Για όποιον αναρωτήθηκε αν μπορεί να καεί η κόλαση, η Μόρια καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ονειρευόμασταν πως μια μέρα θα χορεύαμε στα ερείπια της, θα γελάγαμε, θα ξέραμε πως οι 13.000 περίπου άνθρωποι που μαρτύρησαν στον τόπο αυτό, είναι μακριά χτίζοντας ελεύθερες ζωές, ανθίζοντας σαν το πιό όμορφο ανθό στην ανατολή του νέου, στη δύση του παλιού. Η Μόρια κάηκε με χιλιάδες πρόσφυγες να ξεπηδούν μέσα απ’ τις φλόγες παλεύοντας μη γίνουν μαζί της στάχτες, την ώρα που δεκάδες κανίβαλοι απειλούσαν να πάρουν τα όπλα, βρίζοντας τους και ουρλιάζοντας για να μπουν σε βάρκες επιστροφής.

Η Μόρια, είναι ένα κρατικό έγκλημα στο οποίο έχουν συντελέσει όλες οι κυβερνήσεις που δημιούργησαν έναν τόπο μαρτυρίου για τους απόκληρους αυτού του κόσμου, μετατρέποντας το σε ξεχειλισμένη αποθήκη ψυχών, παρατημένοι από θεούς και ανθρώπους.

Ένα ΚΥΤ χωρητικότητας 3.200 ανθρώπων έφτασε να φιλοξενεί μέχρι και 21.000, ενώ χθες η ολοκληρωτική καταστροφή άφησε ακόμη περισσότερο έκθετους 13.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Ενώ η πανδημία εξελισσόταν, ο πληθυσμός της Μόρια, παραδόθηκε στο έλεος της, χωρίς την παραμικρή υγειονομική προστασία  και σχέδιο αποσυμφόρησης της δομής. Πρόσφατα, στα πρώτα 2.000 τεστ, 35 άνθρωποι βρέθηκαν θετικοί στον κορωνοϊό. Τι σοφότερο λοιπόν, από το να τους ζητηθεί να μεταφερθούν αυτοί και οι οικογένειες τους, σε μία αποθήκη προς το χωριό Παναγιούδα και όχι σε κάποιο κατάλυμα που θα δέχονταν την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη; Προφανώς και αντέδρασαν, μπροστά στη νέα υποβάθμιση όχι της ζωής, αλλά της επιβίωσης τους, προφανέστατα αντέδρασαν και πανικοβλήθηκαν οι υπόλοιποι του στρατοπέδου, μιας και γνωρίζουν καλά ότι κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για τη ζωή ή τον θάνατο τους, στην περίπτωση που και αυτοί νοσήσουν.

Τη στιγμή που η Μόρια φλεγόταν μαζί με κάμποσες τελευταίες ελπίδες, η Πυροσβεστική είχε άλλα δύο μέτωπα πυρκαγιάς στο νησί και φυσικά όχι ανεξάντλητο δυναμικό παρέμβασης. Πλέον, έχει καεί ολοσχερώς τόσο το ΚΥΤ και η Υπηρεσία Ασύλου. Τα μόνα που έχουν σωθεί είναι τα container της Διοίκησης, ενώ έχει καεί μερικώς ακόμη και το Κέντρο Υγείας που δώρισε η ολλανδική κυβέρνηση και είχε μέσα Κλίνες Αυξημένης Φροντίδας και Κλίνες Εντατικής Θεραπείας. 13 περίπου χιλιάδες άνθρωποι, βρίσκονται στον δρόμο, σκαρφαλώνουν βουνά ή επιχειρούν να προσεγγίσουν την πόλη του νησιού. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν έχουν εξεταστεί αν είναι φορείς του covid-19. Εάν είναι, αυτόματα γίνονται τροφή για τα θηρία που περιμένουν λιμασμένα να τους ξεσκίσουν.  

Στη Μόρια, αυτοκτόνησε ξανά ο Θεός και εμείς θρηνούμε τους ανθρώπους. Στο κολαστήριο του αιώνα μας, εκεί που τα παιδιά παρουσιάζουν “σύνδρομο παραίτησης” με τους γιατρούς να αδυνατούν να εντοπίσουν κάποια βλάβη στο νευρικό τους σύστημα, όταν αυτά σταματούν να μιλάνε, να περπατάνε και βυθίζονται σε έναν βαθύ λήθαργο που μπορεί να διαρκέσει μήνες. Στη Μόρια που μια γυναίκα κάηκε ζωντανή, ακριβώς έναν χρόνο πριν. Στη Μόρια, που ένα παιδί κοιμόταν μέσα σε ένα χαρτόκουτο, με ένα φορτηγό να περνάει από πάνω του. Στη Μόρια που περιμένουν το χιόνι του χειμώνα γα να σκεπάσει την ντροπή τους. Στη Μόρια που οι πρόσφυγες παύουν να είναι άνθρωποι, αλλά ένα ματωμένο πρόβλημα κρεμασμένο στα συρματοπλέγματα.

Η κόλαση κάηκε και οι δαίμονες γρυλίζουν στα ερείπια, οργίζονται που δεν έχουν βρει ακόμη καμένη σάρκα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τον ανατριχιαστικό ήχο των καταυλισμών που καταρρέουν στις φλόγες, εκτός απ’ τις απόκοσμες φωνές που εκλιπαρούσαν να μη γλιτώσει κανείς, να καεί για πάντα το κλάμα ενός μωρού που έφτασε από μακριά.

Η ανθρωπότητα, μετράει ακόμη ένα έγκαυμα, στο κουφάρι μέσα στο οποίο σαπίζουμε όμως είμαστε ακόμη εδώ. Να ανοίξουμε πάλι τα σπίτι μας, να μαζέψουμε ξανά τρόφιμα, να βρεθούμε όπως ποτέ πριν δίπλα στον πόνο. Έχουμε μια αποστολή. Να ζήσουμε μαζί και αυτό είναι ό,τι μας έχει απομείνει. Να πούμε ξανά τις ιστορίες που μας έκαναν να αντέξουμε, να φτιάξουμε νέα παραμύθια, πάνω στους εφιάλτες.