Ήρθε πάνω στην αλλαγή της δεκαετίας. Πάνω που ο κόσμος άλλαζε κεφάλαιο στο βιβλίο του 21ου αιώνα, κι όπως περίμενες να δεις γραμμένα εκεί, στην πρώτη σελίδα σχέδια, και όνειρα, και μέλλον γεμάτο θαύματα, η σελίδα ήταν κενή από τέτοια. Λευκή, κακορίζικη, κι έγραφε μόνο μια λέξη με μεγάλα γοτθικά κεφαλαία γράμματα:
ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ
Ντάξει, το παραδέχομαι, μάλλον το παράκανα λίγο με τις μεταφορές,κι όχι, δεν είναι ούτε πανούκλα ο ιός ετούτος, ούτε χολέρα, μα η εικόνα είναι αυτή που είναι: το πρώτο (κι ίσως το μοναδικό) που θα θυμάσαι απ’ το 2020, θα ‘ναι άνθρωποι με μάσκες, άδειοι δρόμοι, κόσμος κλεισμένος σπίτι να τραγουδάει στα μπαλκόνια του. Κι ωστόσο, ο κόσμος αυτός είναι φοβισμένος, κουρασμένος, αναστατωμένος, αλλά σ’ αντίθεση με άλλες εποχές, σ’ αντίθεση με περασμένα χρόνια, δεν είναι απελπισμένος. Και δεν είναι, γιατί καίει μόνιμα μέσα του η τρελή ελπίδα του χθες, που στο σήμερα είναι βεβαιότητα: “Σε λίγες εβδομάδες, σε λίγους μήνες, σε λίγο καιρό, θα βρουν εμβόλιο. Θα βρούνε θεραπεία. Θα περάσει κι αυτό”. Κι έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα, όμως, τώρα που κάθεσαι στο σπίτι, τώρα που έχεις χρόνο να χάσεις παρέα μου, έλα και σκέψου μαζί μου…
…κι αν δεν ήταν;
Στο 2030 που μόλις σχεδίασα στο νου μου σαν φουτουριστική γκραβούρα, οι άνθρωποι ζούνε πια 10 χρόνια μ’ έναν ιό που ξεκίνησε “ανέκδοτο” για να βγάλει τελικά ξινό το γέλιο σ’ όσους τόλμησαν να τον χλευάσουν. Οι νέοι τον ξεπερνούσαν εύκολα ή δύσκολα, μα οι μεγαλύτεροι συχνά πυκνά βλέπαν το βασιλιά τους ματ στο σκάκι του θανάτου. Μοιραία λοιπόν, δυο επιλογές υπήρχαν για τις κυβερνήσεις των λαών του κόσμου: ή θα κυκλοφορούσαν όλοι μόνιμα με μάσκες ειδικές, ή θα γυρνούσε το προσδόκιμο ζωής πίσω στα χρόνια που τα 60 ήταν γεράματα και τα 80 θαύμα. Μοιραία η πρώτη επιλογή ψηφίστηκε χωρίς πολλές διαφωνίες, κι οι άνθρωποι συνέχισαν να ζουν. Μονάχα που άλλαξε λιγάκι η ζωή τους.
Βλέπεις, μια μάσκα μόνιμα γύρω απ’ το πρόσωπο, έκανε ζόρικο το πιο ωραίο πράγμα που γέννησαν ποτέ τα ένστικτα του έρωτα: το φιλί! Κανείς πια δεν φιλιόταν δημοσίως. Η κίνηση που κάνανε με μάσκες κολλημένες στόμα-στόμα, όσοι ρομαντικοί επέμεναν ακόμα να κρατούν στη μνήμη τους το αγκάλιασμα των χειλιών, έσβησε λίγο-λίγο πάνω στην αίσθηση του τίποτα που τελικά κέρδισε κάθε ανάμνηση σάλιου κι ανάσας. Οι άνθρωποι έκοψαν το φιλί (μονάχα μες στο σπίτι τους, κι αυτό με προσοχή και με φοβία) και πάψανε να γεύονται. Μονάχα φαγητό μπορούσαν πια να φάνε, μες στην κουζίνα τους, με προσοχή και μ’ απολύμανση. Ούτε βόλτες για καφέ, ούτε μεθύσια στα μπαρ, ούτε ραντεβού για φαγητό – το σινεμά ήταν εντάξει, το ίδιο και το θέατρο, φτάνει να μη σε πείραζε που ο Άμλετ κι η Αντιγόνη σου φοράνε μάσκα.
Ακόμα κι έτσι, κάποιοι κολλούσαν, κάποιοι πέθαιναν, μα ο κόσμος συνέχιζε να επιβιώνει. Ο κόσμος είπα; Όλος ο κόσμος;
Όχι, η Αφρική πια ήταν Παράδεισος που έπεσε στη γη!
Τα κράτη της άντεξαν. Έκλεισαν τα λιμάνια, τ’ αεροδρόμια, σήκωσαν κάθε γέφυρα κι έμειναν στο νησί τους, φτωχοί ακόμα, μα ικανοί να τρώνε, να φιλιούνται και να ζουν. Η Δύση δεν είχε λόγο να τους κάνει πόλεμο – αν η Αφρική κολλούσε, εκείνοι δεν θα κέρδιζαν και τίποτα σπουδαίο. Αντίθετα, η Αφρική έγινε στόχος μια ολόκληρης βιομηχανίας: περιποίηση προσώπου! Κραγιόν, ξυριστικά, κρέμες, πλαστικές, όλα όσα είχαν φτιαχτεί για να μπορούν να δείχνουν οι άνθρωποι “όμορφοι” στο δρόμο, έπαψαν να ‘χουν νόημα στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία. Στην Αφρική ωστόσο, είχαν ακόμα νόημα. Κι αφού είχαν νόημα μονάχα εκεί, είχανε νόημα τεράστιο! Έτσι, απ’ το ν’ αλλάξουν για τα καλά την παραγωγή τους εξαιτίας ενός ιού παροδικού, οι εταιρίες προτίμησαν να ρίξουν όλη τους την παραγωγή εκεί που υπήρχαν χείλη, μύτες και ζυγωματικά για να την εκτιμήσουν.
Η Αφρική έπρεπε να κερδίσει αγοραστική δύναμη, αν ήθελαν να επιβιώσουν αυτές οι βιομηχανίες. Κι αποκτούσε. Τα κράτη της πιάσαν απ’ τα μαλλιά την ευκαιρία. Ξεκίνησαν να εκμεταλλεύονται τη βοήθεια που έφτανε ως αυτούς, άρχισαν ν’ ανεβαίνουν σκαλί-σκαλί την καπιταλιστική κλίμακα, αυξάνοντας την ευημερία και τη δύναμή τους. Ταυτόχρονα, έγιναν ένας τόπος ονειρεμένος για δυτικούς που ήθελαν μια παγωμένη μπύρα στην παραλία, που ήθελαν ένα γεύμα χωρίς απολύμανση, που ήθελαν να πάρουν ανάσα θάλασσας χωρίς τη μάσκα τους ή να ζήσουν χωρίς το φόβο ενός ιού που θα τους βάλει στην καραντίνα ή στον τάφο. Οι Ευρωπαίοι ήθελαν ξαφνικά την Αφρική. Μα τότε πια, η Αφρική δεν ήθελε εκείνους!
Την υπόλοιπη ιστορία τη φαντάζεσαι. Βάρκες, κυκλώματα, οι αφρικανικές κυβερνήσεις κερδοσκοπούσαν ελεγχόμενα, πάντα με προσοχή για να μη φτάσει ο ιός στο έδαφός τους. Πολλοί Ευρωπαίοι πνίγηκαν στη μεσόγειο. Πολλοί απ’ αυτούς είχανε πει “ωραία”, τότε που πνίγηκαν οι Αφρικανοί στην ίδια θάλασσα. Η ζωή θα ‘χε πλάκα, άμα δεν είχε τόσο πόνο…
Αυτό που διάβασες παραπάνω, ήταν μια τσαπατσούλικη προβολή ενός μέλλοντος απίθανου.
Απίθανου, γιατί η επιστήμη μας έχει καλομάθει. Απίθανου γιατί στη μάχη με τους ιούς, συνήθως κερδίζουμε. Απίθανου. Μα όχι αδύνατου!
Οπότε, την επόμενη φορά που θα διαβάσεις μια ιστορία για σούπερ ήρωες, θυμήσου πως εκείνοι που σου προσφέρουν στ’ αλήθεια τη ζωή και την ευημερία σου, δεν βγάζουν λέιζερ απ’ τα μάτια. Δεν έχουν όπλα, δεν πετάνε, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουνε ταινία. Φορούν ποδιά, κι όλη τη μέρα τα βάζουν μ’ ακαταλαβίστικους εχθρούς. Μα τους χρωστάς, και τους χρωστάω, και τους χρωστάει όλος ο κόσμος!
Και την επόμενη φορά που θα ‘χεις εύκολη κουβέντα γι’ αυτούς που έρχονται δω και μας βρομίζουνε τη γη μας, σκέψου ότι εσύ φοβάσαι έναν ιό (δικαίως!), μα εκείνοι πεθαίνουν κάθε μέρα απ’ τη δίψα κι απ’ την πείνα. Κι όλο αυτό γιατί η δύση κάνει σ’ εκείνους στραβοτιμονιές, μα η ζωή ακόμα δεν έχει πάρει τη στραβή στροφή για μας…