Λίγες ημέρες πριν, στο πρώτο μετά-COVID πάρτυ και έπειτα από κάμποσες μπύρες, χορεύαμε έξαλλα, τραγούδια που μέχρι και σήμερα δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως πως γνωρίζουμε κάθε τους στίχο, μιας και δεν υπάρχει η παραμικρή ανάμνηση αναζήτησης τους ή η παρουσία μας σε κάποια σχετική συναυλία. Ανάμεσα “Στο ασανσέρ που συναντιόμαστε” και σε “Αυτό το κάτι που θέλω”, τσιρίξαμε κάπως παραπάνω όταν μπήκε Δέσποινα Βανδή και “Όταν εργάζεσαι ούτε φαντάζεσαι”. Και ξέρεις κάτι; Πάρα πολύ μας άρεσε, απίθανα απελευθερωτικά λειτούργησε και όταν μπήκαμε στο αμάξι συνεχίσαμε με ένα ποτ πουρί 90s, που μας έφτασε στο σπίτι πνιγμένες στα γέλια και με κλειστή φωνή.

Και ξέρεις, την επόμενη ημέρα όλες παραδίδαμε εργασίες, άρθρα, ετοιμάζαμε ομιλίες για συνελεύσεις, διαβάζαμε τις σημειώσεις μας για όσα έγραψε η Mary Wollstonecraft, ενώ μας τσίγκλαγε να ξεκινήσουμε το βιβλίο για τις Ζωές των Σάκο και Βαντσέτι, που αγοράσαμε και που θέλουμε να χωρέσουμε στον 0 ελεύθερο χρόνο μας. Μεταξύ γρήγορου μπάνιου, στεγνώματος των μαλλιών και φαγητό στα όρθια, μην έχεις αμφοβολία, σιγομουρμουράμε στίχους από το πάρτυ που πέρασε.

Παρακολουθώντας τον αναίτιο χαμό που έχει προκαλέσει η φωτογραφία της Δέσποινας Βανδή στα social media, μια φωτογραφία που τον Μάρτη ψόφησε και τον Μάη βρώμισε, εντυπωσιάζομαι με το πόσες αφορμές μπορούν να κατασκευαστούν κοινωνικά, ώστε να απασφαλίσουν δημόσια δεκάδες μισογύνικα, σεξιστικά και κυρίων πανηλίθια σχόλια. Το γεγονός έλαβε χώρο στο Instagram, όταν η τραγουδίστρια ανέβασε φωτογραφία της, κρατώντας το βιβλίο με τίτλο “Τα εις εαυτόν” του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, ο οποίος κυβέρνησε από το 169 έως το 180 και θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους. Ακόμη και σήμερα  το βιβλίο του αυτό θεωρείται έργο-μνημείο για μια διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και την εξυπηρέτηση του συνόλου.

Πώς τόλμησε η Δέσποινα Βανδή να αγνοήσει την μπατσοκρατία των μέσων δικτύωσης, που σπεύδουν να την “επαναφέρουν” στην τάξη σχολιάζοντας της “Ντροπή”, βάζοντας απ’ την αρχή τον πήχη της ηθικής τους, κάτω από τη σόλα των παπουτσιών μας; Το ότι η συγκεκριμένη γυναίκα, έχει φοιτήσει στο τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας (ΦΠΨ) της φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ, είναι κάτι που με το ζόρι αναφέρω, μιας και δεν έχει την παραμικρή σημασία. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οποιαδήποτε μπορεί να διαβάζει ό,τι γουστάρει, να κρεμιέται με λαμπάκια από το ταβάνι αν της κάνει κέφι, να μας δείχνει τις συνταγές από τα πασχαλινά της τσουρέκια, μαζί με τα σκυλιά της. Δεν κατάλαβα δηλαδή; Από πότε χρειαζόμαστε ειδικό εγχειρίδιο για το ποιος μπορεί να διαβάζει τι και κυρίως τι του επιτρέπουμε εμείς;

Η Βανδή, διατηρεί όπως και κάθε μια από εμάς το δικαίωμα να διαβάζει ό,τι θέλει, σπάζοντας τη σοβαροφάνεια και τα στερεοτυπικά κουτάκια που επιμένουμε να τοποθετούμε τους ανθρώπους. Η διάθεση της προσωπικής βελτίωσης και πορείας προς τη γνώση, θα είχε μεγαλύτερο αποτέλεσμα αν αντί για αντικείμενο χλεύης γινόταν προβληματισμός και αναστοχασμός. Η Βανδή, που στα τόσα χρόνια πορείας της όχι μόνο δεν έπεσε στην παγίδα του λαϊκισμού και της εθνοκαυλίασης, αλλά έριξε άκυρο στον φασίστα Νότη Σφακιανάκη, όταν εκείνος  εξυμνούσε τη ναζιστική οργάνωση. Άραγε αναρωτήθηκε κανείς τότε για τον συμβολισμό εκείνης της πράξης,  μιας ενέργειας που απευθύνθηκε σε ένα τεράστιο κοινό που την ακολουθεί για δεκαετίες;

Είναι ξεκάθαρο ότι η απεικόνιση της γυναίκας που διαβάζει, ενημερώνεται και εξελίσσεται δεν συμπεριλαμβάνει τίποτα πιο φανταχτερό από το βαρύ εξώφυλλο του βιβλίου της, συμπιέζοντας την ανάγκη της για ενασχόληση με ο,τιδήποτε δεν θεωρείται από κάποιους αρκετά πνευματώδες. Αντίθετα οι γυναίκες που ίσως τους αρέσουν τα κρεπαρισμένα μαλλιά, οι ανάλαφροι ήχοι στο ραδιόφωνο και ρούχα που λαμπιρίζουν στο ήλιο, πρέπει να αναλωθούν στο αντίπαλο δέος των πρώτων, νιώθοντας εντελώς άδικα και παραπλανητικά, δεύτερες.  

Προσωπικά δεν θα πείραζε να ξέρω πως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, σύμβολο ελευθεριακής σκέψης και κουλτούρας, με ενσωματωμένες τις αξίες που επιλέγω να συμπαρίσταμαι, διαβάζει άρκελιν πριν κοιμηθεί.

Είμαστε με την κάθε Βανδή, επιλέγουμε να ζήσουμε μακριά από τις φύτρες του μισογυνισμού και της τζάμπα μαγκιάς που μας δηλητηριάζει, είμαστε για πάντα απέναντι από όλους εκείνους που το πιθανότερο είναι να μην αναζήτησαν τι στο διάολο λέει μέσα αυτό το βιβλίο, εξαντλώντας την ενέργεια τους στο ποια το κρατάει.

Και κάτι τελευταίο. Στον τελευταίο χωρισμό μου, μεταξύ θλίψης Αγγελάκα, Μοσχολιού και Παύλου Παυλίδη, το πρωί που ξύπνησα χωρίς να με νοιάζει πλέον και τόσο, ήταν όταν με τις φίλες μου χορέψαμε στον καναπέ: “Χωρίς εμένα θα δούμε πόσο μπορεί η καρδιά σου να αντέξει” και ήταν στα αλήθεια υπέροχο.