Κάποια στιγμή στο βαθύ lockdown, εκεί Τέλη Μάρτη με αρχές Απρίλη, το Netflix μου έστελνε μηνύματα αγανάκτησης ότι του έχω βαρέσει τις μπιέλες από την καθημερινή χρήση σε βαθμό διάλυσης. Είδαν κι απόειδαν οι άνθρωποι μαζί μου κι είπαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Κάπως έτσι, λοιπόν βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να χαζέψω στην τηλεόραση. Πέρασα που λες πριονοκορδέλα το τηλεκοντρόλ, κάνοντας μια ολιγόλεπτη στάση, σε κάθε τηλεοπτικό σταθμό της χώρας. Ολιγόλεπτη, θα ρωτήσεις. Και πολύ άντεξα, θα σου απαντήσω.

Εξηγούμαι, για να μην παρεξηγούμαι. Καταλαβαίνω απόλυτα, ότι εν μέσω μιας πανδημίας, που άλλαξε ολόκληρο τον πλανήτη σε λίγες μέρες, μεγάλο μέρος της ενημέρωσης, θα τροφοδοτείται από αυτή. Κατανοώ πλήρως και το τράβηγμα από τα μαλλιά του θέματος, ανακυκλώνοντας ανούσιες ειδήσεις μηδαμινής χρηστικής κι ενημερωτικής αξίας, στο βωμό των κλικς, γιατί κάπως πρέπει να ζήσουμε κι εμείς, κλέφτες θα γίνουμε; Ωστόσο, τον καιρό που οι άνθρωποι είχαν ανάγκη περισσότερο από ποτέ, μια «συντροφιά», το ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο που λένε κι οι δημοσιογραφικές κλισεδιές, δεν ήταν μόνο θαμπό, αλλά δεν έβλεπες την τύφλα σου. Καταστροφολογικές ενημερωτικές εκπομπές, reality shows με ανθυπόcelebrities, ελληνικά σίριαλ της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000 σε νιοστές επαναλήψεις, κουτσομπολομπλέντερ της χείριστης Infotainment ποιότητας κι ελληνικές ταινίες του ’60 και του ’70, σε κασέτα.

Φαντάζομαι ότι δεν ήμουν ο μοναδικός που έχασκα μπροστά από ένα τηλεοπτικό δέκτη, φτάνοντας στο σημείο να νοσταλγώ, όχι τα “Εγκλήματα”, τους “Δύο Ξένους”, τους “Α.Μ.Α.Ν.” και τη “10η Εντολή”, αλλά το “Ράδιο Αρβύλα” και το “World Party”.

Πριν μου τα χώσει μέχρι κι ο Μηδενιστής στα σχόλια, ότι μηδενίζω, να πω πως υπήρχαν εκπομπές, όπως η καταπληκτική σειρά ντοκιμαντέρ “Τα Στέκια” που δημιούργησε ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τους συνεργάτες του. Ή ακόμα οι ξένες σειρές που έβαλαν στο πρόγραμμα τους σταθμοί και δεήσαμε να δούμε σε πανελλήνια μετάδοση το “True Detective“!

Λίγες μέρες μετά, τα μπαλκόνια γέμισαν ασπρόρουχα γιατί το Lockout ήρθε και μας βρήκε επιτέλους κι είπα μιας κι ήταν Κυριακή βράδυ, να δώκω άλλη μια ευκαιρία, μη με πουν προκατειλημμένο, εγκάθετο κι άλλα τέτοια περίεργα.  Ένα έχω να πω, νοστάλγησα τις εποχές του Lockdown, μιας και το μόνο πράγμα που με κράτησε ήταν ένα πληρωμένο θέμα, new age γραφείου συνοικεσίων που μας πληροφορούσε επί 46 λεπτά της ώρας, γιατί οι έρωτες κρατάνε, αν προκύψουν από συνοικέσιο.

Κάπως έτσι έκλεισα και πάλι την τηλεόραση κι έκατσα λίγο να αναλογιστώ. Σκέφτηκα γιατί στην Ελλάδα ανάγουμε σε τηλεοπτικό γεγονός της χρονιάς την αναβίωση του Big Brother και για ποιο λόγο μας χρειάζεται και πάλι ο Ανδρέας Μικρούτσικος στους δέκτες μας. Σκέφτηκα για ποιο λόγο, η ανανέωση προσώπων και ιδεών της κυμαίνεται σε μούφα ανακαίνιση καγκουροκαφετέριας στο λατρεμένο μου, Αιγάλεω που απλά βάζει τις καλοκαιρινές καρέκλες μέσα και τις χειμωνιάτικες τις βγάζει έξω.

Αναλογίστηκα για ποιο λόγο οι ηλικίες μέχρι 24 ετών, αντιμετωπίζουν την τηλεόραση σαν μια vintage συσκευή, που θυμούνται στο σαλόνι της γιαγιάς και τερματίζουν τα views στο YouΤube, βάζοντας δύσκολα στους εκφωνητές των περίεργων ειδήσεων που συμβαίνουν στο ελληνικό ιντερνέτ. Οι περίφημοι τηλεθεατές που αποτελούν την περιβόητη κοινή γνώμη συρρικνώνονται προφανώς. Όπως αντίστοιχα, έχει συρρικνωθεί το αναγνωστικό κοινό του ημερήσιου κι εβδομαδιαίου τύπου και των θεματικών περιοδικών, κι οι ακροατές των ραδιοφώνων. Κι αν τα ποσοστά παραμένουν φανταχτερά, οι απόλυτοι αριθμοί, τηλεθεατών μικραίνουν όλο και περισσότερο.

Κάπως έτσι βρεθήκαμε στο σωτήριον έτος 2020, να προσδοκούμε ακόμη τηλεοπτική ανάσταση για την χώρα που έχει ανακυκλώσει περισσότερο Καφέ Χαράς, από όσο θα μπορούσε να καταναλώσει κι ο Πώποτας. Ειλικρινά φτάσαμε να ψάχνουμε τον τύπο που παλεύει να βλέπει ελληνική τηλεόραση ακόμη; Θα αφήσουμε εκτός συζήτησης το σύνηθες ανάθεμα που λέει ότι οι δημοσιογράφοι είναι πουλημένοι, τα παίρνουν κι οι καναλάρχες  μας δουλεύουν ψιλό γαζί. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Εμείς σήμερα στέλνουμε ένα γράμμα, στον άμοιρο τηλεθεατή που ασφυκτιά πίσω από μιας κακής ποιότητας μονταζιέρα, στον τόπο που η επανάληψη, δεν είναι μονάχα μαμά της μάθησης, αλλά και της AGB.

Βουτηγμένη σε ένα λάκκο που μυρίζει αναχρονισμό κι έχει τόσο χώρο για δημιουργικότητα, όση το “550” σε ώρα αιχμής, η τηλεόραση αναμασά με αστοχία παραγωγές που γνώρισαν επιτυχία στο εξωτερικό. Συχνά σερβίρει και ξανά-ζεσταμένα ριάλιτι μαγειρικής που τρώγεται το φαγητό τους, αλλά είναι ξαναζεσταμένο. Σκέψου, αν έχει μείνει κάποια θεματική εκπομπή για τον αθλητισμό, τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την ιστορία, την γεωγραφία, ελεύθερη προς όλους, πέραν κάποιων μεμονωμένων περιστατικών της κρατικής τηλεόρασης, που θάβονται σε αντιδημοφιλείς ώρες προβολής. Ίσως για αυτόν ψάχνουμε με το τουφέκι έναν τηλεθεατή που να την παλεύει με την εγχώρια TV!