Ο Καμύ, γράφει για το καλοκαίρι: “Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ… Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θα ‘πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα (…). Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα”. Ελάχιστα πράγματα μ’ αρέσουν πιο πολύ από τον Καμύ. Ίσως το παγωμένο νερό το καταμεσήμερο ή η αίσθηση του να περπατάω ξυπόλητη σε βρεγμένες πέτρες. Ίσως και όχι.

Καθόμαστε σε πάνινες καρέκλες, τα πόδια μας κρέμονται πάνω σε άλλα πόδια που στηρίζουν κουτιά με πίτσες. Μυρίζουν οι γαρδένιες και τα νυχτολούλουδα, έχει αυτό το γλυκό αεράκι που ανατριχιάζει τις γάμπες και τους ώμους μας, έχει το πέταγμα κάθε που μια ιδρωμένη μπύρα ακουμπάει το γόνατο μας. Στο απέναντι μπαλκόνι τσακώνονται για το κατά πόσα το “Δόγμα 95” βοήθησε την κινηματογραφική βιομηχανία, ενώ εμείς θυμόμαστε πως στο ψυγείο έχει τούρτα με σπιτική σαντιγί, φράουλες και συγκλονιστικά παπαριασμένο σαβαγιάρ.

Αναρωτιόμαστε αν έφτασε το καλοκαίρι ή αν εμείς το κυνηγήσαμε στερημένοι και θυμωμένοι για τη χαμένη μας Άνοιξη. Περνάμε τα πέλματα μας πάνω από ρεσώ με κιτρονέλλα που τρεμοπαίζουν, καιγόμαστε, τα διαολοστέλνουμε. Έχουμε ξεχάσει να ονειρευόμαστε ή ισχύει αυτό που λένε για το σεξ και το ποδήλατο; Κυλάμε το δάχτυλο μας στην οθόνη, το στριφογυρνάμε σε μια εφαρμογή που μας θυμίζει τη γεμάτη νησιά Ελλάδα. Πληκτρολογώ Σκόπελο, αλλά συμφωνούμε ξανά στη Σύρο και πως δεν θέλουμε άλλο κάμπινγκ. Δοκιμάζω το καινούργιο φόρεμα που πήρα την πρώτη ημέρα που άνοιξαν τα μαγαζιά, κουνάω τους ώμους που αφήνει ακάλυπτο και ξανακάθομαι βάζοντας lip gloss στο μισοσκόταδο. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που είχα γεμίσει τα βλέφαρα μου με χρυσή χρυσόσκονη. Είχε πάλι κεριά, ήταν καλοκαίρι και “Μοιάζεις με νεράιδα”. Μα τι ανυπόφορη που είναι καμιά φορά η μνήμη.

Σε όλη την καραντίνα, με μια καρδιά σαράβαλο, επέμενα πως όλοι οι εφιάλτες τελειώνουν, κανένας πόνος δεν κρατάει για πάντα, καμία απελπισία δεν κέρδισε ποτέ την ελπίδα, κανένα τούνελ δεν έβγαλε σε σκοτάδι, και πως όλα καταλήγουν τελικά στο φως. Είναι τόση η ανακούφιση που τα τελευταία απόνερα που κυλάνε από τα μάτια μας, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι κερδίσαμε χωρίς να παίζουμε καν με τους όρους μας.

Λίγες ημέρες πριν, ο φίλος μας που διάβαζε Νίτσε στην εντατική και ξενυχτούσε καλωδιωμένος στα τηλέφωνα για το πώς θα οργανωθούν δράσεις αλληλεγγύης, μπήκε στην πλατεία Εξαρχείων με υψωμένη τη γροθιά του, κρατώντας ένα πανό που έγραφε “NO PASARAN”. Λίγα πράγματα θα κρατήσω από αυτήν την εποχή, το ένα θα είναι σίγουρα τα καταγάλανα μάτια του, η πρώτη του αγκαλιά μετά την κόλαση. Και έσφιξαν τόσο τα χέρια γύρω μας που μας πήρε το ξημέρωμα γελώντας και ακουμπώντας ο ένας τον άλλον.

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Ανεβήκαμε σήμερα σε έναν λόφο στη Νέα Φιλαδέλφεια, για να γιορτάσουμε και ας είναι σχεδόν μεσοβδόμαδα. Βγάλαμε τα σανδάλια μας, ακουμπήσαμε τους αγκώνες μας σε ψάθες χαζεύοντας τον ουρανό και τρώγοντας χούμους, διαπιστώνοντας πως όλο αυτό παραμοιάζει με ευτυχία. Αγκαλιαστήκαμε δεκάδες φορές και φιληθήκαμε σβουριχτά, εντελώς σίγουρες-οι πως επιβιώσαμε. Λίγες ώρες πριν, ο φίλος που μας λαχτάρησε για μέρες στην εντατική, μπήκε στην πλατεία Εξαρχείων με υψωμένη γροθιά και πανό “No pasaran”. Και του δείξαμε τον αγκώνα μας, για να χαιρετηθούμε και μας έσφιξε στο στήθος του, αφήνοντας κάμποσα δάκρυα να δροσίσουν αυτές τις καυτές ημέρες. Τον σκεφτόμαστε και χαμογελάμε, νιώθουμε όλοι τόσο κουρασμένοι, όμως αυτό το Καλοκαίρι δεν θα χαθεί, όπως η Άνοιξη. Σκάνε μπαλόνια μέσα σε μεθυσμένα γέλια, τρώμε τούρτα με λιωμένο κερί. Παίζει μουσική, κάποιος φωνάζει “ΚΟΜΜΑΤΑΡΑ” και έχει δίκιο. Περασμένα, εντελώς ξεχασμένα και όλα καλά. Καλώς το καλοκαιράκι το πανέμορφο.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Αυτήν την εβδομάδα, πήγαμε σε όλα τα πάρτυ που μας κάλεσαν, βγάλαμε τα σανδάλια μας, αποκοιμηθήκαμε μετά από καιρό στο αμάξι της επιστροφής, ανακαλύπτοντας σιγά-σιγά όλους τους χαμένους μας εαυτούς. Μ’αρέσει να κοιμάμαι ακουμπώντας το κεφάλι στο ανοιχτό παράθυρο, μα πιο πολύ μ’ αρεσει η τρυφερότητα του να σε ξυπνούν γιατί “Φτάσαμε” ή γιατί ξανάνοιξε το αγαπημένο μας φαλαφελάδικο στη Θεμιστοκλέους.

Στο ημερολόγιο κυκλώσαμε την ημερομηνία της πρώτης εκδρομής. Σημείωσα μη και ξεχάσω να πάρω μαζί τον φουσκωτό κροκόδειλο, το λιμοντσέλο και το cd με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Στράτου Διονυσίου. Δεν ξέρω αν έχω ονειρευτεί κάτι περισσότερο αυτούς τους δύο μήνες, από εκείνο το παράθυρο στην Εύβοια, που φτάνει τη θάλασσα μέχρι τον καναπέ, με τους τοίχους να έχουν ποτίσει αντηλιακό, αν έχω λαχταρήσει κάτι πιο πολύ από την ολονύχτια μεθυσμένη παντομίμα με μαγιό και τις ιστορίες για τους μεγάλους μας έρωτες που καίγονται το ξημέρωμα. Δεν ξέρω αν έχω αγκαλιάσει περισσότερο από κάθε όλη φορά λουλούδια, βγάζοντας τα από τα βάζα, φιλώντας τα στα πέταλα

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Χαμομήλι για βάζο.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

“Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας”. Ελάχιστα πράγματα μ’ αρέσουν πιο πολύ από τον Καμύ…