Πάνε νύχτες τώρα που έχει χαλάσει ο ύπνος μου. Κοιμάμαι γύρω στις 4 το πρωί, ανάμεσα σε μαραθώνιους ταινιών, ασιδέρωτες στοίβες καλοκαιρινών ρούχων, σφηνάκια μαστίχας και χειρόγραφες σημειώσεις. Στο κρεβάτι παρατημένα κάμποσα βιβλία με τσακισμένες σελίδες σε ποιήματα που θα απαγγείλω με την πρώτη ευκαιρία μεθυσμένη. Πάνε σίγουρα πέντε ημέρες που ξυπνάω κάπου στις 7, από τότε δηλαδή που κατέβηκα μισοκοιμισμένη το ασανσέρ κρατώντας πολύχρωμα μπαλόνια και κατακόκκινο γλίτερ. Είπαμε καλημέρα, πήραμε καφέ και χυμό πορτοκάλι με καρότο και φράουλες, σταματήσαμε σε ένα τυπογραφίο και “Θα μας τυπώσετε 20 αφίσες;”.
Όσο περιμέναμε, φούσκωσα άλλο ένα κίτρινο και ένα πράσινο μπαλόνι, έκοψα ένα λάστιχο και τα έδεσα στους καθρέφτες. Φτάνοντας στον Άγιο Παντελεήμονα έμαθα να ξαναμετράω, 18 κορίτσια. Φόρτωναν τα αυτοκίνητα με κούτες και τεράστιες σακούλες, έμοιαζαν με αγουροξυπνημένα ξωτικά. Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και όταν οι πόρτες έκλεισαν, ένα κομβόι γεμάτο γκλίτερ στην οροφή, έβγαλε τα χέρια του από τα παράθυρα κουνώντας μπαλόνια, κορνάρωντας δυνατά μέσα σε αυτές τις νεκρικές ημέρες.
Και βγάλαμε κάμποσες φορές αλάρμ μη και χαθούμε, κοιτώντας πίσω μας αν ακολουθούν ροζ και μωβ μπαλόνια, αν μέσα από το τζάμι είναι οι φίλες μας, εκείνες που φοράνε φούξια μαντήλια πάνω απ’ τις ζωγραφισμένες μάσκες τους. Καθισμένη οκλαδόν στο κάθισμα, με τη ζώνη να με ενοχλεί, έτρωγα από τα τσουρεκάκια που έφτιαξε η Αλεξάνδρα μέσα σε χάρτινη βάση, γεμάτη τριανταφυλλάκια. Με ανοιχτά παράθυρα και ένα μεγάλο κόκκινο ηχείο, βάλαμε Μητροπάνο που δεν βγάλαμε μέχρι και που επιστρέψαμε Αθήνα. Τόσο πολύ καψουρευτήκαμε που δεν τον χαμηλώσαμε ούτε όταν χειροκροτήσαμε ενθουσιασμένες περνώντας τα διόδια, ούτε όταν αστυνομία και ασφαλίτες μας ζήτησαν τα στοιχεία μας. Γενικά, η φάση μας πήγε με “Μοναχική και σπάνια γυρνάς μεσ’ στα Βαλκάνια ανέμους να θερίσεις” και μας έφερε με “Τι να σου λέω για το χθες, για τις καμένες μας Ιθάκες”.
Φτάνοντας στη δομή Μαλακάσα 2, έπρεπε να διαχειριστούμε αυτό που έχουμε δει δεκάδες φορές σε φωτογραφίες και που καμία σχέση δεν έχει με τα δάκρυα που μας έπνιξαν κάτω από συρματοπλέγματα που τρύπαγαν τον ουρανό. Κλουβιά με ανθρώπους. Κλουβιά από χώμα, αιχμηρές πέτρες, τέντες, εκτεθειμένα στο κρύο και στη ζέστη, στον αέρα που σήμερα μπερδεύει τα μαλλιά στο πρόσωπο μας και εμείς δεν μπορούμε να τα απομακρύνουμε. Κλουβιά με ξυπόλυτα παιδιά, θλιμμένα πρόσωπα γυναικών και απεγνωσμένους άντρες. Κλουβιά. Ξεφορτώσαμε, ανάμεσα σε κραυγές και χέρια τεντωμένα ανάμεσα στα σύρματα να εκλιπαρούν για τσιγάρα, γιατρούς και ελευθερία. Λύσαμε τα μπαλόνια, πηδήξαμε ψηλά, πέρασαν τα αγκαθωτά στεφάνια, χάθηκαν σε μικροσκοπικά χέρια. Μικροί λυγμοί εκρήγνονταν στη μύτη μου, τσιγάρα στρίβονταν στραπατσαρισμένα, ανάμεσα σε αναστεναγμούς.
Με άδεια αυτοκίνητα, σταθήκαμε ένοχα από τη μεριά του κλουβιού που μας επιτρέπει την επιστροφή στο σπίτι. Σηκώσαμε τις γροθιές μας, ανεμίσαμε τα φούξια μαντήλια μας φωνάζοντας “No borders, no nations, stop deportation”. Μέσα από τα συρματοπλέγματα είδαμε να υψώνονται και εκεί γροθιές, ακούσαμε χειροκροτήματα και κάπως έτσι λυτρωθήκαμε, μαζί με τα αδέρφια μας. Στην επιστροφή άνοιξα το παράθυρο, έβγαλα το κεφάλι μου έξω και τέντωσα το χέρι μου ανοιγοκλείνοντας στην παλάμη μου τον άνεμο…
Κοιμάμαι περίπου 4 ώρες την ημέρα χωρίς ξυπνητήρι και το κινητό στο δυνατό. Βλέπω μικρούς εφιάλτες και πετάγομαι ιδρωμένη έξω από το πάπλωμα. Μπαίνει Μάιος, πρέπει πλέον να πλυθεί και να μαζευτεί. Μ’ αρέσει καλύτερα το κρεβάτι μου με μαύρα, άσπρα και γκρι σεντόνια, απλά πρέπει να το πάρω απόφαση και να το στριμώξω στο πλυντήριο. Περιμένω να ξυπνήσει η Μαρία, ενώ τρώω γρανίτα φράουλα λίγο πριν τις 8 το πρωί. Κάνουμε εδώ και λίγες ημέρες μια άχαρη στιχομυθία παίρνοντας βαθιά ανάσα για ένα ακόμη βράδυ που κερδήθηκε μέσα σε μια εντατική. Τι και αν κατάφερα για πάνω από έναν μήνα να μην μπουρδουκλωθώ σε υπαρξιακές ανησυχίες για τη ζωή και τον θάνατο, φάγαμε το γκολ στην παράταση, μουρμουρίζοντας ευχές στο σύμπαν.
Το Σάββατο, πήρα είκοσι κρίνα. Είναι ίσως ό,τι πιο όμορφο έχει μπει σε αυτό το σπίτι. Τα Εξάρχεια αρχίζουν να ξεμουδιάζουν. Τα μαγαζιά σηκώνουν τα ρολά και ανοίγουν τα παράθυρα, μυρίζει φρέσκια μπογιά ανάμεσα σε μαξιλάρια και τραπέζια που στοιβάζονται στον ήλιο, περιμένοντας τη σειρά τους. Τα βιβλιοπωλεία μοστράρουν ξανά νέες κυκλοφορίες, ενώ η αγαπημένη μου μπουτίκ έβγαλε από την κούκλα το μαύρο φόρεμα με τα μπορντό λουλούδια, ντύνοντας την με ένα ανοιχτόχρωμο τζιν και ένα γεμάτο μαργαρίτες πουκάμισο με ανεβασμένα μανίκια. Στην Καλλιδρομίου ένα αγόρι με ροζ παντόφλες φυσάει υπέροχα μέσα σε μια τρομπέτα, ενώ μετά από χρόνια έδωσα ραντεβού σε παγκάκι στην πλατεία Εξαρχείων, κάτω από το άγαλμα του έρωτα.
Λίγο πριν το πρώτο τέλος αυτής της κτηνωδίας, νιώθω όπως τις πρώτες ημέρες. Θέλω να πω ξανά “Σ’ αγαπώ” και “Μου έλειψες!”, θέλω να πω “Φοβήθηκα”, να ξορκίσω ξανά τις ιστορίες.
Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα τυπώσω όλα τα ηλιοβασιλέματα που τράβηξα καθημερινά από το μπαλκόνι, θα δώσω στη Μαρία εκείνο το δειλινό που της είπα ότι είναι η ροζ γραμμή στον γκρι ουρανό, ρωτώντας την αν πειράζει να λέμε για λίγες ημέρες πόσο αγαπιόμαστε. Λίγο πριν το τέλος, και δεν θέλω να πεθάνουμε. Ποτέ. Για την ώρα.
Αλλάζω νερό στα κρίνα. Σε παίρνω τηλέφωνο και ανησυχείς για την ώρα. “Θυμάσαι εκείνο το βράδυ στον Διόνυσο; Στο κόκκινο φανάρι, στην ανηφόρα που δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι και εγώ δεν είχα διάθεση για κουβέντες; Θυμάσαι που με ρώτησες αν σκοτωνόσουν τι θα έκανα; Θυμάσαι που σου είπα πως θα πέθαινα;”. Με ρωτάς γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά, τι με έχει ταράξει. “Γιατί στα αλήθεια θα πέθαινα” σου λέω.
| Άφιλτρο απόγευμα Εξαρχειώτικου μπαλκονιού.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη xrisa fi (@xrisa_fi) στις
Περπατάω ξυπόλητη, πατάω ένα πεσμένο μολύβι και βρίζω. Με ρωτάς γιατί δεν κοιμάμαι. “Και αν ο ύπνος είναι μια πρόβα θανάτου;”. Γελάμε, εγώ λιγότερο. “Αφού τα θυμάσαι όλα, θυμάσαι και τι σου τραγούδησα όταν μου είπες πως θα πέθαινες;”. Σου απαντάω όχι. Ψέματα δηλαδή για να αρχίσεις ξανά να σιγοτραγουδάς. “Όλα τα φαρμάκια θα μπορούσα να τα πιω. Θα κατάπινα ποτάμια από δάκρυα και θυμό. Μόνο από τη λύπη σου, μονάχα από τη λύπη σου, με τίποτα απ’ τη λύπη σου, δεν θα ’θελα να πιω”.
Δεν θα πεθάνουμε. Όχι πριν από αυτό το καλοκαίρι, όχι πριν αγκαλιαστούμε ξανά.