Την Παρασκευή που μας πέρασε, μπήκε τέλος σε μια υπόθεση από αυτά που τα λόγια φαντάζουν φτωχά κι ανίκανα σίγουρα να την περιγράψουν. Αναφέρομαι προφανώς, στην απόφαση της δίκης των δολοφόνων και βιαστών της Ελένης Τοπαλούδη. Ομόφωνα αντήχησε στο ακροατήριο, ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία και 15 χρόνια για τον βιασμό στους Μανώλη Κούκουρα και Αλέξανδρο Λουτσάϊ. Κανένα ελαφρυντικό δεν αναγνωρίστηκε στους ενόχους. Η κραυγή της μάνας της Ελένης, μετά την απόφαση κι οι συντεταγμένες φωνές όσων είχαν συγκεντρωθεί για να σταθούν στο πλευρό της οικογένειας, γέμισαν τον χώρο των δικαστηρίων. Για πρώτη φορά, στην πορεία της υπόθεσης, ένα αίσθημα δικαιοσύνης σκέπασε τον ουρανό μας, ελπίζοντας πως δεν θα υπάρξει καμία άλλη Ελένη. Βλέπεις, είναι σημαντικό αυτή η απόφαση να γίνει ο σπόρος, για να φυτρώσει δίπλα μας μια κοινωνία δίχως γυναικοκτονίες, ούτε σεξιστικά σχόλια. Κι αν κάτι αξίζει να κρατήσουμε είναι το εξής: “Μάθετε στους γιους σας να μην βιάζουν, όχι στις κόρες σας να προσέχουν“. Έχουμε μιλήσει πολλές φορές ενδελεχώς, για αυτό άλλωστε και μπορούμε να στο υπενθυμίσουμε

Μετά την απόφαση, τηλεοπτικές και διαδικτυακές οθόνες έπαιζαν όπως ήταν αναμενόμενο την είδηση στο ριπίτ. Στα social media, που τα σχόλια είναι ανοιχτά στον καθένα, ξεκίνησε από μερίδα του κόσμου, ένα κρεσέντο αυτοδικίας. Από το να τους “κρεμάσουν από τα αχαμνά στην πλατεία του νησιού“, μέχρι κι ότι “θα καλοπεράσουν μέσα στη φυλακή“. “Θα τους περιποιηθούν οι συγκρατούμενοι, θα φτύσουν το γάλα της μάνας τους” κι άλλα τέτοια σχόλια, πολλαπλασιάζονταν όσο περνούσε η ώρα. Βλέπεις, για κάποιο τελείως λάθος λόγο πολλοί άνθρωποι γύρω μας θεωρούν ως ενδεδειγμένη σωφρονιστική πρακτική να βιάζουν κάποιον βιαστή, ώστε να τιμωρηθεί για το έγκλημα του. Προφανώς, δεν θα μπούμε στη διαδικασία να εξηγήσουμε τους λόγους, για τους οποίους μια τέτοια πρακτική, δεν πρόκειται να συνεισφέρει ούτε κατ’ ελάχιστο στον σωφρονισμό του θύτη. 

Αυτό που μου κάνει εντύπωση, είναι η ευκολία, με την οποία στήνονται λαϊκά δικαστήρια στο διαδικτυακό πλήθος, που όπως φαίνεται διψά για εξευτελισμό, βασανιστήρια, μπινελίκι κι αίμα. Αν παρακολουθήσει την υπόθεση της Τοπαλούδη, κανείς θα δει, ότι δεν ήταν λίγοι εκείνοι ου κατηγόρησαν το θύμα αρχικά, ότι “προκάλεσε” κι ότι “έπρεπε να προσέχει τις συναναστροφές της”. Όταν η δικογραφία προχώρησε, φέρνοντας στα μάτια και τα αυτιά μας, όσα συγκλονιστικά συνέβησαν οι ίδιοι έσυραν τον χορό της εκδίκησης στους θύτες, ζητώντας το κεφάλι τους επί πίνακι. Το αίσθημα δικαίου τους κατέκλυζε πια και μέχρι η δικαιοσύνη να αποφανθεί, οι ίδιοι επιβάλλει ήδη τις ποινές. Δεν είναι λίγες κι οι φορές που διαλέγουν ενόχους, δείχνοντας τους με το δάχτυλο.

Μου φαίνεται ότι δεν θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από το δικαστήριο ως ξεχωριστό μηχανισμό και να αναρωτηθούμε μετά πώς και κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να υπάρξει ένα λαϊκό δικαστήριο. Θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τη λαϊκή δικαιοσύνη, από πράξεις δικαίου που προέρχονται από τον λαό, και να αναρωτηθούμε τι θέση θα μπορούσε να έχει ένα δικαστήριο εδώ πέρα. Πρέπει να εξετάσουμε εάν τέτοιες πράξεις λαϊκής δικαιοσύνης μπορούν ή δεν μπορούν να οργανωθούν με τη μορφή ενός δικαστηρίου“, είχε δηλώσει ένας από τους μπαμπάδες των κοινωνικών επιστημών, ο Μισέλ Φουκώ. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον ο σπουδαίος διανοητής να ζούσε τα ιντερνετικά social media χρόνια, όπου οι δυνατότητες των μέσων, επιτρέπουν στον καθένα να πάρει τον ρόλο του δικαστή και να ρίξει την ποινή που για εκείνον αναλογεί σε κάθε έγκλημα.  

Δανειζόμενος τη φράση του Καμύ αναρωτιέμαι τι συμβαίνει ωστόσο “Όταν η ανώτατη ποινή απλά προκαλεί εμετό στον έντιμο πολίτη, τον οποίο υποτίθεται ότι προστατεύει, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι αυτή αποσκοπεί, όπως θα έπρεπε, να επιφέρει την ειρήνη και την τάξη στην κοινωνία“;  

Πολλές φορές ο ένας από το ανώνυμο πλήθος facebook προφίλ, αρκεί να κάνει την αρχή. Αγορεύει στο ακροατήριο των φίλων του, βάζοντας στη σειρά τα επιχειρήματά του. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων, δεν υπάρχει ούτε η επιστημονική κατάρτιση, ούτε γνωρίζει εις βάθος την υπόθεση, μα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Από κάτω σύντομα το ακροατήριο, θα χωριστεί σε υπεράσπιση και πολιτική αγωγή. Όπως είναι φυσικό κι αναμενόμενο, δεν πρόκειται να μείνουν σε ευγενείς αντεγκλήσει, αλλά γρήγορα θα πάρουν μορφή όχλου, που διψάει για δικαιοσύνη από τη μια μεριά και για αίμα από την άλλη.  

Σε κάθε θέμα επικαιρότητας, που εγείρει το ενδιαφέρον αυτού που καλούμε κοινή γνώμη, συμβαίνουν προφανώς τα παραπάνω. Από την ψηφοφορία στο Masterchef και το αμφισβητούμενο γκολ σε ένα ποδοσφαιρικό ντέρμπι, μέχρι τις γυναικοκτονίες, τα φονικά της βεντέτας στην Κρήτη και ρατσιστικές μέχρι ομοφοβικές επιθέσεις, τα λαϊκά δικαστήρια θρέφουν τις παθογένειες μιας ημιμαθούς κοινωνίας. Αυτή, είναι που αγνοώντας έννοιες όπως ο σωφρονισμός, η αλληλεγγύη κι η κοινωνική δικαιοσύνη, στήνουν συχνά το οποιοδήποτε θύμα στον τοίχο, ως υπεύθυνο όσων τον βρήκαν. Αυτό “προκάλεσε την τύχη του“, αυτό “τα ήθελε και τα έπαθε“. “Οι άλλοι χαζοί είναι που προσέχουν“; σκάνε στη σειρά τα αναθέματα. Αντίστοιχα, όταν ο θύτης καταδικαστεί, η ποινή του, πρέπει να είναι ξεκάθαρα τιμωρητική, πατώντας στην οφθαλμός αντί οφθαλμού πρακτική του παρελθόντος. Μέσα από ένα ρεσιτάλ μίσους κι αυτοδικίας, λύση είναι το κρέμασμα κι η ηλεκτρική καρέκλα για όσους σκότωσαν, ο βιασμός τους από συγκρατούμενους, για όσους βίασαν, το ξύλο και τα βασανιστήρια.   

Η ανθρωποφαγία κι ο κανιβαλισμός ωστόσο είναι δεδομένο, ότι δεν σωφρονίζουν τον δράστη ενός εγκλήματος, ούτε προστατεύουν το θύμα.