Κανείς δεν γνωρίζει ποιο θα είναι και -αν τελικά θα υπάρξει- το κοινοβουλευτικό αποτύπωμα του  Κωνσταντίνου Μπογδάνου, γνωρίζουμε όμως ότι πολιτικά έχει προσφέρει μια πολύτιμη υπηρεσία: έχει οριοθετήσει το εγχώριο πολιτικό περίγραμμα της «εναλλακτικής δεξιάς», της alt-right που στις ΗΠΑ σαρώνει και είναι αυτή που δημιούργησε όλο το hype γύρω από τον Trump πριν από 4 χρόνια και θα είναι αυτή που πιθανόν να διασφαλίσει την επανεκλογή του σε μερικές εβδομάδες.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ένα ακόμα κείμενο που ασχολείται με τον Μπογδάνο δεν είναι κάτι περισσότερο από το να παίζεις φρουτάκια στο καζίνο: στο τέλος χαμένος θα βγεις, αλλά στο ενδιάμεσο θα έχεις διασκεδάσει με αυτό τον καταιγισμό από πολύχρωμα χαμένα jack pots. Μία τέτοια περίπτωση ήταν και η συνέντευξή του στην εκπομπή «Τάκης Χατζής Direct» στον Alpha.

Ο Μπογδάνος δεν έκανε κάποια φανταχτερή δήλωση, ωστόσο μέσα σε περίπου 30 λεπτά κατόρθωσε να αποτυπώσει την ατζέντα της ελληνικής alt-right: ξεκίνησε με τις θέσεις του κατά του ακτιβιστικού φεμινισμού, έθιξε ξυστά το δικαίωμα της δεξιάς να συμπράττει με τους ναζί απέναντι στους μετανάστες, υπερασπίστηκε το δικαίωμα των ομοφυλοφίλων στον πολιτικό γάμο (χωρίς όμως να κάνει κουβέντα για την ορατότητα αυτών των ομάδων), δήλωσε πίστη στα ιερά της εκκλησίας και με μπόλικη κουτοπονηριά απέφυγε να πει αν λαμβάνει θεία κοινωνία εν μέσω πανδημίας, πήρε μια κιθάρα και τραγούδησε το ακορντεόν και κατόρθωσε να χωρέσει στην ίδια φράση τον Μεταξά και τον Μπελογιάννη.

Η παραπάνω διαδρομή είναι ντελιριακή, μπορεί όμως να χαρτογραφηθεί. Ο Μπογδάνος είναι ένα γνήσιο παιδί μιας ρηχής ανάγνωσης του μεταμοντερνισμού: ο λόγος του λειτουργεί σαν άλλος οδοστρωτήρας και κάνει ένα με την άσφαλτο ιδέες και έννοιες. Όλα αντιμετωπίζονται σαν έχουν την ίδια βαρύτητα, σαν να προέκυψαν μέσα από τις ίδιες ιστορικές συνθήκες. Χάνεται η ένταση, ο όγκος και οι λεπτές τους υφές. Τίποτα δεν έχει περισσότερη σημασία από οτιδήποτε άλλο. Οι διαχωριστικές γραμμές καταλύονται όχι για να μπορέσουμε να δούμε πέρα και μακριά από διαχωρισμούς, αλλά προκειμένου να χαθεί κάθε ιδιαίτερότητα, κάθε σημείο διαφοροποίησης και στο τέλος η ίδια η αλήθεια. Με αυτό τον τρόπο ο Μπογδάνος κατορθώνει να ενσαρκώνει στο λόγο του ταυτότητες αντιφατικές: ένας δήθεν φιλελεύθερος που νιώθει άνετα, για παράδειγμα, με τον εξουσιαστικό χαρακτήρα και τους αποκλεισμούς που θέτει ένας ισχυρός θεσμός όπως η Εκκλησία.

Ο λόγος του Μπογδάνου λειτουργεί σαν άλλος οδοστρωτήρας και κάνει ένα με την άσφαλτο ιδέες και έννοιες.

Ο Μπογδάνος νιώθει entitled να αντλήσει ό,τι θέλει και με τον τρόπο θέλει ιδέες, πρόσωπα και ορολογία από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους επειδή πάντα ήταν στις ισχυρές ομάδες: λευκός, straight άνδρας, με καλές σπουδές, μέλος του κοινοβουλίου (και παλιότερα με πολύ ισχυρή πρόσβαση στο δημόσιο λόγο) και μέλος ενός κραταιού πολιτικού φορέα. Έχει το προνόμιο να θέτει την ατζέντα και να ξέρει ότι δεν θα μένει εκτός συζήτησης.

Η alt-right του Μπογδάνου όμως δεν αρκείται στην απόλυτη εξίσωση των πάντων προκειμένου να γίνει ακόμα πιο θολές οι διακρίσεις και κυρίως τα κίνητρα και οι σκοποί πίσω από την κάθε ιδεολογία. Η alt right γιγαντώθηκε όταν από την εξ ορισμού προνομιακή της θέση κατασκεύασε σαν απειλή τον «Άλλο», δηλαδή τις λιγότερο ισχυρές ομάδες που έρχονται να διεκδικήσουν ορατότητα και δικαιώματα.

Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο της συνέντευξης λέει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με τον φεμινισμό, αρκεί να μην στρέφεται εναντίον του. Ένα βασικός μηχανισμός της alt-right είναι η αυτοθυματοποίηση. Πιάνει, αλλά κάθε φορά που επιχειρείς να τον αποδομήσεις διαπιστώνεις ότι πόσο αντιφατικό είναι η κυρίαρχη ομάδα, αυτή που έχει το μαχαίρι και το πεπόνι της ερμηνειών και της κατασκευής της κοινωνικής μας πραγματικότητας, κατασκευάζει τα υποκείμενά της ως απειλούμενα.

Η alt-right θα είναι το ρυάκι που θα φουσκώσει όχι μόνο από τους παλιάς κοπής οπαδούς της άκρας δεξιάς αλλά και από εκείνους που δεν είχαν πρόβλημα να στηρίξουν περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά τους ναζί. Είναι χρήσιμο να τη γνωρίζουμε.