“Ζω με την Ελένη. Θα ζω μαζί της, μέχρι να πεθάνω, είναι κομμάτι της ζωής μου. Δεν γίνεται να υπάρξω όπως πριν, ξανά”. Με τα λόγια αυτά ξεκίνησε την αγόρευση της σήμερα η Εισαγγελέας Έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αριστοτελία Δόγκα, όρθια, φανερά καταβεβλημένη και βλέποντας τα μάτια μας να τρεμοπαίζουν πάνω από τις μάσκες, απευθυνόμενη διαρκώς στον πατέρα της Ελένης. “Αυτό που απηχεί καλύτερα την αλήθεια που θέλετε να ακούσετε είναι ότι το παιδί σας ήχθη ως πρόβατο επί σφαγή και ως αμνός άμωμος”. Και δεν είναι πως δεν το ξέραμε, ούτε πως καταφέραμε ποτέ να αποφεύγουμε το γεμάτο θλίψη και αμηχανία βλέμμα του ανθρώπου αυτού, κάθε φορά που μπαίνουμε στην αίθουσα. Είναι που είναι αλήθεια, είναι που η Ελένη θυσιάστηκε και βεβηλώθηκε με τον πιο αισχρό τρόπο, ακόμη και μετά τον θάνατο της.

Η μητέρα της Ελένης, παρευρίσκεται στη αίθουσα και εμείς συστηνόμαστε ξανά με το γνώριμα καθίσματα του Εφετείου, αυτά που έχουμε πνίξει κατά καιρούς σε δάκρυα θυμού και πόνου, σφηνώνοντας τα νύχια μας στα μπράτσα τους, χαιρετώντας φίλους και συντρόφους, τη μόνη παρηγοριά σε αυτό το αντάμωμα.

Έχοντας συνηθίσει στα εγκλήματα έμφυλης βίας τους δικαστικούς λειτουργούς να στέκονται απέναντι στις κακοποιημένες θηλυκότητες, με την Εισαγγελέα να έχει δεχτεί μεγάλη επίθεση και η ίδια όλο αυτό το διάστημα, η απόλυτα στιβαρή, αποφασισμένη και ταυτόχρονα τρυφερή φιγούρα της, συγκινεί κάθε μας κύτταρο, τοποθετώντας όλες τις λέξεις στην πιο σωστή τους σειρά.

Δεν σταματά να κοιτά τον πατέρα της Ελένης, να του υπενθυμίζει πως το κορίτσι του ήταν ένα δώρο Θεού, που θα ήθελε να έχει την τιμή να έχει γνωρίσει. Και ξέρεις, ήταν κάπως υπερβατική αυτή η στιγμή, απέναντι σε έναν πατέρα που μάζεψε το άψυχο σώμα του παιδιού του απ’ τα βράχια, γνωρίζοντας πως του αφαιρέθηκε με φρικαλέο τρόπο η ζωή, αντέχοντας για μήνες να ακούει όχι απλώς μια παραμορφωτική αλήθεια, αλλά μια ασταμάτητη βεβήλωση της μνήμης της Ελένης, που δολοφονήθηκε όσες φορές έκριναν οι κατηγορούμενοι ότι μπορούν να το κάνουν. Η Εισαγγελέας, αναγνώρισε μέσα στον απύθμενο πόνο της απώλειας, την ανάγκη του πατέρα αυτού να ακούσει, έναν καλό λόγο για το παιδί του καταφέρνοντας τελικά να γίνει σήμερα η φωνή όλων μας.

Όταν η μητέρα της Ελένης ξέσπασε στην αίθουσα, φωνάζοντας στους δολοφόνους και βιαστές της κόρης της, να της δείξουν να πρόσωπα του, ο Κούκουρας, το πλουσιόπαιδο που κυκλοφορούσε με την Αγία Γραφή μετανιωμένος, κάνοντας χειρονομίες στους δημοσιογράφους και πουλώντας φθηνή τρέλα μέσα στην αίθουσα, κατέβασε επιδεκτικά τη μάσκα του, φανερώνοντας την αποτρόπαια όψη του. Αυτό το κάθαρμα, που για την πλάκα του έβαλε στο μπλέντερ τη ζωή τόσων ανθρώπων, είχε το θράσος ακόμη και από το σκαμνί που καθόταν, να προκαλέσει, τη γυναίκα αυτή. Είναι από την ίδια φάρα ανθρώπων που ρώτησαν τη Μάγδα: “Που είναι ο Παύλος σου τώρα;”, είναι τα πλάσματα που γεννήθηκαν άνθρωποι και μεταλλάχτηκαν σε κάτι αποκρουστικό.

Η Εισαγγελέας ανέπτυξε τον συλλογισμό της μαζί με τα γεγονότα, υποστηρίζοντας πως οι δύο κατηγορούμενοι έχουν βιάσει κατ’ αντίστοιχο τρόπο και άλλες κοπέλες, πιθανόν και με τη συνδρομή άλλων ανδρών, δεν δίστασε να πει ότι θα έπρεπε στη δίκη να ενσωματωθούν και άλλα εγκλήματα. Επισήμανε όλες τις αντιφάσεις και το “άδειασμα” των κατηγορουμένων ακόμη και απέναντι στους δικηγόρους τους, ενώ δεν αποδέχτηκε κανέναν ισχυρισμό ψυχικής νόσου.

Υποστήριξε πως η Ελένη ήταν ένα ευάλωτο πλάσμα, σαν αυτά που “ψάρευαν” οι δολοφόνοι της. Έχοντας προσπαθήσει αναποτελεσματικά να καταγγείλει τον πρώτο βιασμό της, μιας και οι αστυνομικές αρχές την απέτρεψαν, έγινε το τέλειο θύμα, στο νοσηρό μυαλό τους. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: “Εγώ δε στηρίζω πάντα την Αστυνομία, τη στηρίζω μόνο όταν κάνει σωστά τη δουλειά της”.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της αγόρευσης της, έδειξε μένος απέναντι στον πατέρα του Κούκουρα, κατηγορώντας τον για συγκάλυψη, ψευδορκία, χρηματισμό ψυχιάτρου και εκφοβισμό μαρτύρων, λέγοντας στον κατηγορούμενο πως: “Δεν σου έμαθαν το «όχι», σε έκαναν μάγκα. Τζάμπα μάγκας είσαι”, τονίζοντας πως ο πατέρας του τον έκανε το τέρας που είναι σήμερα. Από την αγόρευση της, δεν θα μπορούσε να λείπει η κριτική στους συνηγόρους υπεράσπισης οι οποίοι “δασκάλεψαν” τα καλόπαιδα της Ρόδου με έναν τρόπο που ακροβατεί στα όρια της γελοιότητας και της μηδαμινής ντροπής. “Συλλειτουργός της δικαιοσύνης είναι αυτός που αγωνίζεται για την αλήθεια”. Αναγνώρισε το δικαίωμα στην υπεράσπιση, όχι όμως στη συσκότιση.

H Εισαγγελέας, με το βλέμμα στραμμένο στον κύριο Τοπαλούδη, προσπάθησε με κάθε της λέξη να ξορκίσει όσα έχει αναγκαστεί εκείνος να ακούσει αυτό το διάστημα, επανέλαβε πολλές φορές πως όσα ακούστηκαν σε αυτήν την αίθουσα είναι πρωτάκουστα. “Ακόμη και αν η Ελένη είχε κάνει σεξ με τον Αλέξανδρο την προηγούμενη ημέρα, είχε κάθε δικαίωμα να μη θέλει να ξανακάνει. Και παντρεμένη να είσαι με κάποιον, κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να κάνεις κάτι που δεν θέλεις”.

Έχει πιάσει η καρδιά μας σήμερα και έχει γίνει χίλιους κόμπους, θαρρείς πως ακούς τους χτύπους όλων μας. Ψιθυρίζουμε με τον Θανάση Καμπαγιάννη, συνήγορο της Πολιτικής Αγωγής για τους Αιγύπτιους αλιεργάτες στη δίκη της Χ.Α., σκοτεινιάζουμε στην ανάμνηση εκείνης της εισαγγελικής πρότασης. Κοιτάζω γύρω μου, παρατηρώ τον πατέρα του Κούκουρα να μην έχει ιδρώσει ούτε τρίχα από το κεφάλι του, έχοντας ξεμπροστιαστεί δημόσια, όλη του η οικογένεια. Γυρίζω στη Μαρία “Δεν είναι άνθρωποι αυτοί. Δεν μπορεί να είναι!”.

Η Αριστοτελία Δόγκα, χτυπά νευρικά το στυλό της στην έδρα. “Ας κερδίσει η δικαιοσύνη και ας γκρεμιστεί ο κόσμος όλος, ας γκρεμιστώ και εγώ”. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι αυτή τη μάχη θα την κερδίσουμε, και δεν μπορεί γιατί η Ελένη δεν θα είναι ποτέ ξανά εδώ. Τη μάχη αυτή όμως τη δίνουμε για κάθε μια από εμάς που ακόμη δεν κατρακύλησε στον γκρεμό, με σκοπό να ταξιδέψει το πτώμα της στην Αίγυπτο, αφήνοντας έναν άδειο τάφο για να μας θρηνούν. Πάνω στη μάχη αυτή θα ματώνουμε για κάθε δάκρυ της Ελένης, για κάθε φόβο της που βγήκε αληθινός, δεν θα σταματήσουμε και ας το πάρουνε χαμπάρι.

Κατέληξε, προτείνοντας την ενοχή και των δύο, καθώς και την παραπομπή για ψευδορκία και ηθική αυτουργία ψευδούς δήλωσης του πατέρα του Κούκουρα, για ψευδορκία τη γιαγιά του Κούκουρα και την αδερφή του Λουτσάι.

Θα θυμόμαστε για πάντα το όνομα της εισαγγελέως Δόγκα, θα θυμόμαστε για πάντα ότι σηκώθηκε για να υποκλιθεί μπροστά στον πατέρα της Ελένης, αφήνοντας τα δάκρυα της να ανακουφίσουν τον πόνο του, κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια που της έδωσε με τριαντάφυλλα από τον κήπο του. Θα θυμόμαστε για πάντα ότι μια Τετάρτη ζεστή και μασκοφορεμένη, πιστέψαμε ξανά στη δικαιοσύνη, θα θυμόμαστε για πάντα πως: “Η Ελένη είναι σύμβολο για το γεγονός ότι το 2020 η γυναίκα εξακολουθεί από κάποιους να αντιμετωπίζεται ως τιποτα. Θα λάμπει για πάντα και θα δείχνει το δρόμο.”