Τους τελευταίους δύο μήνες, χαροπαλεύει στο μυαλό μου εκείνο το τελευταίο τηλεφώνημα με τον Θάνο Ανεστόπουλο. Μόλις είχε δημοσιοποιήσει πως πάσχει από μεταστατικό καρκίνο των οστών, κατακερματίζοντας την αιωνιότητα που βασίλευε μέσα μου κακομαθημένη. Καθισμένη σε ένα παγκάκι κοντά στον σταθμό Λαρίσης, κρατώντας το ακουστικό, σπρώχνοντας με την παλάμη όσα δάκρυα μπορούσα, μη και μουσκέψουν τα ποιήματα στην εξασθενημένη του φωνή, μη και μουχλιάσει η πιο γλυκιά θλίψη που χρειάζομαι για να νοσταλγώ και να υπάρχω. “Εποχές γεμάτες σκοτάδι, μα θα λάμψουμε” είπε και πάνε χρόνια που λογοδοτώ σε αυτήν του την ατάκα.
Πρώτη Κυριακή μετά την χαλάρωση των μέτρων και στην απέναντι πολυκατοικία έχει στηθεί γλέντι τρικούβερτο. Κάποιος μιλάει δυνατά μασουλώντας, ενώ ένα κορίτσι μάλλον αλλάζει τη μουσική. Η Ιωάννα, ξέχασε το στρώμα της γιόγκα και εγώ που ακόμη δεν έχω καρέκλες στο μπαλκόνι και σιχαίνομαι τη γιόγκα, το έστρωσα δίπλα στην καινούργια γαρδένια, φλερτάροντας να το λερώσω με ένα γκρι κερί που μυρίζει μιλφέι, και ένα σφηνάκι λικέρ μαστίχα. Σκέφτομαι τις μέρες που πέρασαν, τις κουβέντες με συναδέλφους και φίλους, το άγχος να καταφέρουμε να μιλήσουμε με όσους περισσότερους γινόταν, να μη νιώσει κανείς μόνος και ευάλωτος, μπροστά στον αχαρτογράφητο φόβο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα καθώς σκέφτομαι τη φοιτήτρια από τις εστίες Ζωγράφου, όταν το κράτος αποφάσισε να τους εκδιώξει εν μέσω πανδημίας. Το νεύρο της διαπερνούσε το αφτί μου: “Πρέπει να καταλάβεις πως έχουμε δίκιο” φώναζε, χωρίς να της έχω δώσει ποτέ άδικο. Θυμάμαι το μήνυμα της Άννας το ξημέρωμα, τη συγκίνηση που έφεραν τα μηνύματα εκείνης της συνέντευξης, γράφοντας πως: “Με τις σεξεργάτριες είμαστε μαζί, θέλουμε και εμείς να βοηθήσουμε”. Και αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσουν οι χιλιάδες λέξεις που γράψαμε στην Καμία Ανοχή να σε πλακώσουν, για κάθε θηλυκότητα που εξαναγκάστηκε στην ασφυξία της κακοποίησης, παλεύοντας για την πιο μικρή δίοδο της πιο μεγάλης ανάσας. Και λέγαμε ο ένας στον άλλον “Κουράγιο, θα περάσει” μα δεν κοιτιόμασταν στα μάτια, γιατί ξέραμε…
Πρώτη Κυριακή μετά τη χαλάρωση των μέτρων και μοιάζει ατέλειωτο αυτό το τριήμερο “κανονικότητας”. Μιλάω με τον Γ.Κ., τον έναν από τους πέντε συλληφθέντες της Κυψέλης. Τον ρωτάω πως είναι: “Καλά μάλλον” μου λέει “Έφαγα κάμποσο ξύλο”. Έχοντας διαβάσει ήδη τη μαρτυρία του (εδώ), δεν έχω και πολλά να του πω. Ο Γ. το Σάββατο που μας πέρασε, έβλεπε ταινία στο σπίτι του μαζί με φίλους. Ακούγοντας ουρλιαχτά, σειρήνες και μαρσαρίσματα από μηχανάκια, κατέβηκε να δει τι συμβαίνει.
“Ύστερα από 30 περίπου μέτρα και χωρίς να έχω άμεση οπτική επαφή με αυτό που γινόταν στην οδό Κυψέλης, άκουσα πίσω μου μαρσάρισμα από μηχανάκι. Γύρισα και είδα μία μηχανή της ομάδας “Δράση” να κινείται γρήγορα προς το μέρος μου. Τότε ο συνεπιβάτης αστυνομικός πετάχτηκε από το μηχανάκι και ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μου. Εγώ, αντανακλαστικά κόλλησα στον τοίχο και επιδεικνύοντας τα κλειδιά που είχα στα χέρια μου, φώναξα προς τη μεριά του αστυνομικού ότι “είμαι κάτοικος” και ότι “μένω εκεί” δείχνοντας την πόρτα του σπιτιού μου. Μάταια”.
Ενώ ξυλοκοπούταν από τους αστυνομικούς άκουγε να του φωνάζουν πως: “Θα πεθάνεις πούστη” και “Τελείωσες τώρα”. “
“Εγώ τους απάντησα με φωνές ότι αυτό που συμβαίνει είναι αδιανόητο, ότι με συνέλαβαν ενώ κατέβηκα μόλις από το σπίτι μου, ότι φοράω πιτζάμα(!) ότι με έχουν σπάσει στο ξύλο και ότι θέλω να με δει ιατρός άμεσα. Τότε, ένας έβγαλε το γκλοπ του και ήρθε να με χτυπήσει στο κεφάλι. Μία κοπέλα που βρισκόταν διπλά μου, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 20, πήρε το κεφάλι μου αγκαλιά και φώναξε “μην τον χτυπήσεις” και ο αστυνομικός σταμάτησε. Αν το διαβάζει αυτό τώρα να ξέρει ότι πραγματικά την ευχαριστώ όσο δεν φαντάζεται“.
Ενώ το πάρτυ συνεχίζεται στην απέναντι πολυκατοικία, αναρωτιέμαι πόσο βαθιά κατάφεραν να ανοίξουν προχθές το κεφάλι του Γ. τι χρώμα να έχουν οι μώλωπες του δύο μέρες μετά, τι σκέφτεται να κάνει με τα τρία σπασμένα δόντια του. Σκέφτομαι ότι ίσως θα έπρεπε να τον ρωτήσω αν ήθελε ποτέ να μείνει στα Εξάρχεια, αν τον απέτρεψε η βίαιη καταστολή που μετακομίζει πλέον σε κάθε γειτονιά, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι δεν πρόκειται για μια γειτονιά με δαιμόνια στο λεκανοπέδιο, αλλά για ανθρώπους που ζουν και περπατούν τους δρόμους, διεκδικώντας και ανακαταλαμβάνοντας τον δημόσιο χώρο, δίνοντας καθημερινά την άνιση μάχη της παραπληροφόρησης.
Έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να δούμε, πως ξεκίνησε όλο αυτό, πώς δηλαδή η Κυψέλη, μετά την Αγία Παρασκευή και το Αιγάλεω, έγιναν τα νέα Εξάρχεια, που παρεμπιπτόντως διανύουν την πιο ήρεμη περίοδο τους. “Παγιδευμένη” δηλώνει η ΕΛ.ΑΣ., όχι αυτή τη φορά από κάποιον αντιεξουσιαστή και όλες τις γνωστές-άγνωστες αφηγήσεις, αλλά από έναν 52χρονο, ο οποίος τηλεφώνησε για να καταγγείλει πως δέχτηκε επίθεση και τραυματίστηκε σε μια προσπάθεια να τον κλέψουν. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ανακοίνωσε μετά την κατακραυγή απέναντι στην αστυνομική αυθαιρεσία, τη σύλληψη του άντρα ο οποίος σήμερα παραπέμπεται στον εισαγγελέα για παράβαση του άρθρου 230 του ποινικού κώδικα για ψευδή καταγγελία.
Ένα άγνωστο τηλεφώνημα λοιπόν, ήταν αρκετό για να ενεργοποιήσει μια διμοιρία των ΜΑΤ και τουλάχιστον 20 μηχανάκια της ομάδας ΔΕΛΤΑ, προκαλώντας συσκότιση της πλατείας κάνοντας αδικαιολόγητη χρήση δακρυγόνων, πλακώνοντας στο ξύλο ανθρώπους έξω από τα σπίτια τους. Όπως αποδεικνύεται από τις κάμερες, η αστυνομία δεν δέχτηκε από πουθενά μπουκάλια όπως ισχυρίζεται, ούτε προέβη σε κάποια σύσταση στους ανθρώπους που ήταν στην πλατεία. Κάποια πιο πονηρεμένη από εμένα, θα σκεφτόταν ότι αυτό το τυφλό, αναίτιο και τρομοκρατικό χτύπημα, δεν είναι ανεξάρτητο από τη συγκέντρωση συλλογικοτήτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και του φεμινιστικού χώρου, που είχε πραγματοποιηθεί λίγο πριν στην πλατεία. Αλλά αυτό είπαμε… μια πιο πονηρεμένη από εμένα.
Είναι ένα συγκεκριμένο σημείο στο πέλμα που με χτυπά το παπούτσι όταν περπατάω για ώρα. Δεν το βλέπω μέσα στο σκοτάδι του μπαλκονιού, αλλά είναι σίγουρα κόκκινο, γιατί χθες στην Κυψέλη περπατήσαμε φωνάζοντας με όλη μας τη δύναμη μέσα από τις μάσκες, χειροκροτήσαμε τις γιαγιάδες που ύψωσαν τις γροθιές τους από τα μπαλκόνια μέσα στις νυχτικιές τους. Και ήταν κάπως συγκινητικό ξέρεις, όταν μια γειτονιά λίγες ώρες πριν πνιγόταν στα χημικά, με κόσμο να χτυπιέται στα στενά, να πλημμυρίζει ξανά από κόσμο. Ξέρω, δεν χρειάζεται να μου στείλεις τις φωτογραφίες με τη γεμάτη πλατεία χωρίς την παραμικρή υγειονομική ασφάλεια, εκεί ήμουν και ομολογώ πως δεν βρίσκω κανέναν ολοκληρωτισμό σε όλο αυτό, δεν θεωρώ τη μάσκα μου υπακοή στο κράτος, ούτε ότι συμβάλω με αυτήν στην καταστολή του. Ίσως θα βοηθούσε εδώ στην Αθήνα να αναζητήσουμε τη φωτογραφία από τη χθεσινή αντιφασιστική πορεία στη Θεσσαλονίκη, που αποδεικνύει ότι δεν είναι περίπλοκα ή απαιτητικά τα ζητήματα οργάνωσης, κάνοντας τα αυτονόητα να μη μοιάζουν με κβαντομηχανική όπως υπέροχα διάβασα κάπου.
Κάθομαι στο μπαλκόνι με βρεγμένα μαλλιά και ποντάρω πως οποιοδήποτε κρύωμα θα σπείρει πανικό, όμως αμέσως σκέφτομαι ότι μέσα σε αυτό το Σαββατοκύριακο, που θύμισε κακές μέρες Νοέμβρη του προηγούμενου έτους, λουστήκαμε κάμποσο χαριτωμένο σεξισμό, που χαλάλι. Ο Χρήστος Λούλης, θέλει να μείνει σπίτι, καταβάλλοντας τιτάνια προσπάθεια να αντισταθεί στην πάντα ναζιάρα και επιπόλαιη κοπέλα του, που θέλει να πάει πλατεία μαζί με φίλους και τον ιό. Ο ηθοποιός ακόμη δεν αναγνωρίζει τίποτα μισογύνικο στο σποτάκι αυτό, παρά τα χιλιάδες dislike που καβάτζαρε στο YouTube, κάτι που γενικά δεν μας σοκάρει, μιας και η ερμηνεία του ήταν αληθινότατη.
Στα τελευταία νέα αυτών των αιώνιων 24ώρων, ο Βασίλης Δημάκης μπήκε ξανά σε απεργία πείνας και δίψας, διότι το κράτος δεν συγχωρεί αυτούς που από όνειρα εκπέσανε. Μετά τη λήξη της τελευταίας τους απεργίας, με αίτημα να οδηγηθεί πίσω στο κελί του και να συνεχίσει τις σπουδές του, ο Βασίλης οδηγήθηκε σε κελί στην Δ’ Πτέρυγα, απομονώθηκε από τους συγκρατούμενούς του και οδηγήθηκε στην ειδική πτέρυγα των κρατούμενων για τρομοκρατία στο υπόγειο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού. Ένας κρατούμενος που θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα αυτοσωφρονισμού, βασανίζεται μέχρι εξαντλήσεως των σωματικών και ψυχικών του αποθεμάτων. Το κρίμα θα είναι μεγάλο, και στα χέρια τους!
Κατσούφες μέρες, αχόρταγες. Με τη Μαρία ανταλλάσουμε φωτογραφίες με τα λουλούδια μας που κόντρα σε όλους σε και όλα εξακολουθούν να ανθίζουν, παλεύουμε να σχεδιάσουμε ήλιους και γαλάζιο μέσα στο γκρίζο. Κάποια στιγμή μου γράφει πως το πιο σπουδαίο μου χάρισμα είναι πως είμαι διάφανη, επιβεβαιώνοντας πως πάντα μπορεί να διαβάζει τη σκέψη μου, όσες φορές και αν μου έκλεισε τα Κρίνα.
Σκοτεινές εποχές, μα θα λάμψουμε. Σκοτεινές εποχές, μα είμαστε διάφανοι σαν κρίνα.