Πριν ένα μήνα o ακτιβιστής Βασίλης Μάγγος ξυλοκοπήθηκε στον Βόλο άγρια και βίαια από τις αστυνομικές δυνάμεις στο περιθώριο συγκέντρωσης αλληλεγγύης για τους συλληφθέντες ενός συλλαλητηρίου, το οποίο είχε πραγματοποιηθεί την προηγούμενη ημέρα, ενάντια στην καύση σκουπιδιών στην περιοχή. Η είδηση έγινε γνωστή κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων. Χθες, πάλι μέσω των κοινωνικών δικτύων, ενημερωθήκαμε ότι ο Μάγγος πέθανε. Σύμφωνα με τον πόρισμα του ιατροδικαστή, ο θάνατός του οφείλεται σε οξύ πνευμονικό οίδημα. Σε αυτή την ιστορία του κρίσιμο δεν είναι τα αίτια θανάτου, αλλά το ότι πέθανε.
Η υπόθεση του Μάγγου αναδεικνύει με έναν τραγικό τρόπο τον μιθριδατισμό της κοινωνίας μας στην αστυνομική βία. Ας πάμε σε όσα συνέβησαν ένα μήνα πριν. Ένας άνθρωπος ξυλοφορτώνεται στη μέση του δρόμου. Γιατί; Γιατί έθεσε τον εαυτό του και το σώμα του απέναντι στην εξουσία. Επειδή διαμαρτυρήθηκε, επειδή αντέδρασε.
Δεν φτάσαμε σε αυτό το σημείο από τη μία στιγμή στην άλλη. Δεν είναι πως ξυπνήσαμε μια μέρα και είχε μεταβληθεί ως δια μαγείας, λες και μας άγγιξε στο κεφάλι το ραβδί μια νεράιδας που διάβαζε πολύ Χομπς στα νιάτα της, ο τρόπος με τον οποίο το Κράτος και οι θεσμοί αντιμετώπιζαν τους πολίτες που στέκονται απέναντι τους. Κυρίως, δεν μεταβλήθηκε ως δια μαγείας ο τρόπος με τον οποίο μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας αποδεχόταν το ξεχείλωμα της ερμηνείας του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Το ανατριχιαστικό «δεν πειράζει να πέσει και καμιά σφαλιάρα» αναδυόταν στο καθημερινό λόγο ως κορυφή ενός αυταρχικού παγόβουνου, ως η κατάληξη μιας αλληλουχίας στερεοτυπικών αντιλήψεων για την άνιση δυναμική της σχέσης ανάμεσα σε κράτος και πολίτες, ως ένα αιχμηρό θραύσμα απαξίωσης κάθε συλλογικής διεκδίκησης.
Εδώ και δεκαετίες εθιζόμαστε στην αστυνομική βία, στις εικόνες κακοποίησης, στις εικόνες εξευτελισμού ή ακόμα και βασανισμού ανθρώπων που στέκονται απέναντι στις αστυνομικές ασπίδες ή που απλώς ανθρώπων που απλώς βρέθηκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Δεν χρειάζεται να έχουμε εν ψυχρώ δολοφονίες όπως αυτή του Γρηγορόπουλου. Άλλωστε, δεν είναι αυτή η περίπτωση του Μάγγου, όπως δήλωσε η οικογένεια του. Η αστυνομική βία μετατρέπεται σε κοινοτοπία αφενός όταν διεισδύει και καταλαμβάνει ζωτικό χώρο στην καθημερινότητα μας και αφετέρου όταν μετατρέπεται σε θέαμα, όταν καθίσταται επαναληπτικά ορατή στον δημόσιο χώρο. Ειδικά τους τελευταίους μήνες βιώνουμε αυτόν τον εκρηκτικό συνδυασμό: μπορεί να βγεις για ένα ποτό στα Εξάρχεια και να επιστρέψεις σπίτι σου βήχοντας χημικά. Μπορεί να ανοίξεις ένα πρωί την τηλεόρασή σου και να δεις ζωντανή σύνδεση μια γιγαντιαία επιχείρηση εκκένωσης μια κατάληψης στην οποία θα διαμένουν πρόσφυγες.
Η αστυνομική βία γίνεται κοινότυπη όταν ακριβώς αντιμετωπίζεται σαν ένα ακόμα θέμα συζήτησης, όταν σχολιάζεται με τους ίδιους όρους που θα παρακολουθούσαμε βαριεστημένοι την επανάληψη ενός σήριαλ των 90s πάνω από ένα πιάτο με ξαναζεσταμένα φασολάκια. Όσο περισσότερο γίνεται ορατή η αστυνομική βία, τόσο πιο εύκολα, ανάμεσα στην τρίτη ή τέταρτη ανόρεχτη μπουκιά θα αναφωνήσεις «ε, συμβαίνουν αυτά».
Μόνο που δεν συμβαίνουν «απλώς».
Όχι τυχαία, η κατάχρηση της βίας από το κράτος επιβάλλει και εδραιώνει συγκεκριμένες ερμηνείες για το δημόσιο χώρο. Όσο και αν ο σχεδιασμός, η δομή και η χρηστικότητα ενός δημόσιου χώρου, η «κανονικότητά» του είναι άνωθεν και κεντρικά αποφασισμένη, ο ίδιος ο χώρος νοηματοδοτείται από τις ίδιες τις πράξεις των υποκειμένων που κινούνται ή στέκονται εντός του. Η κατάχρηση της αστυνομικής βίας, ειδικά όταν μιλάμε για καταστολή συγκεντρώσεων ή διαδηλώσεων, έχει ο σκοπό να δείξει ποιες είναι αποδεκτές ταυτότητες και πράξεις των πολιτών στο δημόσιο χώρο. Μπορείς να διέρχεσαι, μπορείς να καταναλώνεις, δεν μπορείς να διεκδικείς.
Ο διαρκής και συστηματικός χλευασμός κάθε συλλογικής διεκδίκησης, είτε αυτή αφορά το περιβάλλον είτε τα δικαιώματα είτε οτιδήποτε που επιχειρεί να δημιουργήσει μια ρωγμή σε αυτό το μόνιμο δόγμα «εξαίρεσης» που απαιτεί «δραστικές λύσεις», και η εκ του πονηρού μετάθεσή της όποια αντίδρασης στη σφαίρα του γραφικού (και ειδικά σε αυτή την περίοδο της πανδημίας του υγειονομικά επικίνδυνου) είναι ένας ακόμα μηχανισμός που καθιστά στα μάτια μεγάλου μέρους την κρατική βία μια «αυτονόητη λύση». Μάλιστα, η εξοικείωση με το πνεύμα και τις μορφές της κρατικής επιβολής είναι σκοτεινή παρακαταθήκη της περιόδου της καραντίνας, όταν φάνηκε πώς αρκετοί πολίτες σχεδόν διψούσαν για ακόμα περισσότερη καταστολή και πειθάρχηση.
Ο Βασίλης Μάγγος ξυλοκοπήθηκε την επομένη ενός συλλαλητήριού για το περιβάλλον, στο οποίο είχε συμμετάσχει και ο ίδιος, όπως συμμετείχε σε πολλούς συλλογικούς αγώνες που είχαν ως πρόταγμα έναν λιγότερο αβίωτο κόσμο. Είναι εξοργιστικά χαρακτηριστικό πώς ο δημόσιος λόγος θα σταθεί επαινετικά στις διεκδικήσεις ενός ατόμου, όπως πχ η Γκρέτα Τούνμπεργκ, αλλά θα λοιδορήσει διαδικασίες συλλογικές που αφορούν τα ίδια ζητήματα. Κάπως έτσι, σταδιακά και ανεπαίσθητα η ελληνική αστυνομία και μοιάζει όλο και περισσότερο σαν αυτή τη χαρωπή νοικοκυρά που είναι πάντα βέβαιη ότι θα μπορεί να κρύβει τις ζημίες κάτω από το χαλί με ύφος «ας μην το κάνουμε θέμα» καθώς δεν θα λογοδοτήσει σε κανέναν.
Η ιστορία ωστόσο έχει δείξει ότι δύσκολα κρύβεται ένα πτώμα κάτω από το χαλί.