Εδώ και τρείς ημέρες κολλάω στην κίνηση, μπαινοβγαίνοντας ασταμάτητα σε ταξί, μπουρδουκλώνοντας τη μάσκα στα γυαλιά, τραβώντας τούφες απ’ τα μαλλιά μου, σιχτιρίζοντας. Κάποια πρωινά πηγαίνω στο γραφείο, μπαίνω σε συναντήσεις βλέπω συναδέλφους και τους λέω ότι έφτασε η ώρα να κουρευτούν και η εποχή που μπορούν να το κάνουν. Η Νέλλη, κάθε που επιστρέφω έχει το ύφος που μπορεί να γεμίσει τύψεις δέκα διαμερίσματα, λέγοντας πως “Πάλι θα λείπεις τόσο;”. 

Σήμερα, έχοντας ξεμπερδέψει με βάψιμο μαλλιών και νυχιών, έχοντας παραβρεθεί ήδη εφτά ώρες αυτήν την εβδομάδα σε αίθουσες δικαστηρίου, και κάμποσες σε επαγγελματικές συναντήσεις, νομίζω ήρθε η ώρα να ολοκληρωθεί αυτό το ημερολόγιο μιας καραντίνας, που για την ώρα χτύπησε το κουδούνι για διάλλειμα. 

Κάπως έπρεπε να επιβιώσουμε κάτω από αυτό το σύννεφο που έβρεχε φόβο, αγωνίες και μοναξιά, εξατμίζοντας γύρω μας τον θάνατο. Κάπως έπρεπε να δημιουργήσουμε εκείνες τις ομπρέλες που θα προστατεύσουν το “εμείς”, που δεν θα αφήσουν την πλάτη μας να βραχεί και τα παπούτσια μας να μουλιάσουν. Και μιας και αυτό είναι το ημερολόγιο που προσπάθησε να συγκροτήσει το μυαλό μου αξημέρωτα βράδια, θέλω σε αυτήν την τελευταία σελίδα να γράψω για τα πέπλα φροντίδας και αδιαπραγμάτευτης αγάπης που με σκέπασαν, όταν το πάπλωμα με ζέσταινε υπερβολικά, και το σεντόνι με πάγωνε, τους ανθρώπους που ρύθμισαν τη θερμοκρασία της ψυχής μου.

Με τη Μαρία, δώσαμε ραντεβού στο πάρκο του Ευαγγελισμού πριν σχεδόν 50 ημέρες και από τότε έχουμε να αγκαλιαστούμε σφιχτά. Δεν σταματήσαμε όμως στιγμή να παίρνουμε γλυκά από το Πορτατίφ, να τα τρώμε άλλοτε στα σκαλιά του Στρέφη, άλλοτε σε μικρά πάρκα και άλλοτε η μια καθισμένη στον καναπέ της άλλης. Η Μαρία, είναι η μόνη που θα μπορούσε να λερώσει με σοκολάτα τον καινούργιο μου καναπέ χωρίς να τη σκοτώσω και φυσικά το έκανε. Κάναμε δεκάδες αγουροξυπνημένες βιντεοκλήσεις, έχω κάμποσα τάπερ της στην κουζίνα μου, και ένα Messenger γεμάτο σειρές που πρέπει να δω στο Netflix, καρδούλες, και “Σου έχω πει 100 φορές να πληρώνεις με κάρτα ρε συ Χρύσα, γιατί βγάζεις μετρητά;”. Η Μαρία, το πιο λευκό κομμάτι της ψυχής μου, ο κρότος που έκανε η φωνή της δημιουργώντας ένα δίχτυ ασφαλείας εκείνο το βράδυ που το μυαλό μου βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Η Μαρία, που όταν είμαι κακόκεφη μου υπόσχεται πως θα φτάσουμε μαζί μέχρι τα βαθειά γεράματα, που μου επιτρέπει να είμαι και ο χειρότερο μου εαυτός. Έχω στείλει δεκάδες μηνύματα αγάπης αυτήν την περίοδο, έχω εξομολογηθεί λάθη, έχω ζητήσει συγγνώμη, έχω πει “Μου λείπεις!”. Για τη Μαρία, αυτό που θα ισχύει πάντα είναι το: “Ακόμη και αν δεν ήσουν η καλύτερη μου φίλη, η σκέψη ότι υπάρχεις στον κόσμο, θα δυνάμωνε πάντα την πίστη μου στους ανθρώπους”.

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Να αργεί η μέρα που θα σταματήσουμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλον: “Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις όταν τελειώσει όλο αυτό;”. Να αργεί η μέρα που θα πάμε στην Εύβοια, θα βάλουμε το κοραλί μαγιό μας και θα πιούμε μισό λίτρο θαλασσινό νερό, από αναπνευστήρες που δεν ξέρουμε να χρησιμοποιούμε; Να αργεί η μέρα που θα κατεβάσουμε μια γουλιά δυνατό αλκοόλ, που θα κάψει όσα παγώνουν μέσα μας, αυτήν την εποχή; Να αργεί άραγε η μέρα που θα ξαπλώνουμε ξανά η μια πάνω στην άλλη στους καναπέδες, θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και δεν θα γελάμε; Όσο και αν αργήσει, την περιμένουμε. Όσο και αν αργήσει, δεν θα μας νικήσει.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Και κάπου μέσα σε όλη αυτήν τη δίνη αναστοχασμού και αυτοπροσδιορισμού, έπρεπε να διασφαλιστεί ακόμη μια έννοια, να αντέξει η πίστη στον έρωτα, στο συναίσθημα εκείνο που μπορεί να πονάει αλλά δεν γδέρνει, που μπορεί να νοσταλγεί χωρίς να θυμώνει, που μπορεί να ανακουφίζει και μόνο με την ύπαρξη του, ακόμη και αν δεν βιώνεται τη δεδομένη στιγμή. “Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που μόλις είχα βγει απ’ το χειρουργείο; Ήμουν στο πατρικό μου και ήρθες να πάμε βόλτα;”. Γέλασες, μου είπες πως θυμάσαι, πως περπατούσα πολύ αργά και εσύ έχεις δύο μέτρα πόδια, πως: “Κρατάγαμε τις αποστάσεις, πριν γίνουν μόδα”. Έχω βγάλει μια καρέκλα στο μπαλκόνι και κάθομαι οκλαδόν, σε ρωτάω ξανά αν θυμάσαι τι σου είπα εκείνο το βράδυ. Γελάς πάλι, μου λες ότι είχα πάρει τρία φλιτζάνια τσάι και κατουριόμουν. Φλυαρούμε όπως τότε που κρέμαγα τα πόδια μου από το μπαλκόνι σου, και που είπαμε να μη κοιμηθούμε μέχρι την ανατολή, μέχρι ο ήλιος να βγει από το βουνό. “Σου είχα πει ότι αυτό που ένιωσα για εσένα, δεν με νοιάζει αν θα το ξανανιώσω ποτέ, ότι είμαι απόλυτα ευτυχισμένη που το ζήσαμε, πως μια φορά μπορεί και να αρκεί γι’ αυτήν τη ζωή”. Ο ήλιος δύει, μου υπόσχεσαι ότι σύντομα θα έρθεις να δεις το καινούργιο σπίτι, ο χρόνος της κλήσης μας χρονομετρήθηκε σε 63 λεπτά και 8 δευτερόλεπτα. Βάζω παγωμένο τσάι και μασουλάω παξιμάδια Κυθήρων. Έχει ένα μικρό καρδιοχτύπι αυτό το δειλινό, σκέφτομαι όσα είπε χρόνια πριν όταν άνοιγα κλαίγοντας την πόρτα. “‘Οσο και αν πονάει τώρα, μια μέρα εσύ και εγώ θα βρεθούμε ξανά. Θα έχουμε διασώσει το σεβασμό και την αξιοπρέπεια, θα θυμόμαστε τους λόγους που ερωτευτήκαμε χωρίς δάκρυα”

Δεν θυμάμαι πόσες φορές ανέβηκα στην Ακρόπολη μέσα στην καραντίνα. Άλλες φορές γλιστρούσα από τη βροχή, άλλες έπιανα τα μαλλιά μου ψηλά από τον αέρα, άλλες έβγαζα το φούτερ μένοντας με το φανελάκι δίπλα στις άγριες μαργαρίτες. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που η Ιωάννα κράτησε τον χυμό μου για να βγάλω φωτογραφία μια γάτα, που της είπα “Όχι άλλη ανηφόρα ρε μαλάκα”, που μου είπε “Υπόσχομαι να μη ξαναγκρινιάξω όταν τελειώσει όλο αυτό για τις τόσες αγκαλιές σου”. Το Ιωαννάκι, που δεν θυμάμαι πόσες φορές με ρώτησε αν έφαγα ή αν θέλω να βάλει φαγητό στο ασανσέρ μου, που μαζί με τη Σάντυ, μου έφεραν δώρο για το καινούργιο σπίτι ένα ροζ με λουλούδια κατσαβίδι και μια πένσα. 

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Συγγνώμη, γι’ αυτήν την επίθεση ομορφιάς.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Έπειτα, είναι όλα εκείνα τα κορίτσια που συνδέθηκαν ατελείωτες ώρες στο zoom, που διαρκώς ανανεώναμε τους όρκους μας για Καμία Ανοχή σε κάθε μορφή αδικίας μέσα στην καραντίνα. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο χωρίς τα φούξια μαντήλια μας, τα μπαλόνια, τα πολυσέλιδα πρακτικά, τις συναντήσεις, τη Μαλακάσα, τον Μητροπάνο, τα κουλουράκια σε σχήμα μουνιού, τις αφίσες που κολλήσαμε μέσα στη νύχτα τρέχοντας. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο αν δεν μαζευόμασταν γύρω από ένα πανό, ξορκίζοντας σεξισμό και πατριαρχία, λέγοντας η μία στην άλλη πως αξίζουμε ζωές μαγικές.

Φτάσαμε σχεδόν στο τέλος και ακόμη βουρκώνω με τη σκέψη του Κώστα και της Ρίκος, τους γονείς που κάθε φορά που έφτανα στον κήπο για μια 3λεπτη επίσκεψη με παρακαλούσαν να μπω μέσα, ξέροντας ότι πριν λίγες ώρες βρισκόμουν μαζί με υπέροχα ξωτικά, είτε στην εφημερία ενός νοσοκομείου, είτε σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σκέφτομαι τον αδερφό μου, τα πρώτα μαζικά “Σ’ αγαπώ” που είπαμε ίσως για πρώτη φορά.

Είναι και αυτό το ολόφωτο σπίτι που με κράτησε ασφαλή όλο αυτό το διάστημα, ο ήλιος που κατάφερει να μπει μέσα απ’ τους τοίχους, να με ξυπνήσει σαν χάδι έπειτα από νύχτες που έμοιαζαν αιώνιες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο σημαντική μπορεί να γίνει μια λαϊκή κάτω απ’ το σπίτι σου, τη φαρμακοποιό που εν μέσω πανδημίας, μου έβαζε αντηλιακό για τις πανάδες. Όλα θα ήταν δυσκολότερα χωρίς τη συγκάτοικο μου, που πάντα θα ευχαριστώ για τα δάκρυα που έγλειψε πριν πνίξουν την καρδιά μου, για τα χιλιόμετρα που περπάτησε μαζί μου μέσα στη βροχή, για το πιο απαλό της βλέμμα που ακουμπάει κάθε φορά πάνω μου, κάνοντας τα σκοτάδια μου να μοιάζουν ξαστεριές. 

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| “Μιάμιση ώρα βόλτα, είχε να με πάει από τότε που δεν με είχε ξαναπάει ποτέ”.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Ευχαριστώ τον Θανάση που έγραψε τον “Στυλίτη” και τον Παύλο για τη “Φωτιά στο λιμάνι”, τον Γιάννη που τραγούδησε την “Καινούργια Ζάλη”, τον Βαλάντη που έφερνε κάθε μέρα τη “Θάλασσα” στα Εξάρχεια. Ήταν ασπίδα δύναμης ο ήχος και η φωνή τους και στους περισσότερους έκανα ένα τηλέφωνο για να τους το πω και να το ξέρουν.

Εύχομαι να είστε όλοι καλά, να κοιτάτε τον ήλιο, να γεμίζουν τα πνευμόνια σας όνειρα μιας ευτυχισμένης καθημερινότητας. Εύχομαι στους κήπους σας να ανθίζουν λουλούδια, εύχομαι οι αγκαλιές σας να μαλάκωσαν και όχι να σκλήρυναν. Εύχομαι αυτήν τη βαρβαρότητα να την περάσατε με ανθρώπους που νοιαστήκατε και σας νοιάστηκαν, που δεν σας ταλαιπώρησαν. Εύχομαι ακόμη και αν τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, να περπατήσετε τους δρόμους να τους βρείτε, να μοιραστείτε αγάπη και έρωτα. Εύχομαι αν δεν είδατε τη μικρή μήκους ταινία του Βασίλη Κεκάτου, να το κάνετε τώρα, να μη φοβηθείτε το “κρακ” που θα κάνει η καρδιά σας.

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Η @xrisa_fi, στις 21 Μαρτίου, έγραψε σε μια πικέτα και φορώντας μάσκα, πως: “ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ”. Υποσχέθηκε ότι τις στοιχειωμένες φωτογραφίες που τράβηξε με τη @filenia.kart, θα τις αντικαταστήσουν με χαμόγελα και φως, όταν έρθει ξανά η ώρα. Οι μέρες αυτές φτάνουν, είναι εδώ και μας περιμένουν. Ραντεβού έξω! Καλό αντάμωμα!

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Provocateurgr (@provocateur_gr) στις

Σας χαιρετώ με ένα απόσπασμα, θα ανταμώσουμε ξανά…

“Σε λίγο αναπόφευκτα κοντεύει καλοκαίρι. Σου είχα υποσχεθεί πως αν παραμείνουμε ξύπνιοι θα σε φέρω εδώ, μόλις ζεστάνουν οι μέρες. Ξέρω ότι δεν είναι αυτό που σου υποσχέθηκα αλλά και εσύ ας μην αποκοιμιόσουν. Ο λόγος που δεν σου αφήνω μήνυμα, email, είναι επειδή έχω να σου πω πολλά και ξέρω πως βαριέσαι να διαβάσεις. Δεν έμαθα ποτέ ποια είναι τα αγαπημένα σου λουλούδια,  δεν έμαθα πολλά. Με ονειρεύεσαι;
Ακόμα δεν έχω καταλαβει αν δεν μπορω να κοιμηθω γιατι δεν εχω σταματησει να σε σκεφτομαι ή αν δεν κοιμάμαι για να μη σταματήσω να σε σκέφτομαι ούτε στιγμή.
Γνωριστήκαμε Φθινόπωρο, δεν ξέραμε όμως τι μας είχε βρει μέχρι αρκετά αργότερα. Πρώτη φορά σε φίλησα μπροστά στον κόσμο, φύγαμε τρέχοντας απ’ το μπαρ και δεν είχες τελειώσει το ποτό σου. Μιλούσαμε από το βράδυ ως το πρωί αλλά εσύ πήγες και αποκοιμήθηκες, σα χαζή. Όταν ξυπνήσεις θα κάνουμε έναν μεγάλο καβγά γι’ αυτό και αν σ’ αφήσω ποτέ ξανά να κοιμηθείς, θα είναι για να ξυπνήσεις το άλλο πρωί στο πλάι μου.
Υπάρχουν τόσα συνώνυμα για τη λέξη  πόνος ή καταστροφή μου είπες, και όμως δεν υπάρχουν πολλά για την αγάπη. Σήμερα, αναρωτιέμαι αν η καταστροφή ή ο πονος είναι πιό σημαντικά για εμάς, από την αγαπη
Κάτι τελευταίο. Αν αναρωτιέσαι γιατι σου στελνω αυτό το βίντεο, θελω απλώς να σου δειξω πως ο κόσμος είναι άδειος και θα ήθελα πολύ να πήγαιναμε μια βόλτα μαζί“.