνωριμία. Και σου στέλνουν ηχητικά πότε θα βγείτε να κάνεις τον wingman τους και γελάς γλυκόπικρα. Στο Warehouse θα έκανα και τα γενέθλια μου, κάθε χρόνο εκεί τα κάνω, έξω με τα μανιτάρια να πίνουμε ροζέ κρασιά, μαζεμένοι 10-12 άνθρωποι, χωρίς μάσκες και αντισηπτικά. Τα τελευταία γενέθλια της παρέας τα κάναμε σε zoom. Αλλά θα ξαναστείλω έξι, γιατί αυτά τα μπαρ ήταν το κοινωνικό μου καταφύγιο και γεμάτα ανθρωπίλα. Και μου λείπουν οι κανονικές νύχτες μας. Εκείνες που δεν θύμιζαν μια κακόγουστη ημέρα της μαρμότας.