Χθες, πήγα στο πατρικό μου. Πήρα στον αδερφό μου λουκουμάδες με σοκολάτα και αμύγδαλο, ενώ στους γονείς μου αυτούς με τη γέμιση λεμόνι και πορτοκάλι. Τους αγόρασα ενώ περπατούσα με τη Φιλένια στην έρημη Αθήνα, κάνοντας το πιο καταθλιπτικό ρεπορτάζ, μιας πόλης  που η μοναξιά κάνει ηχώ, ανάμεσα σε αμπαρωμένα μαγαζιά και στοιβαγμένα τραπεζοκαθίσματα. Μοναστηράκι, Θησείο, Κεραμεικός και μετά από πέντε χρόνια που δουλεύουμε μαζί, βλέπουμε για πρώτη φορά παρέα το ηλιοβασίλεμα. Κοιτιόμαστε. Τραβάει ακόμη μια φωτογραφία.

Άνοιξα την πόρτα και χτύπησα το κουδούνι, παραμένοντας στον κήπο. Ο πατέρας που βγήκε κρατώντας ένα πορτοκάλι, σπάζοντας κάθε ρεκόρ ακαριαίου κλάματος. Φώναξε τη μαμά που έβαφε τα μαλλιά της, ενώ ο αδερφός μου βγήκε με την αγαπημένη μου καρό πιτζάμα και ένα φούτερ που πρέπει να μοιραζόμασταν από όταν ήμουν στο Λύκειο. Εγώ στον κήπο, εκείνοι στο μπαλκόνι ανάμεσα σε μπόλικα δάκρυα, γρήγορα νέα, γέλια και “Ναι ρε συ μάνα, τις παίρνω τις βιταμίνες μου. Ναι, και το σίδηρο μου”. Έξι λεπτά με το ρολόι κράτησε αυτή η επίσκεψη. Πρώτη φορά τους είπα πόσο μου λείπουν, ανοίγοντας τα χέρια μου και κουνώντας τα αριστερά-δεξιά, στην πιο αδέξια αγκαλιά που δόθηκε ποτέ. Πριν φύγω ο πατέρας μου λέει να περιμένω. Όλα τα παράθυρα ανοιχτά, μοιάζει για λίγο με Άνοιξη. “Ποιος κατεβαίνεις σήμερα στον Άδη; Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά και ανανταριάζει;”, ακούγεται σε μια γειτονιά που μέχρι και τα σκυλιά σταμάτησαν να γαβγίζουν. “Για τον Μανώλη”, μου λέει…

Στο ταξί, ο οδηγός ακούει ραδιόφωνο. “Στους 50 οι νεκροί στην Ελλάδα, στο έλεος του ιού ολόκληρος ο πλανήτης”. Ανοίγω το παράθυρο, τα χέρια μου έχουν ξεραθεί, τσούζουν από το αντισηπτικό. “Μπορείτε να το αλλάξετε;”.

Έχω αφήσει πάλι όλα τα λαμπάκια ανοιχτά. Ακόμη και αν τη σκαπουλάρω από την πανδημία, σίγουρα κάποια στιγμή θα λαμπαδιάσω από βραχυκύκλωμα. Παρόλα αυτά, και για την ώρα η εικόνα του σκοτεινού σπιτιού που αναβοσβήνει με φόντο τη φωτισμένη Αθήνα, είναι μάλλον ό,τι πιο κοντά ονειρεύτηκα για σπίτι των ονείρων μου. Έχει μείνει ένα μισοκαμένο μπιφτέκι από το μεσημέρι και βραστές πατάτες. Έχει “Pretty Woman” στην τηλεόραση και σχεδόν πιστεύω στα θαύματα. Ο Richard Gere, είναι ο πρώτος πιο ωραίος άνδρας που είδα ποτέ, ενώ αν ήμουν αγόρι θα παρακαλούσα σίγουρα για ένα ραντεβού με το τεράστιο χαμόγελο της Julia Roberts. Σχεδόν πάντα χαμογελάω στη σκηνή που βρίσκονται γυμνοί στο κρεβάτι και εκείνη μονολογεί πως: “Ο πρώτο άντρας που ερωτεύτηκα ήταν ένα μηδενικό. Ο δεύτερος ήταν χειρότερος”.

Έχει έναν τεράστιο ήλιο σήμερα. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά με το κόκκινο αστέρι, φτάνουμε στον Λόφο Στρέφη. Η Νέλλη, σηκώνει διαρκώς τη μύτη της, δυστυχώς ο Εξωστρεφής δεν τηγανίζει σήμερα κεφτεδάκια. Μου είχε λείψει αυτό το μέρος, πάει καιρός που περπάτησα τελευταία φορά εδώ. Θυμάμαι τη συνέντευξη που κάναμε σε αυτό το ξέφωτο με τους Social Waste. Ήταν πάλι Άνοιξη, μόνο που τότε είχαμε αγκαλιαστεί, ακούγονταν λαούτο και τσαμπούνα, φύγαμε κάνοντας θόρυβο με μια μπάλα μπάσκετ.

Έχω σκεφτεί, πως έχει νόημα σε κάθε περίπατο να βρίσκω μια εικόνα που θα χρωματίζει το σκοτάδι που κυκλώνει το μυαλό μου αυτήν την περίοδο, και νάτη. Ένα αγόρι πάνω σε ένα ποδήλατο. Φοράει μια μπλε τσάντα στην πλάτη και από μέσα ξεπροβάλει ένα κουτάβι με ολόμαυρη μουσούδα. Χαμογελάμε χωρίς να σκύψει κανείς το κεφάλι αμήχανα. Μάλλον αυτό κερδίζουμε σε αυτή τη φάση της ζωής μας, τα μη λογοκριμένα χαμόγελα, αυτά που πλαταίνουν το πρόσωπα μας, επιβεβαιώνοντας το κουράγιο μας.

Βγαίνουμε στο ξέφωτο, εκεί που μπορείς να δεις όλη την Αθήνα, φοντάροντας πίσω ο Αστέρας Εξαρχείων. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ανέβηκα ξανά σε αυτό το σημείο και με το που συμβαίνει αυτό, προσπαθώ να το ξεχάσω.

Άραγε έδωσα όσες αγκαλιές είχα ανάγκη για να γίνω καλύτερος άνθρωπος, πήρα όσα φιλιά χρειαζόμουν για να μαλακώσουν όλες οι αντιφάσεις μέσα μου; Ήπια αρκετά Disaronno με πάγο και στημένο λεμόνι, κάνοντας τις πιο δύσκολες εξομολογήσεις; Πόσο παγωτό με γεύση αλατισμένη καραμέλα είναι αρκετό για να μη θέλω άλλο; Έκανα στα αλήθεια όσες βουτιές ήθελα με κλειστή μύτη, από εκείνον τον βράχο στην Άνδρο, περπάτησα αρκετά ξυπόλυτη πίνοντας παγωμένο τσίπουρο, στη αυλή μου στα Γιάννενα; Φοβάμαι πως δεν έγραψα αρκετά συνθήματα, δεν περπάτησα όσα χιλιόμετρα ήθελα στο κέντρο μιας πόλης που βράζουν οι αγώνες. Άραγε ένιωσα αρκετές φορές πως ο κόσμος τελειώνει με έναν χωρισμό, καρδιοχτύπησα όσο χρειαζόταν πριν από ένα ραντεβού λιώνοντας σε ένα πρώτο φιλί; Είπα στη Μαρία ότι είναι η αστερόσονη μου, στην Ιωσηφίνα ότι όποτε απελπίζομαι διαβάζω τις κάρτες της, στην Ιωάννα ότι θέλω να χορέψω ξανά μεθυσμένη στην πολυθρόνα της, απειλώντας της ότι αν δεν βάλει Μοσχολιού, θα κάνω εμετό πάνω στο χαλί της; Θα ανταμώσουμε άραγε αυτό το καλοκαίρι στη συναυλία του Θανάση, θα ανάψουμε ιδρωμένοι καπνογόνα ,θα φλερτάρουμε τη ζωή μας σε μάτια που καίνε;

Βάζει κρύο μα η Νέλλη κοιτάει ακόμη την Αθήνα που το δειλινό τρεμοπαίζει πάνω της , κάνοντας την να μοιάζει με κρυστάλλινη μπάλα. Γράφω βιαστικά ένα μήνυμα: “Αν πεθάνω από την πανδημία, να πάρω μαζί μου ότι αγαπηθήκαμε αληθινά;”.

Χρειάζομαι χλωρίνη και κάτι άλλο που μου έγραψε η μάνα μου, που εξολοθρεύει τα μικρόβια. Δεν θα τα πάρω, όχι σήμερα, μοιάζει πολύ με Άνοιξη για να την απολυμάνω τόσο επιπόλαια.

Κάθομαι στο πάτωμα, βάζω λίγη μαστίχα από την κατάψυξη.Αύριο λένε θα βρέξει, μα αυτός ο ήλιος είναι τόσο τρυφερός αυτήν την ωρα. Ανοίγω το μήνυμα: “Γύρω από τον ήλιο σου κάνω έναν γύρο”. Παυλίδης.