Γράφει ο Σταύρος Παναγιωτίδης*
Η υπόθεση της δίκης της Χρυσής Αυγής σίγουρα ωρίμασε κάποια κομμάτια του ευρύτερου κινήματος, κάποια άλλα όμως τα άφησε έτσι όπως τα βρήκε. Μιλάμε για αυτούς που χαλάστηκαν όταν είδαν να σηκώνουν το «Δεν είναι αθώοι» άνθρωποι και φορείς που όλο το προηγούμενο διάστημα δεν εντάσσονταν στο κλασικό αντιφασιστικό κίνημα. Μιλάμε για αυτούς που, όπως πάρα πολύ πετυχημένα έγραψε στο facebook ο γνωστός stand up κωμικός Δημήτρης Χριστοφορίδης, «άμα γράφετε πως “εχει γίνει hype με τη δικη της ΧΑ και όλοι πουλάνε αντιφασισμό” είστε τρομερά γελοίοι και αντιμετωπίζετε τον αντιφασισμό σαν τον πρώτο δίσκο που έβγαλε γαμάτη μπάντα και μετά την μάθαν ολοι και ξενερώσατε».
Και γιατί ξενερώνουν; Γιατί σου λένε ότι «Όλοι αυτοί δεν ήξεραν για τη Χρυσή Αυγή και έμαθαν τώρα;», «Τα λένε επειδή είναι μόδα», «Τα λένε για να πουλήσουν», «Τα λένε για να ξεπλυθούν». Οκ, το τελευταίο την προκαλεί δικαίως την οργή μας, γιατί δεν είναι και μικρή δοκιμασία για τα νεύρα σου να βλέπεις αυτούς που έλεγαν στις εκπομπές τους πόσο γλυκούληδες είναι οι Χρυσαυγίτες που βοηθάνε τη γιαγιά να βγάλει λεφτά από το ATM, τώρα να σου λένε με ύφος πως είναι δολοφόνοι. Αλλά τα υπόλοιπα, γιατί να μας χαλάνε; Το ότι ο αντιφασισμός γίνεται μόδα -σε μία κοινωνία που στους νέους πήγε κάποια στιγμή να γίνει μόδα ο φασισμός- δεν δείχνει το μέγεθος της νίκης μας; Ή μήπως θέλουμε όλοι αυτοί να βγουν και να μας ζητήσουν και μια συγγνώμη που τόσο καιρό δεν μας άκουγαν;
Το ότι ο αντιφασισμός γίνεται μόδα δεν δείχνει το μέγεθος της νίκης μας;
Μου φαίνεται όμως πιο ιντριγκαδόρικο το επιχείρημα ότι «το λένε για να πουλήσουν» και θα σταθώ λίγο σε αυτό. Κυρίως γιατί πολλές φορές αυτό το επιχείρημα προέρχεται από ανθρώπους που ενθουσιάζονται με την παραμικρή χαραμάδα που ανοίγει για την αποδοχή του diversity, της διαφορετικότητας. Αυτούς που έχουν ξετρελαθεί επειδή το GNTM σπάει τα στερεότυπα και βάζει στο show plus size μοντέλα ή κανονικοποιεί τις lgbtqi επιλογές. Εδώ, λοιπόν, τι γίνεται; Υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι ο χώρος της μόδας δεν το κάνει όλο αυτό και επειδή πουλάει; Επειδή του ανοίγει νέες αγορές, επειδή βάζει στο παιχνίδι της κατανάλωσης και άτομα που δεν απηχούν τα κλασικά πρότυπα; Αλλά την ίδια στιγμή, όλο αυτό δεν εκφράζει και την ανάγκη πολλών ανθρώπων, και από τον ίδιο τον χώρο της μόδας, να αισθανθούν πιο άνετα με το σώμα τους και τις επιλογές τους;
Να μάθουμε, λοιπόν, κάποια στιγμή να χωρίζουμε δυο γαϊδάρων άχυρα. Οι σημαντικές στροφές, στα μεγάλα και στα λιγότερο μεγάλα ζητήματα, έρχονται όταν πάνω σε ένα ζήτημα συμπίπτουν δυο και τρεις παράγοντες και όχι επειδή νικάει μόνο η δική μας ιδεολογία. Το 1827 έγινε η Ναυμαχία του Ναβαρίνου επειδή οι Έλληνες επαναστάτησαν και ταυτόχρονα επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν πια αποφασίσει πως δεν τους χάλαγε να φτιαχτεί ένα κράτος στη μεσόγειο που η καθεμία θα διεκδικούσε για προτεκτοράτο της. Αλλά κανείς δεν λέει πως δεν έπρεπε να γίνει η Ναυμαχία και να ανοίξει ο δρόμος για την δημιουργία του ελληνικού κράτους. Η Χούντα έπεσε λόγω της αντίστασης των φοιτητών στο Πολυτεχνείο αλλά και ταυτόχρονα επειδή προκάλεσε το δράμα της Κύπρου. Το ΠΑΣΟΚ το 1981 κέρδισε επειδή πολύς αριστερός κόσμος πήγε στις τάξεις του, αλλά και ταυτόχρονα επειδή η αστική τάξη της χώρας είχε αποφασίσει να παίξει και με ένα ακόμη κόμμα. Οι διαφημιστές αρχίζουν να δείχνουν γυναίκες να οδηγούν σπορ αυτοκίνητα και κορίτσια με δερματικές ασθένειες να φοράνε ρούχα γνωστών σχεδιαστών, επειδή το αίτημα για συμπερίληψη της διαφορετικότητας κερδίζει χώρο ίσως ακόμη και στο δικό τους το μυαλό, αλλά και ταυτόχρονα επειδή υπολογίζουν πως έτσι θα αυξήσουν τα κέρδη τους.
Αν τελικά μας βρωμάει και μας ξινίζει τόσο πολύ η κοινωνία που θέλουμε να αλλάξουμε, τότε, μαντέψτε, μάλλον δεν είμαστε και πολύ προοδευτικοί.
Και κάπως έτσι, σήμερα ο αντιφασισμός κερδίζει έδαφος επειδή μιλάνε όλοι για τη Χρυσή Αυγή. Ιnfuencers που ως τώρα δεν είχαν μιλήσει για τίποτα πέρα από τα προϊόντα που πλασάρουν, απρόβλεπτοι καλλιτέχνες, κυρίες της αστικής τάξης και συντηρητικοί συνταξιούχοι των λαϊκών αγορών, μέχρι πολιτιστικούς φορείς όπως το Ίδρυμα Ωνάση, που εδώ και χρόνια έχει πάρει βέβαια θέση ανοιχτά για το ζήτημα ζητώντας και την επίσπευση της δίκης.
Όποιος, λοιπόν, θέλει να αλλάξει τον κόσμο, να καταλάβει πως θα τον αλλάξει εν μέρει και με τα υλικά του ίδιου του κόσμου. Και πως ο κόσμος και η ιστορία κινούνται με τις αντιφάσεις τους και με συνδυασμούς. Γιατί αν τελικά μας βρωμάει και μας ξινίζει τόσο πολύ η κοινωνία που θέλουμε να αλλάξουμε, τότε, μαντέψτε, μάλλον δεν είμαστε και πολύ προοδευτικοί. Είμαστε μόνο ένα τσούρμο ελιτιστές που θεωρούμε πως η κοινωνία πρέπει άμεσα να γίνει καθρέφτης μας.
* Ο Σταύρος Παναγιωτίδης ζει μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην τελευταία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας.