Ήταν 20 Ιουλίου του 2001, ήταν Παρασκευή, το τέλος της εβδομάδας και της αθωότητας, μιας γενιάς που αφυδατώθηκε τόσο πολιτικά όσο και κινηματικά, αυτή της δεκαετίας του ’80. Η πλατεία “Gaetano Alimonda”, στη Γένοβα, μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, όταν χιλιάδες απ’ όλο τον κόσμο συγκεντρωμένοι, διαμαρτύρονταν ειρηνικά κατά της παγκοσμιοποίησης και των ηγετών της G8.

Το αιματοβαμμένο εκείνο απόγευμα, η παγίδα θανάτου που στήνεται εγκληματικά επί δεκαετίες, στην πλάτη αγώνων, δούλεψε ρολόι. Το “Μαύρο Μπλοκ”, γεμάτο νεοναζιστές, φασίστες και ασφαλίτες, άρχισε να καταστρέφει την πόλη της Γένοβας, με τα χημικά και τις κρότου λάμψης να πνίγουν την ατμόσφαιρα. Οι διαδηλωτές εξαγριωθήκαν, πετώντας με τη σειρά τους ό,τι έβρισκαν.

Η ολομέτωπη βίαιη σύγκρουση διαδηλωτών και πάνοπλων αστυνομικών, είχε ως αποτέλεσμα μια λίμνη αίματος, από το κεφάλι του Carlo Guiliani.

Ο 23χρονος Mario Placanica, συνοδηγός του οχήματος της αστυνομίας, σφήνωσε μια σφαίρα στο κεφάλι του Carlo, όταν όπως η αστυνομία ισχυρίζεται ο δεύτερος κατευθυνόταν προς το όχημα, κρατώντας έναν πυροσβεστήρα. Ο επίσης 23χρονος, Carlo Giuliani, έπεσε νεκρός στην άσφαλτο με το όχημα να περνά πάνω από το σώμα του δύο φορές, μη και επιβίωσε η παραμικρή ανάσα από τη βαρβαρότητα.

Το πλήθος παγώνει και ουρλιαχτά από “Δολοφόνοι – δολοφόνοι”, παραδίδουν την ψυχή του αναρχικού ακτιβιστή στην αιωνιότητα, στοιχειώνοντας για πάντα ένα στοιχείο συλλογικής συνείδησης, μέσα μας.

Η ωμότητα της αστυνομικής καταστολής θα καταδικαστεί διεθνώς, με βίντεο και φωτογραφίες του Carlo, να δημιουργούν ανατριχίλα μέχρι και σήμερα. Κανένας δεν θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη, με την ιταλική κυβέρνηση να σφυρίζει αδιάφορα, με τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα του νεαρού, επιβεβαιώνοντας το τέρας που γεννά η συνουσία των οικονομικών ανισοτήτων με το αποκρουστικό πρόσωπο του ιμπεριαλισμού.

Ο πατέρας του Guiliani, Giuliano Giuliani, θα κρατήσει το κεφάλι μας πάνω από το νερό, θα παραδεχτεί πως ο πόνος δεν έχει κοπάσει ούτε μια ώρα από τότε και θα απαντήσει ανατριχιάζοντας κάθε μας κύτταρο, στην ερώτηση για το αν ξαναζούσε εκείνο το απόγευμα τι διαφορετικό θα έκανε, αν θα απέτρεπε τον γιό του, απ’ αυτήν τη διαδήλωση:

“Όχι. Η αδιαφορία είναι πραγματικό τέρας της ιστορίας όπως γράφει ο Γκράμσι. Δηλαδή το να μη συμμετέχεις. Ο Carlo, δεν αδιαφορούσε για τα δράματα του κόσμου, ή για την ανυπόφορη αδικία. Και η διαδήλωση είναι ένα δικαίωμα θεμελιωμένο απ’ το Σύνταγμα“.

Ξέρω ακριβώς γιατί μπορεί να έχεις έναν κόμπο στο λαιμό, ειδικά μετά την τελευταία πρόταση, τον ίδιο έχω και εγώ. Όμως άνθρωποι σαν τον πατέρα του “Αντάρτη της Γένοβας”, μας τραβάνε απ’ το μπράτσο όταν κλαίμε απελπισμένοι για τα παιδιά τους, όταν τα λατρεύουμε σαν τους δικούς μας θεούς. “Αυτό το κίνημα δεν έχει ανάγκη από μάρτυρες, γιατί εκφράζει μια ιδέα δυνατή, μια ιδέα αλληλεγγύης και γενναιοδωρίας. Ζητάς κάτι για τον άλλον και όχι για εσένα. Το κίνημα είναι ενωμένο”.

Τρία χρόνια πριν, όταν η Νικολέτα Ντόσιο, μαζί με τον Σιλβάνο Τζιάι απ΄την αριστερά της Ιταλίας, βρέθηκαν στη δίκη της Χ.Α. κάλεσαν στον τηλέφωνο τη μητέρα του Guiliani, “δίνοντας” τη στη Μάγδα, να μιλήσουν όπως κανείς μας δεν έμαθε ποτέ να συλλαβίζει. Η Μάγδα, της είπε ότι ο Παύλος είχε γράψει για τον Giuliani, είχε τραγουδήσει δυνατά πριν και το δικό του τέλος:Το ποτήρι όντως έχει ήδη ξεχειλίσει, απ’ την τόση αδιαφορία που μας έχει πλημμυρίσει. Συνεχώς, ο μικρός Αλέξης μου θυμίζει, Πώς, η ελευθερία του λόγου ακριβά κοστίζει. Πάνε τα χρόνια που με λέγανε φατσούλα, τώρα έχω και ταμπέλα: Τρομοκράτης με κουκούλα. Πάλι, το μυαλό μου παρανοεί. Πως αφήσαμε τη παρακμή τόσο να εξαπλωθεί; Όλο μας το είναι ένα Πράντα και μια Σέρκοβα. Γαμώτη μου, γι’ αυτό έφυγ’ ο Guiliani ρε στη Γένοβα;“.

Ο Guiliani, κηδεύτηκε στις 25 Ιουλίου. Χωρίς σημαίες και πανό, με τον επικείδιο απ΄ τον πατέρα του και μια κιθάρα φίλου. Το μόνο πανί που ανέμιζε ήταν αυτό της Ρόμα, της αγαπημένης του ομάδας. “Με κάλεσε στις 3.00 το μεσημέρι, στο τηλέφωνο. Μου είπε να μην ανησυχώ”.

Είστε όλες μας οι ανησυχίες. Είστε όλα τα μικρά ονόματα που κουβαλάμε μέσα μας. Ο 15χρονος Μιχάλης και Αλέξης, ο Guiliani, o Παύλος, ο Βασίλης, τα αδέρφια μας που αστυνομία και φασίστες αφαίρεσαν τη ζωή τους, πεισμώνοντας τη δική μας.

Σε τοίχους και πανό, σε τραγούδια και συνθήματα: CARLO VIVE