Ο κόσμος μιλούσε για ένα ζαρκάδι, κι εμένα η σκέψη μου πήγε στον Ελαφοκυνηγό. Αφελής ή ναρκωμένος απ’ το “παραμύθι” του κινηματογράφου που έχει σενάριο, αισθητική και διάθεση να προβληματίσει στ’ αλήθεια, σκέφτηκα το Ντε Νίρο του πολέμου, που δεν αντέχει πια να πυροβολήσει το ελάφι. Ύστερα είδα τη Λάλκα και το δικό της ελάφι δεν ήταν τόσο τυχερό…

Όχι, δεν θα στο παίξω σοκαρισμένος κι ούτε θα κρυφτώ πίσω απ’ το δάχτυλό μου. Ξέρω πως κάθε τόσο, στα σφαγεία του κόσμου το ίδιο πράγμα είναι καθημερινότητα. Όμως (όπως λέει κι η οργισμένη ανακοίνωση της Πανελλήνιας Φιλοζωικής Ομοσπονδίας) η ταινία, ούτε ντοκιμαντέρ για σφαγεία είναι, ούτε κάποια μάχη επιβίωσης καταγράφει. Γιατί λοιπόν απεικονίζει με τέτοια άνεση και ήχους ηδονικής έκστασης το γδάρσιμο, τον τεμαχισμό, το πετσόκομμα του νεκρού ελαφιού; Μα φυσικά γιατί ολόκληρη υποπίπτει στο πιο μεγάλο αμάρτημα του σύγχρονου κινηματογράφου:

Πρόκληση για την πρόκληση!

Σ’ όλο του το (μικρό) μήκος, το φιλμ επαναλαμβάνει συνεχώς τα θέλω του. Η ίδια η δημιουργός γράφει, στην περιγραφή της ταινίας: “Με το πρότζεκτ αυτό θέλω να μιλήσω για το δικαίωμα του ανθρώπου να αφήνει τον χρόνο να κυλάει χωρίς την έπαρση του να πράττει όλη την ώρα καλοσύνες και σπουδαία έργα. Η ζωή δεν είναι φόβος και πανικός, ούτε ένα μηνιάτικο που χωρίς αυτό πεθαίνεις“. Μα η ταινία της, το μόνο που φωνάζει επαναληπτικά απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, είναι: “Θέλω να σε σοκάρω, θέλω να σε προκαλέσω, θέλω ν’ ασχοληθείς μαζί μου, να με συζητήσεις, να με βρίσεις, να με κράξεις στα Social Media“. Φωνάζει, μα δεν ακούγεται. Γιατί, στην προσπάθειά της να είναι “σοκαριστική”, η Λάλκα δεν είναι παρά ένα προκλητικό κλισέ. Ή μάλλον, μπόλικα κλισέ μαζί, σε μια σαλάτα που δεν ξέρει αν θέλει ξύδι ή λεμόνι.

Απ’ τη μια: “πεθαίνουμε πλέον, όχι από τον Covid-19, αλλά από καρκίνους, εγκεφαλικά, αυτοάνοσα, καταθλίψεις και πίεση“. Απ’ την άλλη: “Δεν είναι ευπαθής ομάδα οι καπνιστές. Ευπαθής ομάδα είναι όσοι δεν καπνίσανε ποτέ“. Κι ύστερα: “Ζήστε ελεύθεροι. Μην είστε ψαρούκλες“. Νουθεσίες ενός ανθρώπου που ξέρει την αλήθεια, με κεντρικό επιχείρημα έναν τύπο που χορεύει με κομμάτια κρέατος στην πλάτη, ή κάποιον που…

…πιάνει ένα ψάρι και το τρώει ωμό!

Να πω την αμαρτία μου, όλα αυτά μπορεί και να ‘χαν κάποιο (μικρό ή μεγάλο) κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Αν είχαν δουλευτεί, αν είχαν μια δομή (έστω και χαώδη), αν είχαν κάτι χρήσιμο να υποστηρίξουν. Όμως εδώ το πράγμα είναι πρόχειρο, είναι αδούλευτο, είναι αδιάφορο, είναι παντελώς αδιάφορο. Τώρα που το σκέφτομαι, αν συμφωνεί σε κάτι με την ίδια την περιγραφή της, η Λένα Κιτσοπούλου άφησε το χρόνο να κυλήσει, χωρίς καλοσύνη και χωρίς να πράξει κανένα σπουδαίο έργο. Κι αν το δεις από μια συγκεκριμένη οπτική, καλά έκανε.

Πολύ καλά, όχι επειδή μ’ αυτό τον τρόπο υπηρέτησε (ή δημιούργησε) μια κάποια “άποψη”, αλλά γιατί, τα όσα προτείνει η ταινία της, αν είχαν ειπωθεί με τρόπο ενδιαφέροντα ή στ’ αλήθεια σοκαριστικό…

…θα ήταν επικίνδυνα!

Το μανιφέστο είναι: “να αγαπήσουμε τα ένστικτά μας, να τα γιορτάσουμε, τουλάχιστον να μην τα καταπιέζουμε άλλο στον βωμό μιας δήθεν πολιτισμένης και ανελεύθερης ζωής“. Όμως δεν απεικονίζει την απελευθέρωση ως ερωτική απενοχοποίηση, ως έξοδο απ’ τα ταμπού, ως βαθιά ανάσα σ’ έναν απλούστερο τρόπο ζωής. Τ’ απεικονίζει ως δικαίωμα στον πυροβολισμό, στο κυνήγι, στο κάπνισμα. Το δικαίωμα σ’ “αυτό που γουστάρω”. Απέναντι λοιπόν στο φασιστικό σύστημα που ονομάζεται καπιταλισμός, η πρόταση είναι: “Ζούγκλα. Κι ο πιο δυνατός ας φάει!”.

Γνώμη μου: η τέχνη οφείλει να ‘ναι χρήσιμη. Ή έστω διασκεδαστική. (Συχνά μπορεί να είναι και τα δύο). Αλλά στο φινάλε, άσε την τέχνη. Άσε και τη γνώμη μου. Σκέψου μονάχα έναν κόσμο που όντως αφήνει ελεύθερα όλα τ’ ανθρώπινα ένστικτα. Θα ‘ναι ένας κόσμος “φύσης”: γεμάτος θανάτους, βιασμούς, φόβο, επιβίωση, καταπίεση, δεν θα ‘ναι; Όχι δεν ζούμε σ’ έναν “όμορφο κόσμο”, κυρία μου. Μα ο σκοπός είναι να τον κάνουμε καλύτερο. Δεν ξέρω πώς, κι οι ιδέες μου δεν είναι για να μπουν σ’ αυτό εδώ το άρθρο. Μα ξέρω πως, το να γυρίσουμε στο ζωικό μας παρελθόν δεν είναι λύση. Είναι ευκαιρία. Η ευκαιρία κάποιου να βρεθεί ξανά στην επικαιρότητα, χωρίς πολλή προσπάθεια. Κι ωστόσο, για τα καταφέρει, χρειάστηκε να θυσιαστεί κι ένα ελάφι. Όχι για να τραφεί ο άνθρωπος, όχι για να τραφεί ο λύκος, αλλά για να τη βγει με κόκκινο μια σκηνοθέτης, στην εποχή του: “Κανένα ζώο δεν κακοποιήθηκε στα γυρίσματα…”.