Ένας άντρας στη Μάνη, παίρνει μια καραμπίνα στα χέρια του και πυροβολεί τη σύζυγό του δυο φορές στο κεφάλι. Πριν τα καταφέρει, η κόρη του προσπάθησε να του πάρει το όπλο από τα χέρια, σε μια προσπάθεια να καταφέρει να σώσει τη ζωή της μητέρας της. Για μια ακόμα φορά, το θύμα παρουσιάζεται με τους δυο ρόλους του, αυτόν της μητέρας και της συζύγου. Ο πρώτος πάλι λείπει, ο βιολογικός. Αυτός της γυναίκας. Ακόμα μια από εμάς δολοφονήθηκε και η λέξη γυναικοκτονία είναι πολύ «βαριά», πολύ ωμά ειλικρινής για να γραφτεί στους τίτλους της είδησης ή στο follow up των πληροφοριών που ακολουθούν την υπόθεση. Δε χαϊδεύει αυτιά η λέξη γενοκτονία. 

Μια δολοφονία με βάση το φύλο, που δεν είναι ακριβώς νέα, μας απασχόλησε για ακόμα μια φορά και δεν έχουμε καν το θάρρος να αναφερθούμε σε αυτή ως έχει. Γυναικοκτονία. Το σενάριο για ακόμα μια φορά φέρνει στην επιφάνεια όλα τα κατάλοιπα μια κοινωνίας βαθιά πατριαρχικής, που πλέον πάει να γίνει και κρυφά πατριαρχική. Κι αυτό ίσως να είναι πιο επικίνδυνο. Για ακόμα μια φορά μιλάμε για μια γυναίκα που ζούσε ένα «κρυφό» δράμα πίσω από κλειστές πόρτες, που είτε μας αρέσει, είτε όχι, συνήθως είναι εκεί για να συγκαλύπτουν τη ζωή μιας γυναικείας υπόσταση που δε γίνεται σεβαστή ως τέτοια.

Σιγά σιγά οι πληροφορίες γίνονται γνωστές, συνθέτοντας ένα σενάριο που έχουμε δει τόσες φορές. Μια γυναίκα κακοποιημένη, μια γυναίκα που ο σύζυγός της τη «ζήλευε παθολογικά». Μια γυναίκα που είχε δώσει τα σημάδια της κακοποίησής της, αλλά δεν πήρε καμία βοήθεια, μέχρι το αργά να αποδειχτεί πολύ αργά. Μια οικογένεια της ο οποίας ο κακοποιητής ήταν και τοπικός παράγοντας, υπεράνω πάσης υποψίας, σε σημείο που «έπεσε από τα σύννεφα η τοπική κοινωνία», που «δεν το περίμενε». Φαίνονταν «αγαπημένο ζευγάρι», «δεμένη οικογένεια», «σωστή».

Διαβάσαμε πως οι γυναίκες τελευταία μιλάμε περισσότερο από ό,τι πρέπει και πως ένας γάμος θέλει περισσότερη υπομονή εκ μέρους μας. Αλλιώς τι; Καραμπίνα και διπλός πυροβολισμός μάλλον.

Άλλη μια γυναικοκτονία της οποίας το χρονικό θα μπορούσες να μαντέψεις, χωρίς να έχεις διαβάσει τίποτα για αυτή. Γιατί η παθολογία που οδήγησε σε αυτή χαρακτηρίζεται από το παράδοξο: το έχουμε ξαναδει, δεν κάναμε τίποτα για να μην το ξαναδούμε. Γυναίκες δολοφονούνται με δικαιολογητική βάση τη «ζήλια». Πόσο βολικό να ρίχνεις μια γυναικοκτονία στον παράφορο έρωτα. Δεν ακούγεται και τόσο τραγική πια. Σωστά; Γυναίκες σαν κι εμάς, η μια μετά την άλλη, δολοφονούνται γιατί είναι γυναίκες και ακόμα δεν έχουμε βρει τη λέξη να ορίσουμε την κτηνωδία.

Η απαίτηση να μπει ο όρος στο λεξιλόγιό μας, να ορίσει τα εγκλήματα που μας κάνουν να ανατριχιάζουμε, τρακάρουν σε εκείνα τα ένστικτα τα κατώτερα, τα απαίδευτα. Στα λεγόμενα όσων βρίσκουν δικαιολογία, εξήγηση, ένα μαξιλαράκι στην ευκολία με την οποία ένας άντρας σηκώνει το όπλο του και δολοφονεί εν ψυχρώ μια γυναίκα. Είτε την αποκαλεί σύζυγο είτε όχι. Είτε είναι μητέρα των παδιών του, είτε όχι. Διαβάσαμε πως οι γυναίκες τελευταία μιλάμε περισσότερο από ό,τι πρέπει και πως ένας γάμος θέλει περισσότερη υπομονή εκ μέρους μας. Αλλιώς τι; Καραμπίνα και διπλός πυροβολισμός μάλλον. Καθημερινή κακοποίηση μάλλον. «Τον έφαγε τον φουκαρά με τη γκρίνια της», ακούσαμε. Θα πάει φυλακή τώρα ο καημένος, τον έφτασε στα όριά του. Για αυτό καραμπίνα και διπλός πυροβολισμός μάλλον. «Μήπως έπεσε κέρατο;», αναρωτιέται κάποιος άλλος. Γιατί αν έπεσε κέρατο, μια είναι η λύση. Καραμπίνα και διπλός πυροβολισμός. Μάλλον.

Εμείς περιμένουμε να αναγνωριστεί πως έφυγε ακόμα μια από εμάς, από όσα δολοφονούν τις υποστάσεις μας και τις θέσεις μας. Γυναικοκτονία. Με καραμπίνα και διπλό πυροβολισμό. Μετά από κακοποίηση. Δίπλα σε μια «κουφή» κοινωνία. Πίσω από κλειστές πόρτες. Με καραμπίνες σε δωμάτια, η ύπαρξη των οποίων κατέληξε σε ακόμα έναν διπλό πυροβολισμό όσων παλεύουμε να σταματήσουμε. Όχι μάλλον. Σίγουρα.