Στα γενέθλια φουσκώνουμε μπαλόνια με σκοπό να τα σκάσουμε μεθυσμένοι το χάραμα, ανάμεσα σε χυμένα στο πάτωμα ποτά, ξενυχτισμένα τραγούδια και στραπατσαρισμένο γλάσο μιας τούρτας που κάμποσο κερί έλιωσε πάνω της, σε μια προσπάθεια να σκεφτούμε την ιδανική ευχή που θα αλλάξει τη ζωή μας, πριν το φυσήξουμε. Όταν η φλόγα σβήσει και ο καπνός τρεμοπαίζει, ακούγονται χειροκροτήματα και κάμποσα φιλιά σκορπίζονται στα μάτια, στο στόμα και στα μάγουλα, ανάμεσα σε χέρια που στριφογυρίζει, ένας ακόμη χρόνος που ξεκινά.
Υπάρχουν όμως και εκείνα τα γενέθλια, που τα χαριτωμένα γλυκανάλατα στιχάκια που τραγουδιούνται γύρω από ένα κέικ, σταμάτησαν στον αριθμό 34, δίνοντας τη θέση τους σε συνθήματα και σε γραμμένες σε πανό ευχές, που υψώνονται στο Κερατσίνι και διαβάζονται σε όλη τη χώρα. Είναι εκείνα ακριβώς τα γενέθλια, που η απώλεια δεν μπόρεσε να τα αποχρωματίσει, παλεύοντας για μια καθημερινότητα που δεν αλλάζει με ευχές.
10 Απρίλη γεννιέται ο Παύλος Φύσσας, και εδώ και κάμποσα χρόνια η ημερομηνία αυτή κάνει κρότο μέσα σε μια χύτρα με δάκρυα πόνου, οργής και ελπίδας για δικαίωση. Κοχλάζει η αγωνία, σπρώχνει το καπάκι το πείσμα, σε μια φωτιά που δείχνει την πλευρά στην οποία επιλέγει ο καθένας μας να σταθεί σε αυτήν τη μάχη, που ξεκίνησε εκείνο το Φθινόπωρο του ’13 και ακόμη να καλοκαιριάσει.
Διαβάζω ξανά και ξανά τα έξι γράμματα που κρέμονται στο λαιμό της Μάγδας, καμιά φορά αφαιρούμαι, σκέφτομαι πως μοιάζουν με φυλαχτό. Αναρωτιέμαι αν αυτό το μικρό μενταγιόν είναι το στήριγμα στην πλάτη της, αν αυτό κρατάει ακόμη τόσο περήφανα όρθια την ψυχή της. Η Μάγδα, που σε φιλάει όχι σαν μάνα σου, αλλά σαν παιδί της, που ρωτάει πάντα αν είσαι καλά κοιτώντας σε στα μάτια, που το βλέμμα της παραμένει τρυφερό σαν χάδι που δραπέτευσε από την πιο τραχιά πλευρά της ψυχής της. Η Μάγδα που γέννησε τον Παύλο, και τώρα κρατάει τον κύριο Τάκη από το μπράτσο, στην κορυφή μιας πορείας που ξεχειλίζει στα στενά, κάνοντας μας να σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στο χαμόγελο τους, στο αδιανόητο κουράγιο που μας δίνουν.
Έπειτα σκέφτομαι την Ειρήνη, που αντέχει να μας αφήνει να λέμε τον αδερφό της, αδερφό μας, που κρεμάει ένα “ευχαριστώ” δίπλα σε κάθε μας λέξη που πάντα θα μοιάζει μικρή. Η Ειρήνη που σε αγκαλιάζει σφιχτά, που στέλνει μηνύματα τα βράδια αν νιώσει πως δεν είσαι καλά, που επιμένει στη φροντίδα, κόντρα στη βαρβαρότητα που φέρνει μοιραία ο σταματημένος χρόνος.
Είναι όμως και εκείνη η οικογένεια που φτιάχνουμε από άλλη μάνα και άλλο πατέρα, είναι οι φίλοι μας, οι ασπίδες μας, το “Μη φοβηθείς στιγμή, εγώ είμαι εδώ”. Και ο Παύλος είχε πολλούς τέτοιους φίλους, που τους άφησε πίσω να παλεύουν με την απώλεια, να ζουν με τη βασανιστική σκέψη του “Τι θα έκανε εκείνος σε αυτήν την περίπτωση;”. Και αν οι φίλοι, μας βρίσκουν πάντα λίγο καλύτερους από την αγάπη που μας έχουν, αγκαλιάζοντας με κατανόηση τις αντιφάσεις μας, σκέφτομαι την πρόσφατη κουβέντα που είχα με έναν άνθρωπο που ήξερε τον Παύλο, χωρίς να είναι φίλοι και που έτυχε να κάνουν το ίδιο είδος μουσικής. “Αυτό που σου έλεγε, αυτό ήταν. Δεν κρυβόταν σε τίποτα, είχε μπέσα. Σ’ άρεσε δεν σ’ άρεσε, αυτός ήταν”.
Και έπειτα είναι όλος αυτός ο αντιφασιστικός κόσμος, που καλείτε να μην τα παρατήσει σε μια συγύρια δύσκολη και αχαρτογράφητη, που οφείλει να μην ξεχάσει το γεγονός ότι τώρα ζυμώνονται και πάλι πρωτόγονα ένστικτα, που θρέφουν το μίσος και την ανάγκη για στοχοποίση ενός “άλλου που απειλεί”. Είναι αυτός ο κόσμος που οφείλει να αναστοχαστεί και να επανέλθει με οργή και στοργή, μη χαρίζοντας το αίμα των αδερφών μας που χύθηκε και ζητάει τη μόνη δικαίωση, την απόλυτη καταδίκη.
Θα γράφαμε ότι φέτος ο Παύλος επιστρέφει στο Rap Monsters Fest, αλλά ευτυχώς δεν έφυγε ποτέ. Έτσι, σε μια εποχή που πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον στα δύο μέτρα, παρακολουθώντας την Άνοιξη να παλεύει να ανθίσει πίσω από τα τζάμια μας, έφτασε ξανά η πρόσκληση για το μεγάλο party. Μπορεί να μη τσουγκρίσουμε τις μπύρες μας, να μη ζητήσουμε φωτιά από τον διπλανό μας, να μην αγκαλιαστούμε όταν συγκινηθούμε, όμως αυτό ακριβώς κάνει την όλη συνθήκη υπερβατική, φανερώνοντας πως σε αυτόν τον πόλεμο θα βγούμε νικητές γιατί είμαστε περισσότεροι, γιατί έχουμε δίκιο, γιατί ο πόνος μας έγινε τροχός που άνοιξε δρόμους, που δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τους περπατήσουμε.
Δεν γνώρισα τον Παύλο Φύσσα από κοντά, έχω όμως πάντα το ίδιο καρδιοχτύπι όταν αγκαλιάζω τους ανθρώπους του, σκέφτομαι ότι ένα κομμάτι του αντανακλάται στα πρόσωπα τους, στο χαμόγελο που θάμπωσε όμως ακόμη χαράζει ανάμεσα στα μάγουλα τους. Σκέφτομαι ότι πάντα θα έχω το ίδιο αίσθημα τιμής και ανακούφισης για τις στιγμές που μοιραστήκαμε τη σιωπή μας, πέσαμε σε συναυλιακές αγκαλιές, φωνάξαμε σε μια αίθουσα δικαστηρίου. Σκέφτομαι ότι και να θέλω, δεν θα ξεχάσω ποτέ τα χαμόγελα που ξαλάφρωσαν αποπνικτικές στιγμές, το μέτρημα με ένα βλέμμα, για το αν είμαστε όλοι εδώ.
10 Απρίλη λοιπόν! Βάλε ένα δυνατό ποτό, στρίψε ένα σφιχτό τσιγάρο και έλα να ακούσουμε τον Παύλο, έλα να ανανεώσουμε τους όρκους πίστης για ένα αύριο χωρίς φασισμό. Άλλωστε αυτή θα είναι η αιώνια διαφορά μας. Ενώ θρηνούμε τραγουδάμε, ενώ κλαίμε ερωτευόμαστε, ενώ πεθαίνουμε ανασταινόμαστε. Ο πόνος ο δικός μας δεν είναι ιαχή πολέμου, αλλά μια γιορτή μέσα στην οποία τον μοιράζουμε και τον αγκαλιάζουμε, είναι η πίστη στη μέρα που δεν ξημέρωσε, σε εκείνο το πρώτο φως του ήλιου, που καμία μάνα δεν θα χρειαστεί ξανά να θάψει την καρδιά της.
Για τη Μάγδα και τον Τάκη, για τον αδερφό, τον φίλο, τον σύντροφο, για τον άνθρωπο που αύριο μπορεί να είσαι εσύ. Για τον Παύλο, μέχρι το τέλος!