Με περίμενες στο Πορτατίφ. Έγινα έξαλλη με το πορτοκαλί σου φούτερ. Είναι παράνομο να σουλατσάρουμε άσκοπα και θα δώσουμε στόχο. Μου απάντησες πως το να φοράω κόκκινο κραγιόν με δερμάτινο μπουφάν και φόρμα, μοιάζει πολύ περισσότερο παράνομο. Δεν αγκαλιαστήκαμε, ανεβήκαμε γρήγορα τα γνωστά σκαλιά, με το γνωστό κόκκινο αστέρι. Έχεις εκνευριστικά καλή φυσική κατάσταση. Χαϊδεύω ένα κατάμαυρο κουτάβι. Νιώθω μεγάλη ανακούφιση που δεν έχεις μαζί σου αντισηπτικό, μου λες πως μυρίζω ακόμη 1ο έτος. Περνάει ένας τύπος και σε ρωτάει αν χρειάζεσαι μαριχουάνα ή κόκα. Το γέλιο μας ακούγεται σε όλο τον Στρέφη. Είσαι πάντα ο αγαπημένος μου απόλυτα σοκαρισμένος φλώρος. Φτάνουμε στο ξέφωτο. Μου φαίνεται απίστευτο ότι δεν σε έχω φέρει ποτέ εδώ. Έχει τόσα σύννεφα ο ουρανός. “Μοιάζεις συννεφιασμένη” μου λες “Θα μείνουμε να δούμε τη δύση;”.

Έχει βάλει πάλι κρύο. Φοράς την κουκούλα. Πολύ πορτοκαλί για κάποια που σιχαίνεται το πορτοκαλί. “Πόσα χρόνια;” σε ρωτάω. “14 Χρύσα, ήσουν 18”. Σκύβω το κεφάλι, πόσες φορές τα σκατώσαμε αναρωτιέμαι, όλα αυτά τα χρόνια. Σου ζητάω να πούμε ιστορίες “Πρέπει” σου λέω “Να διηγηθούμε ξανά τις ιστορίες”. Θυμόμαστε την εποχή που βάζαμε στοιχήματα και πάντα με άφηνες να κερδίζω. Έχασες και ήρθες να με πας για παγωτό. Τίποτα εντυπωσιακό, αν δεν είχες οδηγήσει από την Παλήνη στην Κηφισιά με σπασμένο πόδι. Ή τότε που μεθυσμένοι μας σταμάτησαν οι μπάτσοι. Ήταν καλοκαίρι, τα δέρματα μας αλλού μαυρισμένα αλλού καμένα. Γυρνούσαμε ένας Θεός ξέρει από που και ακούγαμε τέρμα Καρβέλα. Τραγουδάγαμε τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχα όταν μας ζήτησαν να κατέβουμε απ’ το αμάξι, αφήνοντας τη μουσική να παίζει. Και ξημερώσαμε στο τμήμα και σου είπα πεινάω και μου είπες ότι θα πάρουμε για πρωινό παγωτό φράουλα, με σιρόπι φράουλα. Πόσα παγωτά χωράνε σε 14 χρόνια;

Σε ρωτάω αν φαίνεται πολύ η ρίζα μου, αν δεν φαίνομαι πια φυσική ξανθιά. Προφανώς δεν ασχολείσαι. Κοιτάς τα σύννεφα. Με λες με το υποκοριστικό μου, δεν γράφω πως με λες. Φλυαρώ κακόκεφα, ενώ τα Εξάρχεια σκοτεινιάζουν με εμάς στηριγμένους σε ένα σκουριασμένο κάγκελο. Έχει σκαλώσει το βλέμμα μου στο φούτερ σου. Μα πραγματικά πώς έδωσες τόσα λεφτά, για ένα πορτοκαλί ρούχο. Θυμάμαι την ορκωμοσία μου. Τότε που γύρισα να σε βρω ανάμεσα στους φίλους και δεν ήσουν. Και σκέφτηκα πως πάλι άργησες και πάλι θα τσακωθούμε με τις ηλίθιες δικαιολογίες σου και ότι γενικά δεν κάνουν έτσι οι φίλοι. Και μας ζήτησαν να σηκώσουμε το χέρι να ορκιστούμε και δεν το έκανα, μόνο σήκωσα το βλέμμα και σε είδα να λες στη μάνα μου κάτι του στυλ “Μη στεναχωριέστε, τώρα θα τη μάθετε;”.

Έξω από το ΆΜΑ ΛΑΧΕΙ, θυμόμαστε εκείνα τα τέλεια ρεβίθια με πράσο που φάγαμε την προηγούμενη Άνοιξη. Μπαίνουμε στο Πορτατίφ, παίρνουμε τάρτα λεμόνι και τάρτα φιστίκι. Θα μου πεις ότι είναι το πιο ωραίο σπίτι του κόσμου, θα κοιτάξεις μέσα από όλα τα παράθυρα, θα βγεις στο μπαλκόνι, θα αναφωνίσεις πως: “Αυτό το σπίτι ναι, σου αξίζει”.

Έβαλα Disaronno και oυίσκι, με παγάκια σε σχήμα αστερία και ψαριού και βρεθήκαμε μονομιάς στο κτελ της Άνδρου, στο σκισμένο μου γόνατο όταν χόρευα πάνω σε μια πήλινη γλάστρα, σε εκείνη την παραλία που κόλλησε το αμάξι στην άμμο και εγώ φορούσα πολύ λευκό μαγιό για να το λερώσω βοηθώντας. Σε ρώτησαν αν θυμάσαι εκείνη την μεγάλη κληματαριά κάτω από την οποία κοιτούσαμε το λιμάνι, εκείνα τα γενέθλια στην Εύβοια που κολυμπούσαμε με χάρτινα γεμάτα χρυσόσκονη καπελάκια, τρώγοντας τη σοκολατένια κρούστα από τα εκλεράκια. “Μα πώς να ξεχάσω;”, με λες ξανά με το υποκοριστικό μου.

Βγήκα στο μπαλκόνι, έκανες πολύ φασαρία με τη Νέλλη. Σου λέω πως νιώθω κάπως αδύναμη αυτόν τον καιρό και καταλαβαίνω πότε με αγνοείς επιδεικτικά. Σε κοιτάω εκνευρισμένα και χαμογελάς ήρεμα. “Από πότε φοβάσαι να είσαι και αδύναμη;”. Φοράω ένα γκρι φούτερ, ο αέρας έχει κάνει τα μαλλιά μου κουβάρι. Με αγκαλιάζεις, λες ξανά το υποκοριστικό μου. Πάει τόσος καιρός που είχα να αγκαλιάσω και να με αγκαλιάσουν με αυτόν τον τρόπο, να νιώσω αυτήν τη ζεστασιά που σε κάνει ξανά παντοδύναμη. “Θα είσαι πάντα το κορίτσι που γνώρισα στα 18. Το πιο τρυφερό μου αγρίμι”.

Ποτέ πριν η Τετάρτη δεν ήταν τόσο Μεγάλη. Έχω φτιάξει ταλιατέλες με σολομό και βρωμάει όλο το σπίτι. Η Νέλλη ροχαλίζει. Αράζουμε λίγο στα σκαλιά. Ακόμη αναρωτιέσαι πώς γίνεται να υπάρχει αυτή η σκάλα μέσα στο σπίτι. “Δεν θα με ρωτήσεις;” μου λες. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι, σου δείχνω το τρίτο ποτήρι που άδειασα και δαγκώνω ένα παγάκι. Σου λέω πως που αρέσουν τα παπούτσια σου και επιμένεις. “Τι να σε ρωτήσω;”. Κουμπώνεις μέχρι πάνω το φούτερ και σηκώνεσαι. Σε κοιτάω καθισμένη στο σκαλί. “Πες μου κάτι όμορφο Χρύσα”. Χαμογελάω και κάπως βουρκώνω. Σκέφτομαι πως αυτή είναι η πιο τρυφερή στιγμή μου με τους ανθρώπους που αγάπησα. “Αν θυμηθώ κάτι θα σου στείλω” και λέω το υποκοριστικό σου…

Συμπληρώνω λίγο νερό στα χρυσάνθεμα, αύριο έχω ένα σκασμό δουλειές. Τρώω από την τάρτα που άφησες. Στο διάολο η πανδημία, είναι πεντανόστιμη. Βάζω στο YouTube Διάφανα Κρίνα και χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν ξέρω πως, αλλά η Μαρία πάντα με τσακώνει. “Τι Διάφανα Κρίνα ρε μαλάκα, 12:30 το βράδυ; Πας καλά;”. Δίνουμε ραντεβού για αύριο, της έταξα τσουρέκι. Κατεβάζω την οθόνη του λάπτοπ, τα σύννεφα κοκκίνισαν.

Φοράω την μπλούζα από την Αμοργό και μια ριγέ πιτζάμα. Σκέφτομαι την Ιωάννα και τη χθεσινή μας βόλτα στα Αναφιώτικα. Να πάμε στη Νίσυρο, είπαμε. Να πάμε στα Κύθηρα, να φύγουμε, να ξεφύγουμε. Ήταν μια πραγματικά υπέροχη βόλτα η χθεσινή. Η Ιωάννα λατρεύει να με μιμείται, να κοροιδεύει το πως τινάζω τα μαλλιά μου και να με προκαλεί συνέχει με το: “Κωλώνεις να το κάνεις”. Έτσι, γυρίσαμε κάμποσα φαρμακεία με πολύ σοβαρούς φαρμακοποιούς να περιμένουν να ζητήσω κάποιο παυσίπονο ή αντισηπτικό, ενώ εγώ τους έλεγα “Μήπως έχετε ένα κόκκινο και ένα διάφανο μανό;”. Όταν αγόρασα κάμποσα μανό, ζήτησα silver για τα μαλλιά και η Ιωάννα γέλαγε δυνατά απ’ έξω. “Ποιος κωλώνει τώρα Γιοχανούλα;”  και τι ωραία που θα ήταν να αγκαλιαστούμε σφιχτά.

Γράφω ένα μήνυμα λίγο πριν σβήσουν όλα. “Όμορφα είναι τα δεκατέσσερα μας χρόνια. Όμορφο είναι να είσαι ο πιο παλιός μου φίλος”. Έστειλες κάτι ακόμη πιο όμορφο, και εγώ που ξύπνησα αδύναμη, κοιμάμαι τώρα παντοδύναμη.

Οι φίλοι μας. Το πορτοκαλί στη γρίζα συννεφιά μας, αυτοί που μας βλέπουν πάντα 18, που μας αγκαλιάζουν σφιχτά φιλώντας τα μαλλιά μας, μέσα στην πανδημία. Οι φίλοι που ανεβαίνουμε σκαλιά, που κοιτάμε από ψηλά, που λένε: “Θυμάσαι πόσο σ’ αγαπώ και σε θαυμάζω έτσι;”, για να σπάσουν τη σιωπή. Οι φίλοι που φωνάζουν στο τηλέφωνο ότι θα σου σπάσουν το YouTube, που σε βάζουν για ύπνο, που θυμούνται πάντα την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.

Πες κάτι όμορφο…

πι.ες.: Η Μαρία λέει, πως ζούμε την εποχή που ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι. Σήμερα ξύπνησα και κάπως αυτόν τον ουρανό, μπορεί και να μπορώ να τον σηκώσω.