Ήταν το πρώτο μου ραντεβού. Καθόμουν στους ώμους του και με έβαζε να συλλαβίζω δυνατά τα πανό που περνούσαν, να φυσάω μέσα σε μια κόκκινη σφυρίχτρα. Μου έλεγε: “Η μαμά φοβάται που είμαστε μαζί εδώ, όμως δεν θα μπορούσαμε να είμαστε και πουθενά αλλού, έτσι δεν είναι;”. Και μεγαλώναμε μαζί μέχρι που αλλάξαμε πανό, διαφωνώντας στα συνθήματα, πληγώνοντας ο ένας τη γενιά του άλλου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές είδα το σώμα του μελανιασμένο από γκλομπιές, τα μάτια του φωτιά από δακρυγόνα.
Και δεν έκλαψα ποτέ χωρίς να κλάψει περισσότερο, δεν έκλεισα την πόρτα οργισμένα πίσω μου, χωρίς να την ξανανοίξει.
Ήταν η αγκαλιά του την πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο, οι τσακωμοί μας για το πότε θα βγω απ’ αυτό, η αμηχανία του όταν του έδειξα το πτυχίο λέγοντας ότι αν το κορνιζάρει: “Μα την Παναγία, θα το κάψω”.
Και θυμάμαι όλα τα αεροπλάνα που πήρα χωρίς να με αφήσει το βλέμμα του, μέχρι που έκλεισαν οι πόρτες πίσω μου, η σιγουριά του όταν επέστρεφα πως: “Βρήκες τίποτα καλύτερο από σουβλάκι εκεί στα ξένα;”.
Και δεν μπορώ να ξεχάσω τον πρώτο μεγάλο χωρισμό, που είχα αποφασίσει να κλάψω για κάθε μέρα, εκείνων των τεσσάρων χρόνων, που μου υποσχόταν ότι θα περάσει και που αγανακτώντας κάποια στιγμή αναρωτήθηκε: “Ε, τι τον χώρισες τότε ρε Χρύσα;”. Και ακούσαμε δυνατά: “Δικαίωμα μου να γυρνώ στο σπίτι τα χαράματα”, πηγαίνοντας οι δύο μας στα Γιάννενα και που λίγο πριν τη στροφή για το χωριό μου ζήτησε να υποσχεθώ την ευτυχία μου.
Ξέρεις, ο μπαμπάς μου γνώρισε αγόρια μου με μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια και μαυροκόκκινες σημαίες στην μπλούζα, ξέροντας πως ακόμη και αν σήμερα μας χωρίζουν κάμποσα πολιτικά σκαλοπάτια, θα είναι για πάντα ο μεγαλύτερος επαναστάτης που γνώρισα ποτέ. Άκουσε με υπομονή ξανά και ξανά χιπ χοπ τραγούδια στο αμάξι και καθώς με κοιτούσε, πριν καν τολμήσει να μου πει τη σκέψη του, του έλεγα πως πάντα αφιερώνω ένα ραντεβού στις σχέσεις μου για να εξηγήσω πως εξαιτίας του ακούω Νταλάρα τα πρωινά.
Ο μπαμπάς μου. Τα πρώτα μου βιβλία, ο λόγος που κάνω ωραία γράμματα, οι συναυλίες και η κάθε Κυριακή Πειραιάς για τη μεγάλη, ερυθρόλευκη αγάπη του. Ο μπαμπάς μου, που δεν εμπόδισε ποτέ τις τρέλες μου, δεν ονειρεύτηκε ποτέ για εμένα, χωρίς εμένα. Ο μπαμπάς μου, που αγαπάει τη Νέλλη ακόμη και όταν τον γεμίζει γρατζουνιές, που του αρέσουν τα ταβερνάκια στα Εξάρχειαπου και ακόμη φλερτάρει τη μαμά μου .
Και αν έπρεπε να διαλέξω μια στιγμή μας, θα ήταν δύο. Εκείνη τη βραδιά στο Ηρώδειο, που μείναμε οι δύο μας καθώς άδειαζε να κοιτάμε το φεγγάρι, εκείνο το μεσημέρι στο Σύνταγμα που μας χώρισε ένα δακρυγόνο βλέποντας με να πέφτω, ακούγοντας τον να ουρλιάζει το όνομα μου.
Ο μπαμπάς μου που μεγαλώνει κάθε 1η Μάρτη. Ο μπαμπάς μου, η πρώτη μέρα την Άνοιξης, για πάντα.