Σήμερα, φόρεσα ένα ροζ και ένα πράσινο all star. Έβαλα ένα ανοιξιάτικο φόρεμα και στάθηκα όρθια μπροστά στην ανοιχτή σόμπα, κοιτώντας τη βροχή να τρέχει σαν να μην έχει χρόνο, στο τζάμι. Είναι ζόρικες αυτές οι μέρες, λίγο χειρότερες από αυτές που πέρασαν. Βράζει τσάι του βουνού στο μάτι, μέχρι που χύνεται και καίγομαι. Παίζει Sadahzinia, βρίσκομαι στους τόπους που έχτισα στην εφηβεία μου και νιώθω ασφαλής, είμαι σε εκείνα τα μονοπάτια που με οδήγησαν στο σήμερα, “Είμαι τα πλούτη όλα που αρνιέται ένας φτωχός, τα αταίριαστα όνειρα που μοιράζεται ο τρελός είμαι σαν έρωτας κρυφός και ζηλευτός είμαι βροχή και δεν είμαι κανενός”.
Κουμπώνω ένα τζιν κάτω από το φόρεμα και με ένα ξεχασμένο φούτερ κατεβαίνουμε έξι ορόφους απ’ τις σκάλες, με τη Νέλλη. Στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας συναντάω το αγόρι που το μπαλκόνι του συναντάει το δικό του. Μου φαίνεται πολύ αλλόκοτος, χωρίς την ανόητη πιτζάμα και τα τεράστια ακουστικά που τον βλέπω κάθε μέρα να περιφέρεται, άλλοτε τρώγοντας ένα τοστ χωρίς πιάτο, άλλοτε ξύνοντας περίτεχνα το κεφάλι του λες και βρίσκεται σε κάποια διαδικασία σύλληψης μιας μεγάλης ιδέας.
Οι σταγόνες πέφτουν σαν πετράδια στο κεφάλι μου, δημιουργώντας ένα μικρό τσούξιμο στον εκνευρισμό μου. Θυμώνω με την Ασκληπιού. Ακόμη και με αυτόν τον κωλόκαιρο, παραμένει γοητευτική, ανάμεσα σε νεοκλασικά και κάτι δέντρα που δεν ξέρω πώς τα λένε. Η Νέλλη, στυλώνει τα πόδια της, ούτε μισό βήμα. Την τραβάω και κλαίει, της φωνάζω και ένα μεγάλο σύννεφο μας καλύπτει, σε μια ασταμάτητη βροχή. Προσπαθώ να διακρίνω τα δάκρυα μου, σε έναν δρόμο που δεν υπάρχει κανείς να αναρωτηθεί γιατί κάποια επιλέγει να βγει και να κλάψει στη βροχή. Αγκαλιάζω τη Νέλλη σφιχτά, τη φιλάω ανάμεσα στα μάτια, γλείφει κάνα δυο αγωνίες μου. Κάτω από ένα υπόστεγο εγώ με μια χούφτα αμύγδαλα, εκείνη με μια κροκέτα επιβράβευσης για την τρυφερότητα των ματιών της.
Την απέναντι βιτρίνα χρωματίζουν μερικές πέτρες. Τόσα χρόνια τραβολογιέμαι σε αυτούς τους δρόμους, αυτό το μαγαζί δεν το είχα προσέξει ποτέ. Τις διαβάζω μια προς μια, ενώ το κεφάλι μου αρχίζει να μουσκεύει για τα καλά. Δεν θα έπαιρνα καμία ή και όλες αν μπορούσα να τiς κουβαλήσω. Θα έδινα σίγουρα μια στη Μαρία και άλλη μια στην Ιωσηφίνα, ίσως και στην ψυχοθεραπεύτρια μου για τα ασύνδετα που της μονολόγησα χθες στο Skype.
Μπαίνω στο mini market της παλιάς μου γειτονιάς. Υπάρχει ένα ακριβώς ίδιο δίπλα στο νέο μου σπίτι, όμως το παρελθόν μοιάζει να θέλει ακόμη τον χρόνο του. Παίρνω τρεις σάλτσες Barilla pesto. Είμαι πλέον απολύτως σίγουρη ότι και μετά από αυτήν τη φονική εποχή δεν θα θέλω να ξανανάψω την κουζίνα, ούτε για να ψήσω αυγό. Εν τω μεταξύ, είναι και όλες αυτές οι σάχλες που ακούγονται αυτήν την περίοδο και “Άντε τώρα αναγκαστικά θα μάθεις να μαγειρεύεις”, λες και 32 χρόνια αν ήθελα, δεν θα το είχα κάνει. Άλλωστε, το πιο γοητευτικό που μου έχει πει αγόρι, μια μέρα που έριξα νερό μέσα σε ένα τηγάνι που τσουρούφλιζε λάδι, σε μια προσπάθεια περισσότερο να αντιτάξω το σπίτι παρά να τσιγαρίσω κρεμμύδι, είναι πως: “Χρύσα μου, δεδομένα κανείς δεν θα σε ερωτευτεί για τη μαγειρική σου, ευτυχώς όμως έχεις πολλά περισσότερα απ’ αυτήν”.
Τι έλεγα; Α, ναι! Ξεκλειδώνω το κινητό ενώ η Νέλλη κάνει αντίλαλο στα έρημα Εξάρχεια, προσπαθώντας να λυθεί έξω από το market. “Χρόνια πολλά καρδιά μου. Να είσαι γερή, να μην ξεχνάς πόσο σπουδαία είσαι, πάντα αγέρωχη και υπερήφανη αντιφασίστρια”. Καθώς εύχομαι πάνω από ένα τέταρτο καπνιστή γαλοπούλα και ένα κομμάτι γραβιέρα Κρήτης, μου έρχονται πάλι κάμποσα δάκρυα. Ίσως απ’ την άλλη μεριά του τηλεφώνου να κυλάνε ήδη. Τσακίζουν οι φίλοι μας, γίνονται βουβά τα τηλέφωνα μας, μας λείπει το κανάκεμα τους.
Περνάω από τον μανάβη, αγοράζω δύο κεσεδάκια φράουλες. Τις μουλιάζω στο νερό ενώ λίγο γαλάζιο ξεπρόβαλε ανάμεσα στα σύννεφα. Μιλάω με τους φοιτητές από τις Νέες Εστίες Ζωγράφου. Ο θυμός και η απελπισία τους για το ξεσπίτωμα που τους επιβάλλεται, μου δημιουργεί αμηχανία για το σε πόσες τελικά μονομαχίες θα μας καλέσει ένα κράτος που δεν μας προφυλάσσει ούτε καν από τον παραλογισμό. Σβήνω και γράφω, τίποτα δεν μου μοιάζει αρκετό, σε λέξεις που περισσεύουν. “Είμαστε απελπισμένοι, μας κόβουν το ρεύμα και το νερό”.
Συμπληρώνω ακόμη μια άδεια κυκλοφορίας και για δύο ώρες, σε αντικριστούς καναπέδες μιλάμε με τη Μαρία, τρώγοντας εκείνη ένα κέικ καρότου με χοντρό γλάσο και εγώ μια πάστα αμυγδάλου με λεμόνι. Μιλάμε για τα μαλλιά και τα νύχια μας, με ενδιάμεσες σιωπές. Ο Αλέξανδρος με ενημερώνει για τις σειρές του Netflix που θα με κάνουν να επιβιώσω, ενώ κοιτώντας το τεράστιο τραπέζι του πινγκ πονγκ, θυμάμαι το περσινό πάρτυ. Λογικά, ποτέ ξανά, κανένα πάρτυ δεν θα έχει ξανά τόσο παγωτό.
Η Αθήνα κρυώνει μόνη και εγώ έχω ανοίξει τέρμα το παράθυρο. Ο οδηγός φοράει λαστιχένια γάντια και μοιάζει ανακουφιστικό. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα νόμιζα πως στην επόμενη στροφή θα με τεμαχίσει. Το φεγγάρι σπάει πλάκα μαζί μου από το παράθυρο. Χρειάζομαι ένα ποτό, λίγο πάγο, πληκτρολογώ στο YouTube.
Μου λείπει το χαμόγελο της μάνας μου, ο ήχος που κάνει ο υπολογιστής του γραφείου μου όταν ανοίγει, το αργοπορημένο λεωφορείο, να περπατάω στην Αθήνα με τα ακουστικά μου. Μου λείπει να τραγουδάω στο μπάνιο, να παίρνω κοτόσουπα από τον “Αχιλλέα”, να λερώνω τα χέρια μου με φούξια μπογιά, να μην μπορώ να βγάλω το γκλίτερ από τα μαλλιά μου. Μου λείπουν τα χέρια σου, ο τρόπος που ριχνόμασταν στη φωτιά, παραδομένοι στην αγάπη.
Γράφω για όλες εκείνες τις στιγμές που μας έπνιξαν οι σιωπές. Γράφω γιατί πάντα ήθελα μια νύχτα να μοιραστώ όσα δεν είπα, να κοιταχτούμε μέσα στα μάτια, να μη μας χωρέσουνε 10 δωμάτια. Να μην την πέσουμε πριν το ξημέρωμα, να σε μυρίζω για το ημέρωμα, να μου γελάς και να ξέρω πως θα ‘σαι κοντά μου ως το λευτέρωμα. Να περπατήσουμε πάνω σ’ εκείνα που λέγανε όλοι πως δεν θα αντέξουμε, να γίνουμε ένα για μια φορά, να γίνουμε ένα χωρίς να προσέξουμε.
Γράφω λες και θα ξεχάσουμε ποτέ…