Να πάει να γαμηθεί αυτή η Άνοιξη, βαρέθηκα να την καλοπιάνω μπας και ανθίσει και το μόνο που τελικά κάνει, είναι τα φυτεύει αγκάθια στο κομμάτι εκείνο της ψυχής μας, που συμβολοποιείται ο έρωτας και η επανάσταση. Διαβάζω όσα γράφει ο Γιώργος Κτενάς, για τον Περικλή Κοροβέση. “Σε κάποια παρουσίαση μεταξύ άλλων είπα: «Ο Περικλής είναι ο παιδικός μου ήρωας, ο δικός μου Ζορό». Αμέσως με σταμάτησε, γιατί πήγαινε προς το μελό η κουβέντα. «Φέρτε το σπαθί μου, το σπαθί μου θέλω», άρχισε να φωνάζει με διάθεση για χιούμορ. «Κι ένα ουίσκι ακόμα», συμπλήρωσε. Για το μοναδικό που λυπάμαι είναι που σε γνώρισα όταν ήμουν 15 ετών. Γιατί πέρασαν 15 χρόνια που δεν σε ήξερα”.

Στην Καλλιδρομίου, έληξε η καραντίνα, τα λουλούδια επέστρεψαν και οι φράουλες ιδρώνουν κάμποσες σταγόνες στην κατακόκκινη επιδερμίδα τους. Ο Κωνσταντίνος με την Γιώτα από την Αμοργό, κρατάνε πασχαλιές, ένα φουντωτό μαρούλι και μανταρίνια. Μιλάμε για εκείνο το πανηγύρι παστελιού στη Χώρα, που δεν βρήκα ποτέ τα βήματα από την τόση ψημένη, για τα βράδια που μπερδέψαμε τις σκηνές μας στο camping, για το αγόρι με τα άμορφα τατουάζ που τη στιγμή που λέγαμε πόσο όμορος είναι, μας έπεσε το χαρτί υγείας και ενώ ξετυλιγόταν, το έπιασε και μας το έφερε, βάζοντας πρόωρο τέλος σε άλλη μια αγάπη καλοκαιριού.

Πήρα φούξια χρυσάνθεμα για τη Μαρία, μπορντό για εμένα και λευκά για τον Περικλή που μπορεί να μην έχω κάπου να του τα αφήσω, όμως θα τα ποτίζω πρώτα. Πήρα και κάτι άλλα ροζ ανθάκια αλλά πάλι δεν ξέρω πως τα λένε, έχοντας την υποψία ότι δεν με πολυνοιάζει κιόλας. Μάθαμε όλα τα να ονοματίζουμε…ας αφήσουμε την ομορφιά απλώς να υπάρχει.

Μπαίνω στο ταξί “Μοιάζετε με  Άνοιξη”, μου λέει ο οδηγός. Κοιτάω τα λουλούδια, δεν χωράνε στα χέρια μου. Να πάει να γαμηθεί η Άνοιξη.

Η Μαρία, μαγειρεύει κάτι που μυρίζει ωραία. Πίνουμε λουξάκια, ό,τι δηλαδή μας έμεινε από την παλιά μας καθημερινότητα. Αρχίζουμε να τραγουδάμε στην κουζίνα, γελάμε, μετά θυμώνω μουσκεύοντας τα μάγουλα μου και πάμε βόλτα στο πάρκο. Είναι όλα αμήχανα ανθισμένα, ένας τσαμπουκάς της ζωής απέναντι σε ο,τιδήποτε προσπαθήσει να τη σταματήσει. Έφυγαν οι άνθρωποι και ανθίζουν παπαρούνες στα πεζοδρόμια. Δεν θυμάμαι ποτέ κανέναν να πουλάει παπαρούνες, η μεγαλύτερη απόδειξη ότι τα πανέμορφα αυτού του κόσμου, δεν αγοράστηκαν ποτέ.

Το ταξί της επιστροφής μυρίζει λεμόνι και έχει ορθάνοιχτα παράθυρα, μη και χαθεί αυτό το αβάσταχτο δειλινό. Σκέφτομαι ξανά τον Περικλή. Θα μπορούσε να φύγει οποιαδήποτε Άνοιξη. Γιατί αυτήν; Ο οδηγός, με ρωτάει αν θέλω να βάλει κάποιον συγκεκριμένο σταθμό και του λέω. Ακούγεται φυσρμόνικα: “Τα ήσυχα βράδια η Αθήνα θ’ ανάβει σαν μεγάλο καράβι που θα ‘σαι μέσα κι εσύ. Ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου…”.

Η Νέλλη, ακούει την πόρτα του ασανσέρ να ανοίγει. Το σαλόνι διαπερνούν κάποιες τελευταίες πορτοκαλί ακτίνες, βάζω τα λουλούδια στα βάζα και ένα σφηνάκι Disaronno. Χωρίς στημένο λεμόνι, χωρίς πάγο. Άλλο ένα. Τσούζει το εσωτερικό της μύτης μου. Σκέφτομαι ότι πρώτη φορά με πήρε ο αδερφός μου και τον είπα “Μάτια μου”. Πρέπει να τα έχασε και αυτός…

Ξημερώνει και ακόμη κάθομαι στη μεγάλη κίτρινα πολυθρόνα. Προσπαθώ να μετρήσω τα φώτα της πόλης. Κάποιο σβήνει, κάποιο άλλο ανάβει και φτου και απ’ την αρχή. Σκέφτομαι τα μαλλιά του Αγγελάκα, το χαμόγελο του στις συναυλίες, εκείνη τη μέρα που αφιέρωσε “Στη νιότη σας”, και έπειτα συμπλήρωσε “Και στη νιότη μας”. Μάλλον αυτή η νιότη διακυβεύεται αυτήν την Άνοιξη και σχεδόν απ’ το παράθυρο μου χαράζει. Έχεις ακούσει αυτό το τραγούδι που θα δεις κάτω από αυτές τις λέξεις; Το βάζω να παίζει, να φέρει τη νέα μέρα. Κάθε φορά που το ακούω ένα άλογο δραπετεύει και τρέχει μέσα στο στήθος μου. Πόσους χτύπους καρδιάς έχεις μετρήσει πάνω στο στήθος σου;

Δίπλα στις φλοίδες πορτοκαλιού από το μεσημέρι υπάρχει ακόμη ανοιχτό το βιβλίο του Περικλή. “Είχα σβήσει με μπλάνκο το όνομά σου από την ατζέντα μου. Δεν περίμενα να ξαναπάρεις τηλέφωνο ύστερα από τόσον καιρό. Και όμως πήρες. Ρώτησες αν ενοχλείς. Ήσουν ευγενική. Το μέταλλο της φωνής σου, πολύτιμο όπως πάντα. Ρώτησες αν γράφω. Δεν ήθελες να με διακόψεις. Εκτιμούσες πάντα την δουλειά μου. Ρωτάς τι κάνω. “Όλα καλά”, σου λέω. Τί να σου πω; Με γάμησες, Περίπατο έκανες στη ζωή μου και τη διάλυσες”.

Ξημερώνει. Γαμημένη Άνοιξη, με υπέροχα λευκά χρυσάνθεμα!