Ένα ακριβό εστιατόριο στο δυτικό Λονδίνο, η αίθουσα ενός μικρού μουσείου στις Κυκλάδες, η τόσο γνώριμη πλέον θαλπωρή που νιώθει κάποιος μπροστά από το πεδίο «τι σκέφτεστε;» στο Facebook. Μέσα σε 48 ώρες τρεις διαφορετικές τοποθεσίες, με τελείως διαφορετικό context η κάθε μία, έγιναν οι πιο πρόσφατες, οι πιο ορατές και οι πιο σχολιασμένες ενδείξεις ότι όσο ο πλανήτης μαθαίνει να υπολογίζει τον χρόνο σε εβδομάδες εγκλεισμού και αναστολής της καθημερινής ζωής, έτσι όπως την είχαμε συνηθίσει μέχρι την περασμένη άνοιξη, τόσο πιο ορμητικό θα είναι το κύμα απάθειας που θα σαρώσει τις κοινωνίες μας.
Το πάρτι για τα 30α γενέθλια της Rita Ora έμοιαζε βγαλμένο από κάποιον κρυφό ίσως θαυμασμό για την εποχή της ποταπογόρευσης και των roaring 20s (όχι των τωρινών, εκείνων του υπέρχου Γκάτσμπυ), μα στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια βαθμίδα στην κλίμακα της ματαιοδοξίας. Αχρείαστο να την περάσεις και ταυτόχρονα τόσο αναμενόμενο ότι θα συμβεί.
Ο αντίστροφος ηλικιακός ρατσισμός και ο βαθιά αντιδραστικός λόγος του Κώστα Τσόκλη θα μπορούσε να αποδοθεί στην αγωνία ενός μεγάλου σε ηλικία ανθρώπου ο οποίος νιώθει απροστάτευτος απέναντι στην πανδημία. Ναι, θα μπορούσαμε να τον είχαμε εκλάβει έτσι, αν κάθε λέξη του εικαστικού δεν μετατρεπόταν σε κλινικής ωμότητας σύμβολο αλαζονείας, αυτοαναφορικότητας και άρνησης. Μια άκομψη επίκληση σε ένα ταξικό entitlement.
Γιατί κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν τόσο αδιάφοροι απέναντι σε κάτι που αντικειμενικά αποτελεί μια καθολική συνθήκη που επηρεάζει τις ζωές όλων
Το post του Νικόλαου Μαρκόπουλου είναι ακόμα πιο εύκολο στην ανάγνωσή του: μια χοντροκομμένη και κωμική επίδειξη πλούτου την ώρα που η χώρα μετρά καθημερινά 100άδες νεκρούς -και όχι αυτό δεν είναι λαϊκισμός, αλλά το post του Αντιδημάρχου Αθηναίων είναι μια λαμπρή στιγμή στρουθοκαμηλισμού.
Τα παραπάνω περιστατικά απάθειας απέναντι σε όσα περνούν οι κοινωνίες κατά τους τελευταίους μήνες δεν είναι τα μοναδικά. Αν ρωτήσουμε λοιπόν γιατί κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν τόσο αδιάφοροι απέναντι σε κάτι που αντικειμενικά αποτελεί μια καθολική συνθήκη που επηρεάζει τις ζωές όλων, θα πρέπει να επισημάνουμε μια πολύ χτυπητή διαφορά ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κύμα της πανδημίας στην Ευρώπη. Την άνοιξη κυριάρχησε ένα αίτημα ενότητας και ομοψυχίας. Ξαφνικά, ήμασταν «όλοι μαζί» σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Πρώτης τάξης υλικό προκειμένου να γεμίζουν με ύλη τα δελτία ειδήσεων και τo feed στο Instagram και το TikTok, όμως η αλήθεια επέμενε να αναδύεται πάνω από κάθε φίλτρο: δεν είναι το ίδιο να κάνεις καραντίνα σε μεζονέτα και το ίδιο σε ένα δυάρι στην Κυψέλη.
Ο θάνατος γίνεται πλέον ένα θέμα μπανάλ
Η ψευδαίσθηση της ενότητας χάνει την επικοινωνιακή της δύναμη καθώς εθιζόμαστε σε μια αριθμητική θανάτων και σε ένα λόγο άλλοτε τεχνοκρατικό και άλλοτε αποσπασματικό γύρω από τις αδυναμίες του συστήματος υγείας. Σταδιακά στο μυαλό πολλών, ο θάνατος γίνεται πλέον ένα θέμα μπανάλ, ένα διάγραμμα στατιστικής για τα δεδομένα του οποίου πολιτικοί θα υποστηρίξουν ότι αξίζει να πανηγυρίσουν. Κεφάλια βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στην άμμο την ίδια στιγμή που οι άνθρωποι που χάνονται δίπλα μας μετατρέπονται σε πληροφορία, την οποία θα ανακτήσουμε με ένα βιαστικό σκρολάρισμα όσο περιμένουμε στην ουρά του σούπερ μάρκετ ή την ώρα που τρώμε μακαρόνια ξαναζεσταμένα στο φούρνο μικροκυμάτων μπροστά από μια οθόνη.
Αν λοιπόν την άνοιξη ήμασταν ενωμένοι, τώρα πρέπει να φανεί ανοιχτά ότι είμαστε διαφοροποιημένοι
Φυσικά υπάρχει η κατάφαση της ζωής, η ανάγκη να ζήσουμε τη ζωή μας απέναντι στους περιορισμούς, υγειονομικούς και μη. Όμως ούτε ο Τσόκλης ούτε ο Μακρόπουλος μίλησαν για αυτό, παρά θέλησαν να τονίσουν την ταξική τους διαφοροποίηση από αυτό που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Αν λοιπόν την άνοιξη ήμασταν ενωμένοι, τώρα πρέπει να φανεί ανοιχτά ότι είμαστε διαφοροποιημένοι. Στο όνομα ενός ταξικού προνομίου, θα είναι όλο και συχνότερα τα περιστατικά όπου κάποιοι θα δείχνουν ότι είναι προστατευμένοι από την υγειονομική απειλή, ότι δεν τους αγγίζει, ότι οφείλουν να συνεχίσουν τη ζωή τους, ότι ίσως μάς έκαναν και τη χάρη να βάλουν και εκείνοι -μαζί με εμάς- τις ζωές τους σε παρένθεση.
Απαθείς απέναντι σε ένα κοινό δράμα, μα κυρίως απαθείς απέναντι σε ζωές που δεν βλέπουν.