Ξέρεις, υπάρχουν στιγμές που η οργή μας νιώθω πως μπορεί σαν δράκος να κάψει αυτήν την πόλη. Τα νύχια ματώνουν τις σφιγμένες μπουνιές μας, ενώ οι παλάμες τεντώνουν τόσο το πρόσωπο, που νομίζεις πως τα μάτια μας θα φτάσουν στο πίσω μέρος του κεφαλιού, τραβώντας τις ρίζες των μαλλιών μας. Υπάρχουν στιγμές που προσπαθείς να περιγράψεις τον τρόπο που δεν ανέχεσαι άλλο να σε ακουμπάει η ξεφτίλα, που τελικά ξερνάς γαστρικά υγρά αηδίας, ντροπής και εγκληματικής υποκρισίας.

Συναγερμός ήχησε λέει ξανά στο Κρανίδι. Μετά τα δεκάδες κρούσματα στη δομή που στοιβάζονται εκατοντάδες πρόσφυγες, χωρίς φροντίδα και υγειονομική περίθαλψη, το δηλητήριο του ρατσισμού έρχεται να στάξει πάνω από τις προσφύγισσες, τις γυναίκες που κρεμάστηκαν για ακόμη μια φορά στα μανταλάκια, λοιδορώντας τες με τον πιο αισχρό τρόπο.

Δεν θα αναπαράγω τα αισχρά πρωτοσέλιδα που κυκλοφορούν από εχθές, σεβόμενη ότι οι μέρες είναι δύσκολες και τα στομάχια μας σπασμένα, δεν θα κάνω τη χάρη σε κανένα ανθρωπάκι που αποφάσισε να βγάζει το ψωμί του εξευτελίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη, κάνοντας νταβατζιλίκια στην πλάτη ανθρώπων που παλεύουν για την επιβίωση.

Και αν είστε τόσο μάγκες με τις “πόρνες που σπέρνουν τον θάνατο εν μέσω πανδημίας” πουλώντας το κορμί τους, γιατί δεν πάτε να βρείτε αυτούς που τις αγόραζαν έχοντας πρόσβαση με τους ανθρώπους της δομής, τη στιγμή που ούτε οι αλληλέγγυοι δεν μπορούν να εισέλθουν παρέχοντας βοήθεια. Που είναι τώρα οι καλοί νοικοκυραίοι που κάνουν το σταυρό τους πριν το φαγητό, φιλάνε τα παιδιά τους, χουφτώνουν τη γυναίκα τους μόλις ξαπλώσουν; Που είναι αυτοί που έγδυσαν αυτές τις γυναίκες ξελαφρώνοντας τα βίτσια τους πάνω τους, ποιοι τις πλήρωσαν; Από ποιους χτίστηκε αυτό το δίκτυο πελατών στην επαρχία, πόσο αυτόβουλα κινήθηκαν οι γυναίκες αυτές;

Οι νοικοκυραίοι, το προστατευόμενο είδος σας. Αυτοί που μπορούν να αναμιγνύουν το σπέρμα τους με το αίμα μας, αφήνοντας τις ανύπαρκτες ενοχές τους έξω από την πόρτα του σπιτιού τους, μαζί με τα λασπωμένα παπούτσια τους.

Να σας θυμίσω πως τις γυναίκες που κρεμάτε σήμερα, τις νέες μάγισσες που με λαχτάρα θέλετε να κάψετε, δεν γοητεύτηκαν από τα απαράμιλλης αηδίας συνθήματα σας για το πόσο βαριά είναι τελικά του τσολιά, θέλοντας να γνωρίσουν λίγο από την ελληνική αρρενωπότητα σας. Είναι γυναίκες που έρχονται από πόλεμο, ρε σιχαμένοι. Πλάσματα που βασανίστηκαν και που βασανίζονται, αναζητώντας μια πατρίδα που θα τις χωράει με όρους αξιοπρέπειας. Δεν ονειρεύτηκαν να ακροβατούν μεταξύ μιας πανδημίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και των καταπιεσμένων αναγκών σας.

Το να κάνεις σεξ επί πληρωμή επειδή είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσεις σε μια συνθήκη απελπισίας, θέλω να πιστεύω πως καταλαβαίνουμε όλοι ότι πρόκειται για εξαναγκασμό, με τις γυναίκες να αποτελούν θύματα τις αδιαφορίας του κράτους και τις κοινωνίας. Φαντάζομαι όμως ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους πολύ άντρες που βρήκαν “φρέσκο αίμα” στην περιοχή και την εγκλωβισμένη ρουτίνα τους.

Είμαστε πάντα με αυτούς που δεν χωράει ο νους τους αυτόν τον παραλογισμό, που δεν μπορούν να συνηθίσουν την κτηνωδία, που τρίβονται τα δόντια τους απ’ το σφίξιμο κάθε φορά που ο εξευτελισμός ενός ανθρώπου αποτελεί τροφή για κατευνασμό των θηρίων. Είμαστε δίπλα σε κάθε γυναίκα που παλεύει για την αυτοδιάθεση του σώματος και της ψυχής της, γινόμαστε η φωνή εκείνων που εξαναγκάζονται, που κακοποιούνται, που δεν γίνονται ανεκτές και πιστευτές από την ελληνική κοινωνία. Θα είμαστε πάντα η αγκαλιά που θα κρύβει τον αποδιοπομπαίο τράγο που κατασκευάζεται για να γίνονται περισσότερο ανεκτές οι βρωμερές ζωές σας.

Πιστεύουμε τα θύματα, πιστεύουμε τις αδερφές μας, θα φωνάζουμε μέχρι τα δάκρυα μας να πνίξουν το μίσος σας. Μέχρι να ζήσουμε ξανά όλες μαζί και ελεύθερες.