Δεν θέλω να βλέπω άλλο το Μαράκι πίσω από την τεράστια μαύρη μάσκα της. Ανοίγω την πόρτα της πολυκατοικίας, με αγριοκοιτάζει μέσα από τα γυαλιά της “Που είναι ρε χημείο η μάσκα και τα γάντια σου;” και μου σπρώχνει μια αγκαλιά κίτρινα χρυσάνθεμα. Παρασκευή Πρωτομαγιάς και κορονοϊού, με τους δρόμους να μυρίζουν ξανά σπρέι και κορίτσια να σηκώνουν πανό, με αγόρια να κρατάνε σκυλιά με κόκκινα μαντήλια αντί για περιλαίμιο. Όταν η πορεία ξεκίνησε, φορούσαμε κόκκινες καλτσοδέτες στα μαλλιά, φούξια μαντήλια, σηκώναμε το κεφάλι στον ήλιο ανασαίνοντας και γεμίζοντας τα πνευμόνια μας με τον δρόμο και τις σημαίες μας, απεργώντας στον φόβο και την τρομολαγνεία.

Στον Ευαγγελισμό, σχολάνε οι γυναίκες τις καθαριότητας, μπαινοβγαίνουν νοσηλεύτριες κρατάνε τα χρυσάνθεμα μας, μας χαζεύουν να κρεμάμε στα κάγκελα του νοσοκομείο πως χωρίς εκείνες γρανάζι δεν γυρνά. Ο άνθρωπος στην πύλη μας επιτρέπει να περάσουμε στα επείγοντα “Έχουμε λίγα ακόμη τριαντάφυλλα να δώσουμε ακόμη” και χαμογελάει. Γιατροί τρέχουν πανικόβλητοι μέσα στις τρομακτικές στολές που χάνεις την ταυτότητα σου, άνθρωποι σε φορεία τυλιγμένοι με κουβέρτες σαν από αλουμινόχαρτο. Αφήνουμε τα λουλούδια, κόβουν έναν άδειο ορό στη μέση, βάζουν νερό, τα βυθίζουν μέσα.

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Το ανοσοποιητικό καταστέλλεται, όχι η Εργατική Πρωτομαγιά. ✊ Φωτογραφία ????: @xrisa_fi

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Provocateurgr (@provocateur_gr) στις

Είναι Πρωτομαγιά, η μάνα μου αναρωτιέται στο messenger αν θυμάμαι πως μια μέρα σαν και αυτή γεννήθηκε ο αδερφός μου, πριν 28 χρόνια. Είμαι ήδη στη γέφυρα που οδηγεί στο πατρικό μου, κρατώντας μια γλάστρα με έναν πανέμορφο υάκινθο. Ανοίγοντας την πόρτα του κήπου ο μπαμπάς ψήνει “Καλή εργατική Πρωτομαγιά”, μου λέει. Του κλείνω το μάτι και ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα. Η μάνα μου χύνει το γλυκό βύσσινο έξω από την τούρτα από τον ενθουσιασμό της, ενώ ο Χρήστος με κάνει μια εικονική αγκαλιά «Χρόνια καλά μικρέ. Σ’ αγαπώ». Αλλάζω ρούχα στο παλιό μου δωμάτιο, την έχω σιχαθεί αυτήν τη διαδικασία…

Καθόμαστε αντικριστά πίνοντας κόκκινο κρασί, όλα έχουν πια πρασινίσει. Δυναμώνω τη μουσική. Φυσάει τον καπνό του βουρκωμένος και θυμώνω. Είμαι ίδια ο πατέρας μου, να πάρει η ευχή. Σιγοτραγουδάει “Πέντε καμιόνια στείλαν στου φεγγαριού τη χάση και γύρισαν γεμάτα απεργοσπάστες”. Κατεβάζω μια γερή γουλιά κρασί απαντώντας του “Γεμάτα ξαναφύγαν κανείς δε θα περάσει κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες”. Η θεία μου από το μπαλκόνι ρωτάει τη μάνα μου, τι κάνουμε. “Αυτό που κάνουν πάντα, τραγουδάνε”.

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Ο Χρήστος που γεννήθηκε Πρωτομαγιά, που θα του “ρίχνω” πάντα τέσσερα χρόνια, που μου έχει δανείσει άπειρες φορές λεφτά για να πάρω άχρηστα πράγματα και που ενώ είναι πάνω από 40 ημέρες σε αυστηρή καραντίνα, ξέροντας πως εγώ όχι, στριμώχτηκε μαζί μου σε αυτήν τη φωτογραφία. Ευτυχισμένα 28 καταπληκτικέ αδερφέ.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Το Σάββατο, κάθισε μέσα σε ένα αμάξι που πήγαινε στον Πειραιά. Νωρίς το απόγευμα και “Σε προειδοποιώ Μπεσάκι, έχω σφίξει 3 σφηνάκια μαστίχα πριν έρθω”. Με τα πόδια κρεμασμένα στη θάλασσα και με το ηχείο να παίζει ντροπιαστικά καψουροτράγουδα ήπιαμε κάμποσες μπύρες, γελώντας τελικά ξαπλωμένες μέχρι που πύκνωσε το σκοτάδι και τα φώτα καθρεφτίζονταν στο νερό. Μοιάζει να φτύσαμε από μέσα μας το χτικιό αυτό το Σαββατόβραδο. Στην επιστροφή, έβγαλα ξανά το κεφάλι έξω από το παράθυρο κοιτώντας τον ουρανό, τραγουδώντας ανορθόγραφα γλυκανάλατες ιστορίες. Στο φανάρι έξω από την Καλών Τεχνών, τσιρίξαμε κάποιο στίχο που δεν θυμάμαι ακριβώς τώρα, αλλά έλεγε για κάποιον που αγάπησε κάποιον άλλον, πιο πάνω από το Θεό!!!! Και τον τσιρίξαμε με τόσο πάθος, μάλλον γιατί είμαστε παντελώς άθεες…

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| ligτς.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Με τον δικό μου μπυροκέφαλο, την αϋπνία της Ιωάννας και τρία λίτρα νερό, σκαρφαλώσαμε κυριακάτικα στον Λόφο Φιλοπάππου. “Χρύσα, δεν χτενίστηκες έτσι;”. Της εξηγώ ότι και που ντύθηκα, πρέπει να αναγνωριστεί ως μια μικρή νίκη απέναντι στον καπιταλισμο. Το Ιωαννάκι είναι τόσο τσακάλι, που με μηδέν ώρες ύπνο, θέλει να μάθει όλα μου τα νέα μέσα από τα καταπληκτικά πράσινα γυαλιά της, αλλά “Να σου πω κάτι καρδιά μου; Στο διάλο τα νέα που είναι παλιά. Ας φανταστούμε τις καταπληκτικές ιστορίες που μας περιμένουν”. Και ονειρευτήκαμε αλατισμένους ώμους, βρεγμένα μαλλιά, τη μακαρονοσαλάτα της Αμοργού, βρίσαμε τις χιπστεροβέσπες που πάντα μας την έδιναν και γράσαραν δίπλα στις σκηνές μας. Πήραμε μιλκσέηκ βανίλια, κατηφορίσαμε στο Θησείο, για να χωριστούμε τελικά στη Νοταρά, λίγο πριν παραγίνει φλύαρος ο σχεδιασμός του πάρτυ γενεθλίων μου, που για τον θεό, είναι σε έναν μήνα. “Χρύσα, μη ξεχάσεις σε παρακαλώ να ποτίσεις τις γλάστρες σου, σε χρειάζονται και αυτές τώρα”. Αυτή η επίθεση τρυφερότητας με έκανε τόσο ευάλωτη, που αγόρασα παγωμένο τσάι και καθισμένη σε ένα παγκάκι με τον φίλο μου από το μακρινό ή και όχι Αφγανιστάν, αρχίσαμε να μιλάμε για πράγματα που πάντα μας κάνουν να χαμογελάμε. Μου είπε πως θέλει να ταξιδέψει με τα μάτια του να ακτινοβολούν ελπίδες. “Μου αρέσει το μπλε που έχει το πουκάμισο σου” του είπα και καθώς επέστρεφα που έλειψε η Αίγινα. Αν οι όμορφες αναμνήσεις ξυπνούν ομορφότερες, τότε μάλλον έπνιξα τη γλάστρα με τις μαργαρίτες από το πρώτο πότισμα.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει ιστορίες που έχουν συμβεί στην Αίγινα, αλήθεια; Έβγαλες ένα ολοκαίνουργιο κράνος, “Για το κεφάλι σου” είπες “Που κατεβάζει ασταμάτητα ευλογίες”. Και βρεθήκαμε πάνω σε εκείνη την τεράστια μηχανή, κολλώντας το στήθος μου στην πλάτη σου, τραγουδώντας χωρίς κανέναν λόγο Φάμελο. Ήταν περίπου τέτοια περίοδο, φορούσαμε καλοκαιρινά ρούχα αλλά όχι μαγιό. Και κολυμπήσαμε με τα εσώρουχα μας μέχρι που χάσαμε το πλοίο της επιστροφής, μεθώντας άφραγκοι σε ένα ταβερνάκι που μας κέρναγαν γιατί τραγούδαγες στο μικρόφωνο Μπέλλου, λέγοντας αδιανόητα ερωτόλογα μέσα σε χειροκροτήματα επίσης μεθυσμένων. Ψάχνω το παλιοinstagram, σκέφτομαι ότι εκεί μπορεί να υπάρχουν αποδείξεις για εκείνη τη μέρα.

 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 

| Σίγουρα είναι όλα δρόμος

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις

Νιώθω μια ανακούφιση με τις ανάμνησεις που ξύπνησαν αυτήν την πρώτη Κυριακή του Μάη. Είναι τόσο έντονο ακόμη το χρώμα του νερού, η γεύση από το παγωτό φιστικί, η θέα από τον ναό της Αφαίας, ο ήχος από τα γέλια όταν χρειάστηκε να τσουλήσουμε τη μηχανή μέχρι το άθλιο δωμάτιο που βρήκαμε, μιας και δεν θα μπορούσαμε να ανέβουμε χωρίς να γκρεμιστούμε. Και θυμήθηκα το πρωί που γκρίνιαζα γιατί δεν ήθελα να φύγουμε και υποσχέθηκες ότι το άλλο Σάββατο θα πάμε στο Αγκίστρι.

Το άλλο Σάββατο πήγαμε στο Αγκίστρι, αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία…