“Οι τοξικομανείς αγωνιστές, αυτοί οι άνθρωποι που αγωνίζονται ταυτόχρονα για την προσωπική αλλά και τη συνολική κόλαση που ζούμε, είναι καταδικασμένοι να πεθαίνουν φωνάζοντας σε έναν κουφό κόσμο. Είναι καταδικασμένοι, μέχρι να πεθάνουν, να εισπράττουν την ξεφτίλα, τον κοινωνικό ρατσισμό και τον φασισμό ακόμα και στους “ελευθεριακούς” χώρους.

Ναι, είναι αλήθεια πως η πρέζα σε κάνει έρμαιό της.
Ναι, είναι αλήθεια πως λόγω της προσωπικής τους κατάστασης και της κοινωνικής εξαθλίωσης οι τοξικομανείς στρέφονται σε απελπισμένες προσπάθειες επιβίωσης.
Επίσης, όμως, είναι αλήθεια πως τα κοινωνικά κομπλεξ είναι βαθιά ριζώμενα στα κεφάλια μας και ως εκ τούτου επέρχεται το στίγμα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ κι ας μην τα θυμάμαι ένα προς ένα, το ξύλο που έφαγα, τα κουτσομπολιά, τις φήμες, τα λόγια πίσω απ’την πλάτη, την απαξίωση και την περιθωριοποίησή μου από τους “ελευθεριακούς”, επειδή έφερα το στίγμα του πρεζάκια. Αν πεθάνω απάνω στη μάχη, να τους πείτε να μην με τραγουδήσουνε και να μην με αναφέρουνε. Να τους πείτε μόνο, πως τους άδειασα επιτέλους αυτή τη πουτάνα γωνιά που τόσο τους ενοχλούσε και τώρα μπορούν ελεύθερα να υποκριθούν εις μνήμην μου”
.
Βασίλης Μάγγος

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, τραγουδώντας το San Michele, κάνει μια παύση μνήμης, αφιερώνοντας “Σε όσους δεν άντεξαν” και συνεχίζει μέσα σε πρωτογονισμένους λυγμούς “Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό | συντρόφια, μήπως βρέθηκε και κείνο | να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές | με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο. Δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό”.

Ο Βασίλης Μάγγος, έναν περίπου μήνα πριν, βρέθηκε στο νοσοκομείο με 6 ή 7 κατάγματα στα πλευρά και με θλάση στο συκώτι και τη χοληδόχο κύστη, χτυπημένος άγρια και βασανισμένος από τις δυνάμεις καταστολής (ΜΑΤ, ΟΠΚΕ, Ασφάλεια). Ο 26χρονος ακτιβιστής, με αφορμή τη σύλληψη αλληλέγγυων που πραγματοποιήθηκε στο συλλαλητήριο ενάντια στην καύση σκουπιδιών, διαμαρτυρόμενοι για το οξυγόνο που μετατρέπεται πλέον σε δυσοσμία καμένου πλαστικού, γράφει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook: “Εγώ την Κυριακή δεν ήμουν με το συγκεντρωμένο πλήθος, τυχαία βέβαια, όμως με το που είδα τους δικούς μου ανθρώπους να διαμαρτύρονται έξω από τα δικαστήρια, σταμάτησα αμέσως με το μηχανάκι μου για να συσπειρωθώ με τους αλληλέγγυους. Έτυχε εκείνη τη στιγμή να βγάζουν οι ασφαλίτες το παιδί που είχαν κρατούμενο κι εγώ αντί να τρέξω στο πλήθος, έτρεξα προς το μέρος των μπάτσων να διαμαρτυρηθώ, γιατι έτσι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, με έπνιξε το δίκιο μου, έλεγα από μέσα μου κοίτα να δεις, εμ μας μολύνουν τον αέρα με καρκίνο, εμ μας βαράνε αλύπητα τα τσιράκια τους με τα χημικά, τις κρότου λάμψης και τα γκλοπς, εμ μας τραβολογάνε δέσμιους στα δικαστήρια“.

Ο Βασίλης, δημόσια καταγγέλλει πως ΟΠΚΕ και ΜΑΤ, σε μια μικρή κοινωνία όπως ο Βόλος, τον γνώριζαν με αποτέλεσμα στοχευμένα να κινηθούν εναντίον του, βαρώντας τον πριν καν φτάσει στο μέρος των αστυνομικών. Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά, τους φώναζα, δεν τους ένοιαζε καν. Μου βάλανε χειροπέδες και με πήραν σηκωτό, ενώ με βριζανε με το επίθετο μου. Μέσ’ στο αμάξι, μου δώσανε μερικές ακόμα και όταν πήγα να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου μου λέγανε “κάτω το κεφάλι πούστη”, επειδή βογγούσα και έκανα “αααα” απ’ τον πόνο, αυτοί μου λέγανε “τι α μωρη κραγμένη”.

Ο άνθρωπος αυτός, βασανίστηκε με τον πιο σαδιστικό τρόπο, ζητώντας διαρκώς να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, για να πάρει σαν απάντηση ότι όσα σπάνε με γκλομπ και κλωτσιές μέσα του, τα φαντάζεται. Οι ανθρωποφύλακες αυτοί, έσυραν το κακοποιημένο κορμί του σε ένα καταψύκτη και διασκεδάζοντας με τη δίψα του, τον άφησαν να σπαρταράει σταγόνα τη σταγόνα. “Τελικά, με πέταξαν έξω απ’ το τμήμα χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα καλά-καλά και σίγουρα δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου καθόλου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη την ώρα, ούτε να πάρω κάποιον τηλέφωνο ούτε να πάρω το ΕΚΑΒ, τίποτα, ένιωθα σαν μισοπεθαμενος“.

Η νεκροψία – νεκροτομία, που πραγματοποιήθηκε παρουσία εισαγγελέα και πραγματογνώμονα της οικογένειας, έδειξε σαν αιτία θανάτου του Βασίλη, οξύ πνευμονικό οίδημα. Ενώ το άψυχο κορμί του παιδιού ταξίδευε στη Θεσσαλονίκη, παρά την έκκληση της οικογένειας να παραμείνει για την επώδυνη αυτή διαδικασία στη Λάρισα και ενώ υπήρχε ο τρόπος για να συμβεί κάτι τέτοιο, ο υπουργός Προστασία του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, έσπευσε να υπερασπιστεί την αστυνομική βαρβαρότητα στην οποία βάζει απροκάλυπτα πλάτη εδώ και έναν χρόνο, αναφέροντας μεταξύ άλλων: “Χάθηκε ένας νέος άνθρωπος 26 χρονών στο Βόλο. Σε ιστοσελίδες και έντυπα που εκφράζουν ή πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ και τον αντιεξουσιαστικό χώρο γίνεται προσπάθεια ή ακόμη χειρότερα συνδέεται ευθέως ο θάνατος με προ μηνός καταγγελία του για αστυνομική βία. Πρόκειται για αθλιότητα, ασύστολο ψέμα, ακόμη μία, ακόμη ένα. Είναι ανεύθυνοι και αδίστακτοι. Ας αφήσουμε τη μνήμη του παιδιού στην ησυχία του και τους οικείους του στην θλίψη τους”.

Το έχουμε πει και γράψει δεκάδες φορές, όμως ίσως τώρα να είναι η καταλληλότερη στιγμή να εφεύρουμε νέες λέξεις, μιας και οι παλιές έχουν χάσει το νόημα τους, αρχίζοντας από αυτήν της “ντροπής”.  Εδώ και έναν μήνα το βίντεο ξυλοδαρμού του Βασίλη παίζει παντού, με τους αρμόδιους να σφυρίζουν αδιάφορα στα μούτρα μας, κάνοντας λόγω για απλή καταγγελία. Ένας άνθρωπος ξυλοφορτώνεται μπροστά στα μάτια μας, και αντί να τον αγκαλιάσουμε σαν μάρτυρα, τον κρεμάνε στις συνειδήσεις μας ένα ακόμη τσογλάνι που γύρευε μπλεξίματα. Αφήστε λοιπόν κατά μέρους τα περί μνήμης και θλίψης, όταν έχετε το αίμα αθώων στα χέρια σας, όταν έχετε διδακτορικό στο ψέμα και τη συκοφαντία.

Ο Βασίλης, δεν υπέκυψε στα τραύματα του, οι πιο ψύχραιμοι μπόρεσαν από την πρώτη στιγμή να κάνουν αυτήν την παραδοχή, μιλώντας όχι για μια κρατική δολοφονία, αλλά για έναν θάνατο που το κράτος έχει μερίδιο σε αυτόν.

“Δεν λέμε ότι το παιδί μας πέθανε από τα τραύματα. Δεν λέμε πως αυτά ήταν η άμεση αιτία θανάτου του. Ξέρουμε όμως ότι αυτός ο ξυλοδαρμός που είχαν πέσει δέκα πάνω του και του έσπασαν τα πλευρά, επηρέασε πολύ την ψυχολογία του. Αυτό δεν θα το δείξει καμιά ιατροδικαστική έρευνα. Ο γιός μας λοιπόν δεν ήταν ένας Γρηγορόπουλος, δεν διεκδικούμε κάτι τέτοιο. Αλλά αγωνιζόταν ενάντια σ’ ένα αστυνομικό κράτος καταστολής. Δεν θέλουμε ένα κίνημα για το παιδί μας. Ένα κίνημα για την αστυνομική βία χρειαζόμαστε.

Γέρνει με σεβασμό το κεφάλι μας, μπροστά στον κύριο Γιάννη, τον πατέρα που αγκάλιασε όλους τους δαίμονες του γιου του μουρμουρίζοντας ξόρκια, που έγλειψε όλες τις πληγές, που τίμησε το παιδί του στη ζωή και στον θάνατο, που δεν το απαρνήθηκε που κρατάει την ψυχραιμία του μέσα σε μια άβυσσο πόνου και οργής. “Ο γιος μας ήταν ένας κοινωνικός αγωνιστής και σαν κοινωνικό αγωνιστή θα τον θυμόμαστε. Θα θυμόμαστε τους αγώνες του για μια δίκαιη κοινωνία και έναν καλύτερο κόσμο”.

Ο βασανισμός ενός ανθρώπου είναι από μόνη της μια απάνθρωπη διαδικασία. Ο στοχευμένος βασανισμός ενός ανθρώπου, έχοντας γνώση της ευαλωτότητας του, προσδίδοντας του επιπλέον στρες, σε καθιστά απόλυτα συνένοχο στις όποιες απελπισμένες και θυμικές επιλογές του ακολουθήσουν και φωνάξτε όσους ιατροδικαστές θέλετε για να μας διαψεύσετε.

Τρέχουν μέρες δάκρυα στα μάτια μας για τον Βασίλη, το χαμόγελο του στοίχειωσε μια για πάντα τα όνειρα μας. Θα πολεμάμε για εσένα, θα φωνάζουμε το όνομα σου, θα δηλώνεις το ΠΑΡΩΝ σε κάθε μας αγώνα. Θα ‘σαι πάντα ένα αστέρι και μια ιαχή πολέμου, ο πιο όμορφος στίχος του Λειβαδίτη: “Τώρα ανεβαίνω σε μια άμαξα, από αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα”.

Κάπως πρέπει να κλείσει αυτό το κείμενο και η ανάγκη που εκπληρώνει, να μεταβολίσει δηλαδή ομαλά το πένθος και την οργή που ελλοχεύει αυτές τις γεμάτες γρατζουνιές ημέρες. Αν σε κάθε θάνατο, μπορούμε να ξεκλέψουμε ένα κομμάτι ονείρου, τότε ας είναι αυτό που ο Σπύρος Κιοσσές, δάσκαλος του Βασίλη, μοιράστηκε μαζί μας, τρίζοντας όλα τα εύθραυστα μέσα μας. “Είχα την τιμή, πριν πολλά χρόνια, να διδάξω στο Μουσικό Σχολείο Βόλου. Υπέροχο σχολείο, υπέροχοι μαθητές. Την τελευταία μέρα – θα έφευγα με απόσπαση – με περίμενε στην έδρα ένα τεράστιο κόκκινο χαρτόνι με λίγα λόγια από τα παιδιά του Β2. Τα παιδιά μου. Βασίλη, είχες κι άλλα να πεις. Δε σου έφτανε το χαρτόνι. Ήδη όμως είπες αρκετά, παλικάρι μου. Θα σε θυμάμαι για πάντα”.

Κι ας μην νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα.
Βασίλης Μάγγος, ΠΑΡΩΝ!