«Μικρή είσαι ακόμα, μην τρελαίνεσαι». Αυτή ήταν η απάντηση του πρώτου ανθρώπου με τον οποίο έτυχε να μοιραστώ τα νέα ότι κόβω το τσιγάρο. Πράγματι, τα 28 δεν είναι και η πιο ενδεικτική ηλικία να φρικάρει κανείς με την ιδιότητα του καπνιστή. Καπνίστρια στο μεταξύ η γυναίκα που θεώρησε το «χαλάρωσε» την ιδανική απάντηση σε κάποιον που έχει αποφασίσει να παλέψει με τον εθισμό, γεγονός που με κάνει να την καταλαβαίνω απόλυτα. Βλέπεις κάθε καπνιστής εύχεται να μπορούσε να ξυπνήσει μια ημέρα και να είχε κόψει το κάπνισμα ως δια μαγείας. Ακόμα και όσοι δηλώνουν πως το τσιγάρο σαν συνήθεια, σαν εφέ, σαν στάτους και σαν γεύση τους αρέσει. Αλλά αυτό το θέλω μένει σαν όνειρο όσο η ζωή συνεχίζει να πνίγεται στους καπνούς, όσο κάποιος άκυρος βήχας δεν εμφανίζεται για να χτυπήσει το κουδουνάκι της φοβίας του θανάτου. Έτσι ο στόχος της διακοπής μετατίθεται από χρονιά σε χρονιά, από διακοπές σε διακοπές, από στρεσογόνα περίοδο σε στρεσογόνα περίοδο.
Με όλο το θάρρος, αγαπημένε μου καπνιστή, θεωρώ πως είναι πολλές οι αλήθειες απέναντι στις οποίες πρέπει να εθελοτυφλήσεις συνειδητά, με πείσμα παιδιού, για να συνεχίσεις να καπνίζεις σαν να κερδίζεις κάτι από αυτό. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως ενώ, καπνίζοντας από τα 18, έχω περάσει από όλα εκείνα τα στάδια κατά τα οποία καπνίζεις θεωρώντας αυτό που κάνεις από ΟΚ, μέχρι όχι και τόσο επικίνδυνο, ως και μια έξη για την οποία είσαι διατεθειμένος να θυσιάζεις λεφτά, υγεία, χρόνο και ας την πούμε αξιοπρέπεια -γιατί δεν έχω καλύτερη λέξη αυτή τη στιγμή- νιώθω πως δε μπορώ να με κοροϊδεύω άλλο.
Το τσιγάρο ήταν πάντα εκεί για εμένα. Από τον πρώτο καφέ της μέρας, μέχρι την έξτρα απόλαυση στο αγαπημένο μου ποτό, αλλά και το σκότωμα του χρόνου σε ένα κόκκινο φανάρι που διαρκεί παραπάνω από το απαραίτητο. Τα πρωινά, εφιάλτης σήμαινε να έχω ξεμείνει από φιλτράκια, τα βράδια το αλκοόλ χωρίς νικοτίνη και πίσσα έχανε κάθε δράμι της αξίας του (κι ας άξιζε το ποτήρι όσο ολόκληρος ο καπνός, τα χαρτάκια, τα φιλτράκια, ίσως και ο αναπτήρας μου) και η οδήγηση χωρίς τσιγάρο αύξανε τον εκνευρισμό και τα κορναρίσματά μου κατά 75%, με σφοδρότητα στερητικού συνδρόμου. Όλα ίσιωναν τη στιγμή της πρώτης τζούρας μετά την έλλειψη και δεν άργησα να αντιληφθώ πως δεν είναι ούτε έξη, ούτε συνήθεια, ούτε ένα εξτραδάκι που κάνει τον καφέ καλύτερο και το αλκοόλ πιο ευκολόπιοτο. Ήταν ένας εθισμός. Και μάλιστα ένας εθισμός που σκοτώνει με μαθηματική ακρίβεια, χωρίς να είναι παράνομος και με κάθε νόμιμη άδεια να πωλείται. Ναι, πρακτικά τη στιγμή της συνδιαλλαγής με τον περιπτερά, πρακτικά δίνουμε λεφτά και παίρνουμε θάνατο οι καπνιστές. Και το κάνουμε σαν να μην τρέχει τίποτα.
Όχι, δεν ήταν κακός ο εσπρέσο χωρίς τσιγάρο. Εγώ τον έκανα κακό, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με καπνούς, για να συνεχίζω σαν το ποντίκι στο κλουβί αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Έχω πει πολλά ψέματα στον εαυτό μου τα τελευταία χρόνια, για να συνεχίζω να αγοράζω τον θάνατό μου από το περίπτερο. Από ένα σημείο και μετά, ήταν τόσο οφθαλμοφανείς που ένιωθα ο μεγαλύτερος βλάκας στον κόσμο. Καλά μπορεί και να είμαι, προχωράμε. Το θέμα είναι πως δεν ήταν εύκολο να συνεχίζω να θεωρώ τον εαυτό μου μερακλή άνθρωπο επειδή έβρισκα το τσιγάρο μετά το φαγητό το πιο απολαυστικό πράγμα στον κόσμο. Κάποια στιγμή, άρχισα να παρατηρώ πως οι μη καπνιστές γύρω μου, μετά το φαγητό είχαν αυτή την έκφραση της μακαριότητας, της ολοκλήρωσης. Εγώ πάλι, ενώ είχα φάει, ενώ είχα απολαύσει, ενώ είχα χορτάσει, είχα ακόμα μια ανάγκη να καλύψω, τον εθισμό. Οι άλλοι έπιναν νερό και εγώ έστριβα τσιγάρο και από άνθρωπος που ετοιμαζόταν να συναντηθεί με μια ακόμα απόλαυση (μετά από αυτή του φαγητού) έβλεπα ξεκάθαρα πως αυτό που ήμουν στην πραγματικότητα ήταν σκλάβα του εθισμού. Το ποτό άρχισε να γίνεται σαφές πως ήταν απολαυστικό με ή χωρίς τσιγάρο. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν εγώ μου δημιούργησα μια ακόμα ανάγκη που στο κεφάλι μου έκανε αυτές τις συνήθειες ελλιπείς, χωρίς λίγη πίσσα και νικοτίνη στο μενού. Όχι, δεν ήταν κακός ο εσπρέσο χωρίς τσιγάρο. Εγώ τον έκανα κακό, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με καπνούς, για να συνεχίζω σαν το ποντίκι στο κλουβί αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις το κάπνισμα σαν εθισμό, σε μια κοινωνία που το αντιμετωπίζει απλά σαν κακή συνήθεια.
«Έχω κλείσει δυο μέρες χωρίς τσιγάρο», είπα σήμερα το πρωί στη μάνα μου για να πάρω απάντηση ένα «άντε πάλι» που όχι μόνο δε με πείσμωσε αλλά μου θύμισε τη δυσκολία του να είσαι καπνιστής σε μια εποχή που η αλήθεια είναι διαθέσιμη εκεί έξω. Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν πως το τσιγάρο κάνει καλό. Ναι, «μειώνει το στρες» έλεγαν προτείνοντάς το σαν πρακτική, ενώ σήμερα πρέπει να ζεις κάτω από την επιφάνεια της γης για να πιστεύεις πως είναι αγχολυτικό ένα προϊόν που σου προκαλεί ταχυπαλμία κατά τη χρήση του ή που σου προκαλεί το μάξιμουμ του στρες όταν έχει περάσει αρκετή ώρα από την τελευταία τζούρα. Το τσιγάρο είναι αγχολυτικό απέναντι στο άγχος που προκαλεί ο εθισμός σε αυτό ούτως ή άλλως και αυτή δεν είναι μια αλήθεια που τώρα ξαφνικά ανακαλύπτω. Στην πραγματικότητα είναι κάτι που έχω αντιληφθεί με κάθε πιθανό τρόπο τα τελευταία χρόνια που έχω μπει σε μια σχέση μίσους και πάθους με το τσιγάρο και με την οποία μάλλον οι περισσότεροι καπνιστές μπορούν να ταυτιστούν. Το να έχεις περάσει χρόνια ολόκληρα με μια απαίσια επίγευση στο στόμα, με μια άσχημη μυρωδιά στα ρούχα και ένα ντροπιασμένο βλέμμα κάθε φορά που χρειάστηκε να βγεις έξω στο κρύο για να καπνίσεις, όταν στον χώρο που βρισκόσουν το κάπνισμα απαγορευόταν, δε σε κάνει ούτε αυτοκαταστροφικό ούτε «βρωμιάρη» σε κάνει αδερφό και σύντροφό μου σε αυτή τη μάχη απέναντι στον στρουθοκαμηλισμό.
Όση ώρα γράφω αυτό το κείμενο έχω σκεφτεί πάνω από δεκαπέντε φορές να πάω να αγοράσω τσιγάρα και να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω μια πιο κατάλληλη στιγμή. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις το κάπνισμα σαν εθισμό, σε μια κοινωνία που το αντιμετωπίζει απλά σαν κακή συνήθεια. Το κάπνισμα δεν είναι συνήθεια. Είναι ένα ραντεβού με τον θάνατο, με την κακή υγεία, με το ανύπαρκτο ανοσοποιητικό, με το στερητικό σύνδρομο και την παγίωση της πεποίθησης ότι η ζωή είναι μισή χωρίς αυτό. Την τελευταία φορά που προσπάθησα να απεξαρτηθώ έμαθα την ιστορία ενός ανθρώπου που ακόμα και μετά από είκοσι χρόνια αποχής δήλωνε «προσπαθώ να το κόψω» κάθε φορά που το προσέφεραν ένα. Η σκληρή αλήθεια είναι πως η διακοπή του τσιγάρου είναι ο χειρότερος χωρισμός μου, μια συνεχόμενη μάχη με το ενδεχόμενο να ξανακυλήσω. Αλλά το να συνεχίσω αυτό το παιχνίδι αυτολύπησης, αυτοεκπληρώνοντας την προφητεία που με θέλει να ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο ξέροντας πως αυτό θα με κάνει καπνίστρια με τάσεις αυτοκτονίας, δεν είναι στα ιδανικά σενάρια για τη ζωή μου. Στο μεταξύ, οι πιθανότητες αποτυχίας είναι πολλές. Αν καταλήξω πάλι να πέφτω στα τσιγάρα σαν πρωτάρα σε αυτό το μονόπρακτο του παραλόγου, συγχώρεσε με φίλε μου καπνιστή. Κυρίως γιατί τόση ώρα μπορεί να νιώθεις ότι σου κουνάω το δάχτυλο. Η αλήθεια όμως είναι πως έχω γράψει χίλιες και κάτι λέξεις της πιο προσωπικής, ερωτικής ενδεχομένως εξομολόγησης απέναντι σε ό,τι με κρατάει μακριά από μια ζωή χωρίς εθισμό, βηχαλάκι, τσιγαρίλα, σκλαβιά, αυτολύπηση και περιττά έξοδα, με τα νεύρα του στερητικού συνδρόμου. Δυο εβδομάδες κρατάει. Θα δούμε πώς θα πάει και αυτό.