Στο Μενίδι δεν βγαίνουμε συχνά με την παρέα μου. Δεν είναι ότι φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε, το αντίθετο μάλιστα. Σε σχέση με τα όσα λένε και γράφουν, προσωπικά βρίσκω τη συγκεκριμένη περιοχή μια χαρά. Ο λόγος όμως που δεν “τιμάω” αυτό το μέρος (για να βγω) είναι άλλος. Πλέον όλοι στην παρέα έχουμε αμάξια και μπορούμε να πάμε κανένα κέντρο ή καμία Αγία Παρασκευή, να δούμε και καμιά άλλη περιοχή.
 
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν αράζω στην πλατεία του Μενιδίου. Κάτι τέτοιο γίνεται μερικές φορές. Έτσι και χθες. Μπορεί κατά τις 9 το βράδυ να μην ήμουν πολύ ψημένος για έξοδο, αλλά ένα μήνυμα απ’ τον “Τζότζο” (το καλύτερο παιδί που μπορείς να γνωρίσεις) που έλεγε “Πάμε Τερτίπι για ένα ούζο;”, μου άλλαξε καπάκι γνώμη. 
 
Έτσι, μαζευτήκαμε μια παρέα 5 ατόμων και συζητούσαμε ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από το πώς τα πάει ο Βασίλης, ο συγκάτοικος, στην εξεταστική του, μέχρι για το πώς θα πάρουμε κ’ άλλη αναβολή απ΄το βάσανο που ονομάζεται στρατός. Την ώρα αυτών των συζητήσεων, δίπλα απ’ τον δρόμο που είναι το μαγαζί, περνούσε αρκετός κόσμος και τα μάτια όλων μας ήταν συνέχεια εκεί, μη τυχόν πετύχουμε κανέναν γνωστό να του πούμε να κάτσει μαζί μας. 
 
Λίγο μετά τις 12:30, είδαμε μια γυναίκα να περνάει με την κόρη της και λίγο πιο πίσω τους έναν άλλον τύπο να κατευθύνεται προς το ίδιο μέρος με αυτές. Αδιαφορήσαμε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, φωνές. “Τι σκατά γίνεται ρε συ;”, θυμάμαι να ρωτάω τον “Τζότζο” που είχε μια μικρή οπτική επαφή με το σημείο από το οποίο ακουγόντουσαν οι φωνές. “Δεν βλέπω καλά γαμώτο… Κάτσε ρε, τις κλέβει”. 
 
 
Μέχρι να καταλάβουμε τι συμβαίνει, είχαν περάσει 4-5 δευτερόλεπτα. Μετά το πέρας αυτών των δευτερολέπτων, 4 άτομα σηκωθήκαμε, τρέξαμε προς το σημείο που έγινε η κλοπή και αρχίσαμε να φωνάζουμε. Από την όλη φασαρία είχαν βγει μερικά άτομα στις αυλές τους και ξαφνικά ακούμε έναν να μας λέει “Από αριστερά παιδιά, από εκεί πήγε” και τότε ήταν που βάλαμε όλη μας τη δύναμη και κάναμε το σπριντ της ζωής μας, μπας και καταφέρουμε τουλάχιστον να δούμε το πρόσωπο αυτουνού που κρατούσε την τσάντα της γυναίκας στα χέρια του. 
 
Μάταια όμως. Ο ληστής, έκανε τον κύκλο του στενού και πήγε στο σημείο που τον περίμενε μια τεράστια μηχανή, χωρίς πινακίδες (από ό,τι καταλάβαμε) όπου τον πήρε και έφυγαν προς τον Κάραβο. Ένα αμάξι που κατάλαβε τι παίζει, άρχισε να τους ακολουθεί από πίσω κορνάροντας μπας και καταφέρει κάτι. Τότε ήταν που οι ελπίδες μας μεταφέρθηκαν σε αυτό το μαύρο αυτοκίνητο, το οποίο έκανε μια mini καταδίωξη, χωρίς ωστόσο τελικά να μπορέσει να τους πιάσει.
 
Γυρνώντας στο “Τερτίπι”, είχαμε όλοι μας αυτό το αχανές βλέμμα του “Τι  έγινε;” και αρχίσαμε να αναλύουμε το περιστατικό, με φωνές που ίσα-ίσα έβγαιναν εξαιτίας του τρεξίματος σε συνδυασμό με το “Ούζο-βίσσυνο” που είχαμε καταναλώσει μισή ώρα πιο πριν. Τότε ήταν που ένα παιδί ρώτησε “Ρε παιδιά η γυναίκα που έκλεψαν, πού είναι; Είχε και την κόρη της μαζί”. Και ξάφνου, νέο άγχος. Πώς γίνεται να τις είχαμε ξεχάσει; Πήραμε τα στενά να τις αναζητήσουμε, να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονται. 
 
Ευτυχώς τις πετύχαμε λίγο πιο κάτω, μαζί με τον οδηγό του αμαξιού που προσπάθησε να κυνηγήσει τους ληστές, αλλά και τον σύζυγο της κυρίας που μόλις είχε πέσει θύμα κλοπής. Πάλι καλά επικρατούσε μια ψυχραιμία στην ατμόσφαιρα, ενώ αν εξαιρέσει κανείς το άγχος της γυναίκας για τις κάρτες της (τις ακύρωναν εκείνη την ώρα), δεν πρόσεξα κάτι παραπάνω δραματικό στην ατμόσφαιρα. Ρωτήσαμε αν είναι εντάξει στην υγεία τους και οι 2 (μάνα και κόρη), μας απάντησαν καταφατικά, μας ευχαρίστησαν και πήραμε, ξανά, τον δρόμο για το στέκι μας. 
 
Εκεί η διάθεση πλέον είχε πέσει στο “μηδέν” και δεν γουστάραμε να τραβήξει άλλο η φάση. Το μόνο που κάναμε ήταν το να λέμε “Πόσο χαζοί είμαστε που δεν χωριστήκαμε σε δυάδες και να κάνουμε τον κύκλο”. Αν γινόταν αυτό θα τους προλαβαίναμε σίγουρα. Αλλά μεταξύ μας, ξέρουμε τι θα κουβαλούσαν πάνω τους και για το αν ήταν καλή ιδέα να μπούμε σε διαδικασία τσακωμού;
 
Όπως ήταν λογικό, με συνοπτικές διαδικασίες “σπάσαμε” και πήγε ο καθένας στο σπίτι του. Στον γυρισμό, πετύχαμε την αστυνομία να κάνει έλεγχο στο μέρος που έγινε η ληστεία. Η αλήθεια είναι πως άργησε λίγο, αλλά και πάλι ακόμα και μετά απόπέντε λεπτά να ερχόταν, δεν νομίζω πως θα γινόταν καμία ανατροπή και θα έπιαναν τους κλέφτες.
 
Τέλος πάντων, δεν μου φταίει κανείς για το χθεσινό. Βέβαια, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος σκεφτόμουν το τι συνέβη. Αισθάνομαι ότι τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο καλά, παρόλο που βλέποντας τα θύματα ψύχραιμα ηρέμησα και εγώ. Χθες το βράδυ, μια μητέρα με την κόρη της, έπεσαν θύματα ληστείας, χωρίς να πάθουν το παραμικρό. Κανονικά η τελευταία μου πρόταση, θα έπρεπε να έχει άνω τελεία, γιατί δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. 
 
Μπορεί και μακάρι να μην τις ξανακλέψουν. Αλλά ποιος εγγυάται σε ποιον ότι για το επόμενο διάστημα, ίσως και για πάντα, αυτά τα δυο άτομα δεν θα φοβούνται να κυκλοφορήσουν στον δρόμο αργά τη νύχτα; Ποιος εγγυάται ότι μια κοπελίτσα, το πολύ, 16 ετών δεν θα συνεχίσει την εφηβεία της με τον φόβο του να τσεκάρει προσεκτικά τους δρόμους, πριν βαδίσει σε αυτούς; Ποιος είναι τόσο σίγουρος ότι η μάνα που έπεσε θύμα ληστείας, αλλά και ο πατέρας που είδε τους πολυτιμότερους ανθρώπους στη ζωή του να κινδυνεύουν, δεν θα είναι υπερβολικοί με τις εξόδους της μικρής; Κανένας!
 
 
Δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποιον για το σκηνικό, αλλά αναρωτιέμαι: Πόσο μαλάκας μπορεί να είσαι, που για να πάρεις μια τσάντα που έχει μέσα 80 ευρώ, βάζεις σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα δυο ανθρώπων και κατ’ επέκταση τη ψυχολογική; Πόσο;