Έβαλα ξυπνητήρι μετά από καιρό. Έχει βάλει ζέστη αυτές τις ημέρες και άρχισα πάλι να ξυπνάω με το ένα μπατζάκι της πιτζάμας πάνω από το γόνατο και το άλλο κάτω από το πάπλωμα. Μονομιάς αστράφτει η ανάμνηση εκείνης της νύχτας, που ακόμη άναβα την ηλεκτρική κουβέρτα. Την είχα ξεχάσει στο τρία. Πεταχτήκαμε μούσκεμα και οι δύο, τη σβήσαμε και κοιμηθήκαμε ξανά αγκαλιασμένοι, παρά το ανυπόφορο της ζέστης.

Πήρα μια οδοντόκρεμα που πυρώνει τα ούλα μου. Φοράω κρέμα στο πρόσωπο μου. Έχω βγάλει τρία σπυράκια από το αντισηπτικό που με κάνει τόσο ατρόμητη, ώστε να τρίβω τη μούρη μου. Φτιάχνω μια πλεξούδα τα μαλλιά μου στο πλάι και καθώς φοράω liposan με γεύση κεράσι, ακούω τη βιντεοκλήση να τρίζει. Δεν έχω τρέξει έτσι ούτε όταν περίμενα να με πάρει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, μένοντας τελικά να κοιτάω την κλήση που πάλευε να απαντηθεί και εγώ από το άγχος μου, τον πήρα πίσω 2 ώρες μετά.

Ο Σωτήρης, χαμογελάει και θέλει λίγο κούρεμα. Λέει το όνομα μου, με ρωτάει αν τον ξέχασα. Προσπαθώ να του εξηγήσω τι εννοούμε στον κόσμο των ενηλίκων πως “Ακόμη και αν ξεχάσω το όνομα μου, εσένα δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ακόμη και αν σταματήσει η καρδιά μου, εσένα δεν θα πάψω να σε αγαπάω ποτέ”. Η Μάρω χαμογελάει δίπλα του, σκέφτομαι πόσο καιρό έχουμε να πούμε τα νέα μας. Έχει πάντα αυτό το διερευνητικό απόλυτα γαλήνιο ύφος. “Λείπεις στα παιδιά Χρύσα. Θέλω να σε βλέπουν πιο συχνά. Σε παρακαλώ;”. Της λέω να μην κάνει περισσότερο ευσυγκίνητη αυτήν τη Μ. Παρασκευή, ξέροντας πως αυτή η κουβέντα θα έχει συνέχεια. Ο Σωτήρης θέλει να δει τη Νέλλη, μου λέει πως έχει στήσει μια μεγάλη σκηνή στον κήπο και πως έχει καινούργια βιβλία. “Υποσχέσου!” μου είπε και το έκανα.

Παίρνω τον δρόμο για τον Λυκαβηττό. Η μάνα μου στέλνει φωτογραφίες με κόκκινα αυγά μέσα σε μια ξύλινη κότα και τον μπαμπά να διαβάζει στο μπαλκόνι δίπλα σε μια ζαρντινιέρα  που φέτος αντί για μαργαρίτες, φύτεψε μαρούλια. Παίρνω τη Μάγδα, μου βάζει τις φωνές που είμαι πάλι έξω, κάπως γελάμε μετά σιωπούμε, ευχόμαστε καλή αντάμωση.

Περπατάω ξυπόλητη, ανοίγω μια μπύρα που ξέρω πως δεν θα πιω. Βάζω να δω το Agora 2. Χαμογελάω γλυκόπικρα. Έχω καιρό να κάνω συνέντευξη, σκέφτομαι να τη ξεκινήσω κάπως με το: “Παίζω χωρίς να το ξέρεις και να το ξέρω στο ντοκιμαντέρ σου”. Αποκοιμιέμαι πάλι στον καναπέ, ξημερώνει Μ.Σάββατο.

Αγόρασα λευκά γαρύφαλλα και μπισκότα σοκολάτας από το Πορτατίφ. Στο ταξί ο οδηγός φοράει κομποσκοίνια σε διάφορα χρώματα ενώ ένας τεράστιος σταυρός κουδουνίζει στα φρεναρίσματα και στις χριστοπαναγίες που συνοδεύουν το:Ποιος καργιόλης θα με εμποδίσει να πάω να αναστήσω τον Χριστό μας;”.

Η μάνα μου κλασικά τσιρίζει, ο πατέρας μου βουρκώνει και ευτυχώς ο αδερφός μου τους λέει κάτι του στυλ: “Φτάνει την τρελάνατε!”. Είχα καιρό να κάτσω στο μπαλκόνι του πατρικό μου. Το δάσος άνθισε, τα πουλιά έχουν σπάσει τόσες και άλλες τόσες καραντίνες και ευτυχώς υπάρχουν μπόλικες τηγανιτές πατάτες με φέτα και κόκκινο κρασί. Και φλυαρήσαμε, μέχρι που έφυγα με μια σακούλα κόκκινα αυγά που έβαψε ο μπαμπάς, τσουρέκια που ζύμωσε η μαμά, κουλουράκια που έπλασε η γιαγιά και ένα μάτσο πασχαλιές που έκοψε από τον κήπο του ο θείος. Πήρα και έναν ευκάλυπτο σκέφτηκα, και δεν έχω βάζα να τα βάλω.

Στην τηλεόραση έχει τον Χορν. Θα ήθελα να είμαι το κορίτσι του Χορν. Έστω και σε ταινία, έστω και για μια σκηνή. Μισή ώρα πριν την Ανάσταση ακούγονται μεθυσμένα γέλια στα μπαλκόνια. Μοιάζει κάπως απίστευτο, αλλά δύο πολυκατοικίες κάνουν battle, με Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μητροπάνο, με τη μια παρέα κοριτσιών να φωνάζει: “Χρόνια πολλά και λίγη ανθρωπιά ρε μαλάκες” και η άλλη απαντάει: “Καλή Επανάσταση και οι μπάτσοι μακριά μας”. Όλα αυτά ενώ υπήρχαν δύο περιπολικά από κάτω, με τα υπόλοιπα μπαλκόνια να σφυρίζουν και να χειροκροτάνε.

Η Νέλλη γαβγίζει και κάπως έτσι, ανάμεσα σε “Πωω δυνάμωσε το… ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ”, ακούστηκε το Χριστός Ανέστη. Εκεί, στην άκρη του μπαλκονιού με τη Νέλλη αγκαλιά σαν μωρό, με τα πόδια της περασμένα στον λαιμό μου, είδαμε την Αθήνα να αστράφτει. Δεκάδες βεγγαλικά φώτιζαν τη νύχτα και εμείς σαν στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού, μπορούσαμε να τα δούμε όλα. Οι καμπάνες χτύπησαν με δύναμη και ο Λυκαβηττός εξερράγη μέσα σε πολύχρωμα πυροτεχνήματα. Μέχρι να σκεφτώ πως μου λείπουν οι φίλοι μου, το κινητό γέμισε μηνύματα με “Happy New Year”, “Τι ζούμε ρε μαλάκες”, “Ποιος το ‘χει για ποτάκι;” και κάπως έτσι τα λίγα δάκρυα έγινα δυνατά γέλια.

Κυριακή του Πάσχα και το Μαράκι έβαλε πατάτες στο φούρνο. Φάγαμε παϊδάκια στον κήπο ακούγοντας ότι έχει κυκλοφορήσει ο Μητροπάνος και χορεύοντας καμιά δεκαριά φορές το ίδιο τραγούδι. Περπατήσαμε στο πάρκο να χωνέψουμε το τσουρέκι με μαρμελάδα φράουλα και μιλήσαμε για το πώς μοιάζει τελικά ο έρωτας, τι χρώμα έχει η φιλία, συμφωνώντας πως η μία για την άλλη θα είναι για πάντα άνθρωπος ζωής. Τραγουδήσαμε το Μενεξέδες και Ζουμπούλια, μας έλειψαν τα φεστιβάλ, οι πάγκοι που ξεροσταλιάζαμε, τα χαϊμαλιά που αγοράζαμε δίνοντας τα τελευταία μας λεφτά.

Δεν στέλνω ποτέ ευχές, ειδικά το Πάσχα. Φέτος στην ανάγκη μου μάλλον να σπάσω κάτι, έσπασα αυτήν την παράδοση. “Να είσαι γερός. Να διατηρείς πάντα ένα κομμάτι αλήθειας, τρυφερότητας και λευτεριάς στην καρδιά σου όπως τώρα”. Η Μαρία μου έχει βάλει σε τάπερ φαγητό και κάπως πονάει η καρδιά που από την τόση αγάπη. Βάζω μια ταινία στο Netflix.
“Δεν είναι πάντα εύκολο Χρυσάκι. Μαθαίνω όμως από εσένα, που επιμένεις να βρίσκεις το λευκό κομμάτι στις ψυχές των ανθρώπων παίρνοντας το ρίσκο του καμιά φορά να μην υπάρχει”.